maestro-stoiximanblog

To ποδόσφαιρο στα χρόνια του κοροναϊού

Οι περισσότεροι θα σου πουν καρφί πως είναι το σημαντικότερο από τα δευτερεύοντα πράγματα στη ζωή τους, οι πιο θερμόαιμοι ότι το θεωρούν ζήτημα ζωής και θανάτου, ο Μπιλ Σάνκλι αναψοκοκκινισμένος, πως πρόκειται για κάτι «απείρως σοβαρότερο από ένα απλό θεματάκι ζωής και θανάτου νεαρέ μου», ενώ ο Παζολίνι θα κουνούσε το κεφάλι με νόημα, ετυμηγορώντας πως το ποδόσφαιρο αποτελεί «την έσχατη ιερή παράσταση της εποχής μας, μια ιεροτελεστία πιο σημαντική και από το θέατρο».

Όποιον και να ρωτήσεις όμως, από τις φαβέλες του Ρίο και τα παραπήγματα του Σοβέτο, μέχρι το Σίτι του Λονδίνου και τα πιο ακριβά κολλέγια στην Ελβετία, θα συμφωνήσει στη στιγμή, πως το ποδόσφαιρο είναι ο «βασιλιάς των σπορ», ένας βασιλιάς που οφείλει την τεράστια δημοτικότητα του, σε τρία χαρακτηριστικά στοιχεία: α) το Δράμα, με την αμέριστη συμμετοχή των θεατών, οι οποίοι επηρεάζουν τα τεκταινόμενα, β) το Απρόβλεπτο που οφείλεται κυρίως στη σπανιότητα της εμφάνισης του «γκολ» και δίνει το δικαίωμα στο όνειρο στον κάθε Δαβίδ απέναντι στον εκάστοτε Γολιάθ και γ) την Απλότητα του παιχνιδιού, η οποία υποθάλπει πολύ ισχυρούς μηχανισμούς ταύτισης στο μυαλό του θεατή (καθώς τα μόνα που χρειάζονται είναι μια μπάλα κι ένας ανοιχτός χώρος με δυο πέτρες ή δυο φούτερ για δοκάρια).

Ακριβώς για τους ίδιους λόγους, είναι που το ποδόσφαιρο μονοπωλεί τη μερίδα του λέοντος και στις στοιχηματικές προτιμήσεις του κοινού, μέσα από τη γοητευτική διαδικασία του «κονταροχτυπήματος» παικτών και εταιρειών, με ενεργό φόντο το αποθησαύρισμα ποδοσφαιρικών γνώσεων, την αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων, της ροής της ειδησεογραφίας και το «διάβασμα» του αγώνα, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του.

 

Οι κοσμογονικές βέβαια αλλαγές που επέφερε στη ζωή μας η πανδημία του Covid-19, παραλύοντας κάθε αθλητική δραστηριότητα παγκοσμίως, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει, ούτε αυτό καθαυτό το άθλημα, ούτε τον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε. Η επιστροφή λοιπόν του ποδοσφαίρου κάτω από πρωτόγνωρες και εξαιρετικά ιδιάζουσες συνθήκες (διπλές αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών, δικαίωμα για πέντε αλλαγές), έχει επιφέρει κομβικές αλλαγές, επηρεάζοντας λιγότερο ή περισσότερο και τους τρεις βασικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν.

ΣΑΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ

Ρώτησαν κάποτε τον εμβληματικό πολωνό σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα γιατί πηγαίνει τόσο συχνά στο γήπεδο και η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Αυτοί οι είκοσι δύο άνθρωποι, που όσοι δε νογάνε, τους λοιδορούν ότι απλώς κυνηγούν μια μπάλα, έχουν το χάρισμα να κρατούν σε αγωνία εκατό χιλιάδες θεατές. Γνωρίζετε παρ’ ελπίδα κάποιον συγγραφέα ικανό να γράψει ένα σενάριο που θα κρατούσε σε αγωνία από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή το θεατρικό κοινό; Ή μήπως υπάρχει σκηνοθέτης που με μπορεί να κάνει μια αίθουσα εκατό χιλιάδων ατόμων να πλημμυρίσει αισθήματα και να πάλλεται από αγωνία, να “σπάσουν” καρδιές; Αυτή είναι η δύναμη του ποδοσφαίρου».

