Ο νόμος του Μέρφυ

Το “Γκαμπί της Βασίλισσας” είναι μια απολαυστική κινηματογραφική σειρά με αφηγηματικό άξονα το σκάκι ή μάλλον τη ζωή ενός κοριτσιού θαύμα που θριαμβεύει στα 60’s σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο: στους αγώνες μεταξύ των “γκραν μετρ” του σκακιού. Είτε αγαπάς το σκάκι είτε όχι, η πρωταγωνίστρια και το απίθανο στόρι του «αουτσάιντερ» που σαρώνει τα πάντα (και τους πάντες), σε κάνει να μη θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.

Η ίδια βέβαια, δεν θέλει να πάρει τα μάτια της πάνω από τη σκακιέρα, το πεδίο μάχης με τα 64 τετράγωνα που ξεδιπλώνει τις ιδιοφυείς τακτικές και τα στρατηγήματα της ή αν μάλλον το χοροστάσιο πάνω στις οριζόντιες και κάθετες γραμμές του οποίου, “χορεύει” τους αντιπάλους της μέχρι τελικής πτώσεως.

Ένα από τα εξαιρετικά κινηματογραφικά ευρήματα της σειράς, είναι η αναπαράσταση μίας φανταστικής σκακιέρας στο ταβάνι του δωματίου της πρωταγωνίστριας, όπου όταν ξάπλωνε είχε την ικανότητα (παιδί θαύμα γαρ) να παίζει σκάκι στο μυαλό τις και να προβάλλει “σινεμασκόπ” στο ταβάνι, παλιές και τρέχουσες παρτίδες, οργανώνοντας τις στρατηγικές της και τις κινήσεις της επόμενης μέρας.

Ο αστικός μύθος λέει ότι το σκάκι το εφηύρε ένας Ινδός σοφός, που όταν παρουσίασε το παιχνίδι στον τοπικό ηγεμόνα, εκείνος έπαθε πλάκα και του είπε πως θα του έδινε ότι του ζητούσε για να το αποκτήσει. Ο σοφός του απάντησε ότι ήθελε απλώς, τόσους κόκκους σιτάρι όσους θα μπορούσαν να χωρέσουν στα 64 τετράγωνα της σκακιέρας βάζοντας στο πρώτο έναν κόκκο, στο δεύτερο δύο, στο τρίτο τέσσερις, στο τέταρτο οκτώ κοκ.

Ο ηγεμόνας θεώρησε το αίτημα πιο εύκολο και από άσσο της Μπαρτσελόνα κόντρα στη Βομβάη Σίτι, αλλά φαντάζεστε την έκπληξη του όταν ο θησαυροφύλακας έσπευσε να τον πληροφορήσει ότι όχι μόνο όλο το σιτάρι της χώρας του, αλλά ακόμη και όλων των γύρω ηγεμονιών να συγκέντρωνε, δεν θα έφθανε για να ικανοποιήσει το αίτημα του σκακιστή, καθώς το σύνολο ανερχόταν σε 977.677.436.907 τόνους σιταριού…

Κάτι τέτοια σκεφτόμουν καθώς παρακολουθούσα τον χθεσινό επικό προημιτελικό του Παγκοσμίου πρωταθλήματος Σνούκερ, και τα βλέμματα των παικτών να προβάλλουν στην οθόνη του μυαλού τους και να υπολογίζουν σε λίγα δευτερόλεπτα, δεκάδες σενάρια επόμενων κινήσεων, λίγο πολύ όπως έκανε και η Μπεθ Χάρμον, έστω με λιγότερο καθηλωτική σκηνοθεσία και αναπόφευκτα, πολύ  λιγότερο μπρίο και γοητεία.

Ο αστικός μύθος λέει ότι τo snooker γεννήθηκε και αυτό στην Ινδία, μια βροχερή μέρα του 1875 στο Τζαμπαλπόρ, όταν οι Εγγλέζοι αξιωματικοί του τάγματος του Ντεβονσάιρ, πάνω στη γενική μονοτονία και αφού βαρέθηκαν να μαλώνουν αν θα έπρεπε να παίξουν “άσσο” ή “διπλό” το Έξετερ-Πλίμουθ, άρχισαν να πειραματίζονται προσθέτοντας διάφορες χρωματιστές μπάλες πάνω στο κλασσικό τραπέζι του παραδοσιακού μπιλιάρδου, λανσάροντας μια πρώιμη μορφή του σνούκερ.

