Καλοκαίρι του 2007 και η Λίβερπουλ ψάχνει κάποιον ικανό, και έμπειρο, αμυντικό για το αριστερό άκρο της άμυνάς της. Οι φήμες οργιάζουν πως αυτός ο «κάποιος» θα είναι ο Γκάμπριελ Χάιντσε της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μοναδικό, και μεγάλο, πρόβλημα ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον που δε θέλει ούτε να ακούει για κάτι τέτοιο. Η Λίβερπουλ θα κάνει επίσημη πρόταση με το ποσό να είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό, ο παίκτης άλλωστε ήθελε σαν τρελός να φύγει για το Άνφιλντ, αλλά ο Σκοτσέζος προπονητής θα την απορρίψει λέγοντας στον διεθνή Αργεντινό: «Σε εκτιμώ πολύ, το ξέρεις. Μπορείς να πας σε όποια ομάδα θες, εκτός από μία. Δεν πωλείσαι στη Λίβερπουλ». Τελικά, λίγες μέρες αργότερα, ο Χάιντσε έφυγε για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Σερ Άλεξ είχε κερδίσει για μία ακόμα φορά τους «κόκκινους», έστω και εκτός γηπέδου.
Από τον αμυντικό της Λίβερπουλ, Τομ Τσόρλτον, που έφυγε απευθείας για τους «κόκκινους διαβόλους» το μακρινό 1912, οι περιπτώσεις παικτών που έκαναν κάτι ανάλογο είναι ελάχιστες. Κάτι που δείχνει την αντιπαλότητα, σε όλα τα επίπεδα, ανάμεσα σε αυτά τα δύο τεράστια ποδοσφαιρικά κλαμπ. Είναι απλό. Παίκτης της μίας ομάδας δεν πάει στην άλλη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στα χρόνια της Πρέμιερ Λιγκ δεν έχει υπάρξει καμία τέτοια μετακίνηση και οι περιπτώσεις παικτών που φόρεσαν και τις δύο φανέλες είναι μόνο δύο. Ο Μάικλ Όουεν και ο Πολ Ινς. Με τον δεύτερο θα ασχοληθούμε σήμερα.
Γεννημένος στο Ίλφορντ του ανατολικού Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του ’60, και προϊόν της φημισμένης ακαδημίας της Γουέστ Χαμ, ο Πολ Ινς δεν άργησε να προκαλέσει ντόρο γύρω από το όνομά του, εξαιτίας του μοναδικού ποδοσφαιρικού ταλέντου του, και να γίνει σε αρκετά νεαρή ηλικία, μόλις στα 18 του, μέλος της ανδρικής ομάδας των «σφυριών». Ένας πληρέστατος κεντρικός μέσος που συνδύαζε όλα αυτά που πρέπει να έχει κάποιος για να κάνει καριέρα στα δύσκολα αγγλικά γήπεδα της εποχής. Γρήγορος και δυνατός, με καλή τεχνική κατάρτιση και έφεση στο σκοράρισμα δεν άργησε να στρέψει πάνω του το βλέμμα του Σερ Άλεξ που είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει την ομάδα που θα μεγαλουργούσε, εντός και εκτός Αγγλίας, για σχεδόν 20 χρόνια. Ήταν Σεπτέμβριος του 1989 όταν η Γιουνάιτεντ «έκλεβε» τον Ινς από τη Γουέστ Χαμ με τον Φέργκιουσον να προσθέτει στον άξονά της ομάδας του, δίπλα στους πιο έμπειρους, Ρόμπσον και Γουέμπ, τον ταλαντούχο 21χρόνο φτιάχνοντας παράλληλα μια άκρως ποιοτική γραμμή.
Πριν ανακοινωθεί η μεταγραφή κι επίσημα, σε μια περίεργη αντίδραση, ο πυρήνας των φανατικών της Γουέστ Χαμ πρόλαβε να του επιτεθεί. Ο λόγος ήταν μια φωτογραφία που είχε διαρρεύσει με τον Ινς να φοράει τη φανέλα της Μάντσεστερ σε μια περίοδο που βρισκόταν σε διακοπές καθησυχάζοντας, κλασικά, την εξέδρα με δηλώσεις του τύπου: «Δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω». Η αλήθεια βέβαια ήταν άλλη. Είχε υπογράψει πολύ πριν ανακοινωθεί. Ο νεαρός είχε παραβεί έναν από τους αρχαιότερους ποδοσφαιρικούς κανόνες. Μπορείς να φύγεις από την ομάδα σου, αρκεί να μην κοροϊδέψεις τους οπαδούς. Από τότε, όσες φορές βρέθηκε αντίπαλος με τα «σφυριά», οι οπαδοί των Λονδρέζων έβρισκαν και μια νέα βρισιά για τον ίδιο. Στο γήπεδο φυσικά και δεν μπορούσε να επηρεαστεί από αυτά κάνοντας εξαιρετικές εμφανίσεις, κερδίζοντας παράλληλα ένα σωρό σπουδαία τρόπαια, με την ταμπέλα του προδότη να τον ακολουθεί για χρόνια.