Για τον θεατή, το ποδόσφαιρο προσφέρει τη μοναδική γοητεία, όχι μόνο να παρίσταται σαν αυτόπτης μάρτυρας σε ένα γεγονός με θρησκευτική σημασία (με την παρακμή της θείας λειτουργίας και των κινηματογράφων, ο κάτοικος της πόλης, αισθάνεται εντονότερα από ποτέ, την ανάγκη για μεγάλες κοινοτικές συναθροίσεις, όπου μπορεί να νοιώσει σαν μέλος μιας κοινοτικής ομάδας), αλλά να συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα, αλλάζοντας την ψυχολογία των παικτών και επηρεάζοντας τις αποφάσεις του διαιτητή, θεμελιώνοντας αυτό που λέμε «πλεονέκτημα έδρας», την χειροπιαστή αλήθεια που θέλει πάνω από το 45% των αγώνων σε διεθνές επίπεδο, να κερδίζονται από τους γηπεδούχους.

Λίγες ιδέες τυγχάνουν τόσο κοινής (αλλά και τυφλής) αποδοχής στον ευρύτερο χωροχρόνο του ποδοσφαίρου και του στοιχήματος, από το «πλεονέκτημα της έδρας» και έμελλε να μας προφτάσει η αφύσικη συνθήκη της διεξαγωγής των αγώνων, ελέω κορωναϊού, κεκλεισμένων των θυρών, για να αντιληφθούμε την αδυσώπητη αλλοίωση δρώμενου και αποτελέσματος, όταν αυτό χάσκει αποψιλωμένο από τις αντιδράσεις των θεατών, χωρίς το τραγούδι της εξέδρας και χωρίς τη (θεία) κοινωνία της προσμονής για τη συγκινησιακή πανούκλα της ιαχής «γκοοολ».
Οκτώ αγωνιστικές πλέον μετά την επανέναρξη της Bundesliga κεκλεισμένων των θυρών, έχουμε ένα πρώτο ικανό δείγμα αγώνων και ο πίνακας που ακολουθεί με τη σύγκριση των στατιστικών του πρωταθλήματος πριν και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, είναι αποκαλυπτικός.

Είναι λοιπόν προφανές, ότι η απουσία φιλάθλων, εκμηδένισε το πλεονέκτημα της έδρας, συρρικνώνοντας σε εντυπωσιακό βαθμό την ικανότητα των γηπεδούχων να παράγουν φάσεις και γκολ και εντέλει το τοπίο αναποδογύρισε τούμπα με νίκες των φιλοξενούμενων και περισσότερα “under” (δεδομένων του μειωμένου αριθμού τερμάτων από πλευράς γηπεδούχων), γεγονός που φυσικά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την 100% πληρότητα των γηπέδων της Bundesliga, διοργάνωση που τα τελευταία χρόνια, έχει ξεπεράσει παρασάγγας σε μέσο όρο εισιτηρίων την Premier League και κάθε άλλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Τελικά, η φράση για τον οπαδό “12ο παίκτη” της ομάδας μοιάζει να είναι κάτι χειροπιαστά παραπάνω από ένα απλό κλισέ…

Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΥ

Ακόμη και οι άσχετοι γνωρίζουν ότι η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου είναι το γκολ. Εντούτοις, αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο πραγματικά μαγικό, δεν είναι το γκολ, αλλά η σπανιότητα της επίτευξης του. Αυτή η εξαιρετικά χαμηλή περιοδικότητα είναι που το διαφοροποιεί από τα άλλα σπορ (με καθορισμένη χρονική διάρκεια) και το καθιστά εξαιρετικά απρόβλεπτο. Στο ποδόσφαιρο αναπαράγεται συχνότερα από οπουδήποτε αλλού ο μύθος του Δαυίδ με τον Γολιάθ. Ο αδύνατος που βγαίνει στον αγωνιστικό χώρο ως πρόβατο επί σφαγή, μπορεί να φύγει από τον χώρο της θυσίας νικητής. Και από το απρόβλεπτο της υπόθεσης είναι που αντλείται η απύθμενη ελκυστικότητά του.
Στο διάγραμμα* που ακολουθεί, απεικονίζεται ο μέσος όρος επίτευξης τερμάτων (ή της αντίστοιχης μορφής σκοραρίσματος) σε ποδόσφαιρο και όμορα σπορ. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο καταγράφεται σκορ κάθε εννέα λεπτά κατά μέσο όρο, στο ράγκμπι κάθε δωδεκάμισι και στο χόκεϊ κάθε είκοσι δύο, στο ποδόσφαιρο μια ομάδα σκοράρει κάθε μόλις εξήντα εννέα λεπτά. Με άλλα λόγια, το αντίστοιχο σκορ του ποδοσφαιρικού 1-0, για το χόκεϊ θα ήταν 3-1, το αμερικάνικο ποδόσφαιρο 23-15 και το μπάσκετ 96-87.