Από το 1989 μέχρι και το 1995, που έφυγε στην Ιταλία για λογαριασμό της Ίντερ, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και δύο κύπελλα Αγγλίας, ένα Λιγκ Καπ και φυσικά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1991 απέναντι στην Μπαρσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, συνθέτοντας με τον καλό του φίλο, και αρχηγό της ομάδας, Μπράιαν Ρόμπσον ένα εξαιρετικό δίδυμο κεντρικών μέσων γεμάτο από ποιότητα που έδινε σιγουριά και συνέδεε άψογα την άμυνα με την επίθεση. Ο Πολ Ινς, ήταν για πολλούς ο κορυφαίος Άγγλος κεντρικός μέσος της εποχής του. Ήταν τόσο κομβικός και ηγετικός που κατάφερε να γίνει ακόμα και αρχηγός της εθνικής Αγγλίας, μόλις στα 25 του χρόνια, σε μια εποχή που υπήρχαν στην ομάδα θρυλικές μορφές. Αυτό πρωτοέγινε σε ένα τουρνουά στις ΗΠΑ. Για την ιστορία τη μέρα που φόρεσε το περιβραχιόνιο, λόγω της απουσίας του σπουδαίου Ντέιβιντ Πλατ, με αντίπαλο τις ΗΠΑ, έγινε ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής που έγινε αρχηγός της εθνικής Αγγλίας.
Την ίδια περίοδο άφησε το Ολντ Τράφορντ για το καλύτερο πρωτάθλημα της εποχής, το ιταλικό, με το ποσό να αγγίζει τις 8 εκατομμύρια λίρες. Η φυγή του από την Μάντσεστερ φυσικά και δεν είχε έρθει αναίμακτα μιας και η κόντρα που είχε ανοίξει ο Σερ Άλεξ μαζί του βρισκόταν καθημερινά στον αγγλικό Τύπο. Ο Φέργκιουσον όσο δίκαιος ήταν με τους παίκτες του για αγωνιστικά θέματα τόσο άδικος μπορούσε να γίνει μαζί τους αν ένιωθε πως κάτι τον ενοχλεί στο χαρακτήρα και στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός, ακόμα και άδικος, μαζί τους. Ποιος μπορεί άλλωστε να ξεχάσει το παπούτσι-κομήτη που ταξίδεψε λίγα χρόνια αργότερα στη στρατόσφαιρα των αποδυτηρίων του Ολντ Τράφορντ για να προσγειωθεί λίγο πιο πάνω από το μάτι, του Μπέκαμ, σε μια περίοδο που ο Άγγλος αστέρας είχε ξεπεράσει τα όρια του διάσημου ποδοσφαιριστή ανήκοντας πλέον στην παγκόσμια Ποπ κουλτούρα;
Ο Πολ Ινς ήταν ένας χαβαλετζής τύπος, υπερβολικά χαλαρός και κουλ, ένας δύσκολος σταρ για να τον ανέχεται καθημερινά κάποιος τόσο περίεργος όσο ο Φέργκιουσον. Σε μια ομιλία του μάλιστα προς τους παίκτες, πριν από αγώνα με την πάντα μισητή Λίβερπουλ, παρουσία κάμερας και μαγνητοφώνων, την ώρα που προσπαθούσε να τους εμψυχώσει δεν δίστασε να «στολίσει» τον Ινς λέγοντας πολύ σκληρά λόγια για τον πρώην ποδοσφαιριστή του χαρακτηρίζοντάς τον ακόμα και ψωνισμένο. Ήταν η σεζόν 1997-1998, η πρώτη του Ινς στο Άνφιλντ. Το βίντεο και το ηχητικό όπως ήταν λογικό έπαιξαν παντού και κατάφεραν να βρεθούν ακόμα και σε ντοκιμαντέρ με τον Ινς να ορκίζεται πως θα τιμωρήσει τον πρώην προπονητή του -που αλλού- στο γήπεδο. Την επόμενη φορά που ο Φέργκιουσον θα έβριζε τον Ινς ο διεθνής μέσος θα προκαλούσε ο ίδιος τη μήνη του πρώην προπονητή του για καθαρά όμως ποδοσφαιρικούς λόγους και όχι για τη μποέμ συμπεριφορά του εκτός των γηπέδων.
Όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, ο βασικός λόγος που άφησε το Μιλάνο για την Αγγλία, και το Λίβερπουλ, δεν ήταν καθαρά αγωνιστικός αλλά και οικογενειακός μιας και ο 5χρόνος γιος του ξεκινούσε το σχολείο και ο ίδιος ήθελε να το κάνει αυτό σε σχολείο της χώρας του. Κάπως έτσι η Λίβερπουλ δεν έχασε την ευκαιρία και τον έκανε δικό της με 4 εκατομμύρια λίρες δυναμώνοντας κι άλλο τη σούπερ παρέα εκείνων των ετών που διέπρεψε εντός των αγωνιστικών χώρων αλλά έγραψε με χρυσά γράμματα μοναδικές στιγμές και εκτός αυτών. Ήταν άλλωστε η εποχή των Spice Boys, με τους Ινς, Φάουλερ, Τζέιμι Ρέντκναπ, ΜακΜάναμαν και ΜακΑτίαρ να μονοπωλούν τα εξώφυλλα των αγγλικών ταμπλόιντς με το εν γένει στιλ τους και τον τρόπο ζωή τους. «Δεν κάναμε τίποτα παραπάνω από αυτά που έκαναν την ίδια περίοδο οι παίκτες της Άρσεναλ και της Γιουνάιτεντ» είχε δηλώσει ο ΜακΑτίαρ ξεχνώντας μάλλον πως την ίδια περίοδο ο Φάουλερ έβλεπε περισσότερο την Έμμα Μπάντον των Spice Girs παρά τους συμπαίκτες του στην προπόνηση και πως ο ίδιος φιγουράριζε σε αφίσες γυναικείων περιοδικών, πριν το κάνει ο Μπέκαμ.
Η περίοδος των Spice Boys
Την 28η αγωνιστική της σεζόν 1998-1999 όταν η Λίβερπουλ, που τερμάτισε 7η στο -25 από την κορυφή, υποδέχτηκε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που έφτασε σε ένα επικό τρεμπλ στο τέλος της χρονιάς, γράφτηκε μια ακόμα ωραία σελίδα στο βιβλίο της ζωής του Ινς. Φυσικά σε αυτά τα παιχνίδια η βαθμολογική θέση και η φόρμα πάνε πάντα περίπατο δίνοντας τη θέση τους στο πάθος για τη νίκη. Ο Πολ Ινς απ’ την άλλη είχε ακόμα έναν λόγο για να παίξει καλά και αυτός δεν ήταν άλλος από τον άνθρωπο που καθόταν στον πάγκο του αντιπάλου. Οι φιλοξενούμενοι είχαν ανοίξει το σκορ στο 22′ με κεφαλιά του Γιορκ και άγγιξαν τη νίκη στο 57′ με το πέναλτι-γκολ του Έργουιν μετά από χέρι του Κάραγκερ. Ο Ινς ήταν απολαυστικός για τους «κόκκινους» ψάχνοντας την εκδίκησή του απέναντι στον Σερ Άλεξ. Η Λίβερπουλ μείωσε το σκορ στο 70′ με πέναλτι του Ρέντκναπ και στο 90′, ο παίκτης που ήθελε όσο τίποτα ένα γκολ σε εκείνο το ματς, ο Ινς δηλαδή, σκόραρε μπροστά στο ΚΟΠ, με δυνατό σουτ, ισοφαρίζοντας για το τελικό 2-2. Αυτό που ακολούθησε δε γίνεται να περιγραφεί με λόγια. Μπορεί η σκιά του, ποιος ξέρει, να πανηγυρίζει ακόμα στο πέταλο των φανατικών των «κόκκινων». Ο σκηνοθέτης, που μάλλον λάτρευε το δράμα, σε μια σκηνοθετική στιγμή που θα ζήλευε και ο Κεν Λόουτς, την ώρα που ο σκόρερ πνιγόταν στις αγκαλιές των φίλων της Λίβερπουλ έδειχνε εναλλάξ τον Σερ Άλεξ που έπιανε αμήχανος τα γυαλιά του, έχοντας πάρει στο πρόσωπο, και κυρίως γύρω από τη μύτη, εκείνο το κόκκινο χρώμα που τον χαρακτήριζε όσα χρόνια μανούριαζε στους πάγκους. Ο Πολ Ινς είχε πάρει την εκδίκησή του.
Τελικά, ο σπουδαίος μέσος έφυγε από το Άνφιλντ στο τέλος της σεζόν για την Μίντλεσπρο κρεμώντας τα παπούτσια του το 2007 στην άσημη Μάκλσιλντ Τάουν ως παίκτης-προπονητής. Κατάφερε να γίνει με την Μπλάκμπερν ο πρώτος μαύρος προπονητής στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ και να δει τον γιο του από οπαδός της Λίβερπουλ να γίνεται -έστω και για λίγο- παίκτης της ομάδας, γεμίζοντάς τον υπερηφάνεια. Πατέρας και γιος συνεργάστηκαν, ως προπονητής ο ένας και ως παίκτης ο άλλος, τόσο στην Νοτς Κάουντι όσο και στην Μπλάκπουλ, εκεί δηλαδή που μπήκε το τέλος στην προπονητική του καριέρα το 2014. Η Λίβερπουλ αντιμετωπίζει σήμερα το απόγευμα την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε μια αναμέτρηση που περιμένει ολόκληρος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης για ένα σωρό από λόγους. Αγωνιστικούς και μη. Ο Πολ Ινς, που πλέον τα έχει βρει και με τον Σερ Άλεξ, είναι από τα ελάχιστα πρόσωπα που μπορούν να τους εξηγήσουν και στις δύο πλευρές.