Έχοντας πια στη διάθεση μας (τουλάχιστον για το βρετανικό φουτμπόλ) στατιστικά δεδομένα για μια περίοδο εκατό τριάντα χρόνων, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα σημεία καμπής της πορείας του όμορφου παιχνιδιού μέσα στις δεκαετίες και να καταλήξουμε σε άκρως ενδιαφέροντες συσχετισμούς και συμπεράσματα. Και ο πιο ενδεδειγμένος, όσο και απλός τρόπος, για ένα άθλημα με «σήμα κατατεθέν» το αραιό σκοράρισμα, είναι να εξετάσουμε τον μέσο όρο των τερμάτων που επιτυγχάνονται ανά σεζόν.

Τα πρώτα χρόνια που το παιχνίδι είναι χύμα στο κύμα, χωρίς καμιά αμυντική σπουδή, σημειώνονταν πάνω από τέσσερα γκολ ανά αγώνα, αλλά γρήγορα τα πράγματα άλλαξαν καθώς οι μάνατζερ, προσαρμοζόμενοι στις επιταγές της εξέδρας (που ανέκαθεν προτιμούσε μια άδοξη νίκη από μια πλούσια σε θέαμα ήττα) υιοθέτησαν πιο συντηρητικές τακτικές. Το 1925 όμως, άλλαξε ο κανονισμός του οφσάιντ και πλέον απαιτεί δύο (αντί για τρεις που ήταν αρχικά) παίκτες ανάμεσα στον επιτιθέμενο και τη γραμμή τέρματος, κανονισμός που παίρνει την τελική του μορφή το 1990 όταν το πλεονέκτημα «στην ίδια ευθεία» δίνεται στον επιτιθέμενο.
Στην περίοδο 1925-26, αμέσως μετά την αλλαγή του κανονισμού, σημειώθηκαν 6.373 γκολ σε αγώνες πρωταθλήματος, έναντι μόλις 4.700 μόνο της προηγούμενης χρονιάς. Η επόμενη μεγάλη πτώση στην παραγωγή τερμάτων, σημειώθηκε τις πρώτες σεζόν μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, γεγονός που έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να συσχετίσουν αδόκιμα την τότε εξαετή παύση των πρωταθλημάτων λόγω του πολέμου, με το τέρμινο της καραντίνας.

Η επόμενη μεγάλη πτώση στην παραγωγή γκολ, κλιμακώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, όταν λαμβάνει χώρα η σταδιακή μεταστροφή από τα πρωτόλεια συστήματα, στους πιο σοφιστικέ, αλλά και αμυντικογενείς σχηματισμούς του 4-3-3 και του 4-4-2. Παράλληλα προς τα μέσα της δεκαετίας έχει επιτραπεί για πρώτη φορά η αντικατάσταση παίκτη, αλλά δεν υπάρχουν ακόμη κάρτες (που καθιερώθηκαν το 1976) και οι επιθετικοί δεινοπαθούν από το σκληρό παιχνίδι των αντιπάλων.

Έκτοτε οι διακυμάνσεις περιορίζονται σε λογικά πλαίσια που αποτυπώνουν μικρές επιμέρους τάσεις της κάθε σεζόν, για να φτάσουμε μέχρι τις μέρες μας που σημειώνεται ελεύθερη πτώση του αριθμού τερμάτων, με μόλις 2.1 γκολ μέσο όρο μετά την επανέναρξη της Premier, πολύ κάτω από τα 2.72 πριν τη διακοπή και τα συνολικό 2.65 στα είκοσι οκτώ χρόνια ζωής της λίγκας. Προφανώς και το δείγμα είναι ακόμα πολύ μικρό, αλλά δεν παύει να χτυπάει καμπανάκι, καθώς ταιριάζει με τις αντίστοιχες τάσεις σε Γερμανία και Ισπανία. Από την άλλη, η περεταίρω μείωση του μέσου όρου τερμάτων, θα έκανε το παιχνίδι ακόμη πιο απρόβλεπτο και συναρπαστικό, επιβεβαιώνοντας του ουδέν κακό αμιγές καλού…

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΛΟΤΗΤΑΣ

Ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία του ποδοσφαίρου είναι η απλότητα του. Για τους μαθητές, αρκεί η άκρη της αυλής, ένα στενοσόκακο ή κάποια αλάνα (παλιά) με δυο πέτρες ή σωρούς ρούχων για γκολποστ και το παιχνίδι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα για όσους μετέχουν από ένα ντέρμπυ στο ΟΑΚΑ. Για το 12χρονο αγόρι που ντριμπλάρει τον αντίπαλο και εφορμά κάθετα, κάνοντας όνειρα να γίνει ο νέος Μέσι, η συγκίνηση του παιχνιδιού σβήνει προς στιγμήν όλα τα προβλήματα (ακόμα και της φαβέλας, ή του καταυλισμού προσφύγων).

Δεν έχει καμία σημασία αν είσαι βασιλιάς ή ζητιάνος, εύρωστος ή ασθενικός, ψηλός ή μισή μερίδα ή/και με παραπανίσια κιλά (όπως πχ ο Μαραντόνα), τρεχαντήρι ή δαντελένιος, όλοι μπορούν να παίξουν, όλοι μπορούν να βρουν ρόλο, όλοι διατηρούν το δικαίωμα στο όνειρο, ανεξαρτήτως δέματος, δέρματος, κοινωνικής τάξης και πολιτικών πεποιθήσεων (όπως όλοι εξάλλου έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν τις ικανότητες τους στο στοίχημα που παραμένει πρωτίστως, ένα απλό παιχνίδι ικανότητας και γνώμης, παρά αμιγής τζόγος).

Κανένα άλλο σπορ δεν μπορεί να παιχθεί κάτω από οποιεσδήποτε σχεδόν συνθήκες και να προκαλέσει άμεσα τόση συγκίνηση. Αντίστοιχα οι κανόνες του αθλήματος, λες και αποζητούν να περιφρουρήσουν αυτή την απλότητα που καθιστά το ποδόσφαιρο μια ξεκαθαρισμένη τελετουργία, προσιτή και κατανοητή από όλους, διέπονται από μια ιερή μονολιθικότητα, καθώς έχουν παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτοι από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Και εκεί που τα πράγματα έμοιαζαν ρυθμισμένα στην εντέλεια, μας προέκυψε ξαφνικά η λαίλαπα του Covid-19, διασαλεύοντας τα πάντα σε παγκόσμιο επίπεδο και διαμορφώνοντας ένα καινοφανές ποδοσφαιρικό τοπίο με προσωρινές(;) αλλαγές που ενδέχεται να αποδειχθούν καταλυτικές. Και μπορεί η επίδραση των πρωτοκόλλων υγιεινής και συμπεριφοράς να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, η θεμελιώδης όμως αύξηση των επιτρεπόμενων αλλαγών σε πέντε, αναμένεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις και να ευνοήσει νομοτελειακά τις «πλούσιες» ομάδες με την πολυτέλεια διευρυμένων ρόστερ.
Η μεγάλη δυσκολία έγκειται στο να εκτιμηθούν οι συνέργειες που θα προκύψουν στα πλαίσια μιας ευρύτερης δέσμης ιδιαιτεροτήτων, όπως τη σύμπτυξη πολλών αγωνιστικών σε μικρό χρονικό διάστημα μετά από αγωνιστική απραξία μηνών, τον μέσο όρο ηλικίας (και όχι μόνο το βάθος) των ρόστερ, τα πρωτόκολλα ταξιδιωτικών μετακινήσεων, το ηγετικό προφίλ και τις διπλωματικές ικανότητες των προπονητών, το πλέγμα των άτυπων σχέσεων μεταξύ των παικτών, την αβεβαιότητα για το επόμενο συμβόλαιο μαζί με την αναμενόμενη «διόρθωση» των κασέ στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και τον αυξημένο εκνευρισμό που συνεπάγεται κοκ.

Εν κατακλείδι, σε έναν κόσμο που αλλάζει όλο πιο γρήγορα από όσο είμαστε σε θέση να αφομοιώσουμε, κάθε νέα συνθήκη (πόσο μάλλον με δυνητικά κατακλυσμιαίες επιδράσεις, όπως αυτή της Covid-19 εποχής), στοιχειοθετεί ένα τεστ ετοιμότητας και ευελιξίας για όλους μας – από τον Λέο Μέσι μέχρι τον Κώστα Νεμπεγλέρα που στα 45 του δεν έχει πάψει οργώνει ακόμη τα γήπεδα των μικρών κατηγοριών και από τον πιο προηγμένο τεχνολογικά μπουκμέικερ, μέχρι τον πιο φρέσκο παίκτη του στοιχήματος – καθώς όπως δεν υφίσταται στοιχείο του παιχνιδιού που να μην επηρεάζεται από τη νέα τάξη πραγμάτων, έτσι δεν υπάρχει και στοιχηματική αγορά που να μην επηρεάζεται από τον αναμενόμενο αριθμό επίτευξης τερμάτων της εκάστοτε αναμέτρησης. Και το παιχνίδι θα γίνεται ολοένα και καλύυτερο…

* Το διάγραμμα είναι από το βιβλίο “The Numbers Game” των Chris Anderson and David Sally

Maestro