Γιατί στο σνούκερ ο παίκτης καλείται μεν να «καθαρίσει» το τραπέζι βάζοντας όλες τις μπάλες (15 κόκκινες και 6 χρωματιστές) στις έξι τρύπες, αλλά ταυτόχρονα ικανοποιώντας τη συνθήκη κόκκινη-έγχρωμη, κόκκινη-έγχρωμη κοκ. Με άλλα λόγια, το κλειδί του παιχνιδιού, δεν είναι να βάλεις τη μπάλα στην τρύπα, αλλά να σχεδιάσεις με επιτυχή εκτέλεση το που θα καταλήξει η άσπρη μπάλα, ώστε να έχεις ευνοϊκή θέση για την επόμενη στεκιά και να παρατείνεις στο μέγιστο βαθμό, τη σειρά αλληλουχίας «κόκκινη-έγχρωμη»…

Όσοι λοιπόν βιάστηκαν (σαν Ινδοί ηγεμόνες) να απαξιώσουν ελιτιστικά τον αδόκητο παραλληλισμό του σκάκι με το σνούκερ, αρκεί να αναλογιστούν το πόσοι συνδυασμοί κινήσεων αναλογούν σε μια απλή παρτίδα σνούκερ και πόσο τροχισμένη μαθηματική σκέψη και γνώσεις εφαρμοσμένης φυσικής απαιτούνται για να σκεφτείς μπροστά και να μπορείς να υπολογίσεις την αλληλουχία κινήσεων που θα χρειαστούν για να εξουδετερώσεις τον αντίπαλο.

Λένε πως έχει υπολογιστεί ότι ένας ικανός σκακιστής είναι σε θέση να αναλύει τέσσερις κινήσεις το λεπτό. Δεν ξέρω τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί για το σνούκερ, αλλά αν κάνεις τον κόπο να παρακολουθήσεις δυο, τρία “frame” (παρτίδες) υψηλού επιπέδου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμφωνήσεις ότι ένας έμπειρος παίκτης, είναι «υποχρεωμένος» να αναλύει και να προβάλει διψήφιο αριθμό δυνητικών κινήσεων για να καθορίσει αυτός (εφόσον εκτελέσει με ακρίβεια) τον ρου της παρτίδας.

Είτε αγαπάς το σνούκερ, είτε όχι οι αγώνες του φετινού “Μουντιάλ του Σνούκερ” θα σε παρασύρουν να δεις δέκα “frame” σερί, θυμίζοντας σου ότι τα πιο γοητευτικά σπορ είναι αυτά που πολλές φορές οι άλλοι βιάζονται να τα χαρακτηρίσουν «κατώτερα» και (στην καλύτερη) μη σοφιστικέ έως περιθωριακά. Γιατί παρακολουθούμε ένα φανταστικό τουρνουά με αναμετρήσεις θρίλερ και τεράστιες εκπλήξεις και ανατροπές.

Το πρώτο μεγάλο σοκ ήταν ο αποκλεισμός στο δεύτερο γύρο του τεράστιου Ρόνι Ο’Σάλιβαν, ο οποίος μπορεί να είναι (και να παραμένει) ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών, αλλά παράλληλα παραμένει το ίδιο άστατος (εντός και εκτός τραπεζιού) και ανυπόμονος και είχε την ατυχία να κληρωθεί με έναν «μονότονο» παίκτη (Μαγκίλ) ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις μεταπτώσεις του Ρόνι για να τον κερδίσει 13-12 και φυσικά να αποκλειστεί και ο ίδιος στον επόμενο γύρο…

Το καλύτερο όμως παιχνίδι του τουρνουά αποδείχθηκε ο τελευταίος προημιτελικός (υπό την επήρεια του οποίου γράφτηκαν και αυτές οι γραμμές) μεταξύ του πρώτου “Outright” φαβορί της διοργάνωσης Τζουντ Τραμπ και του χαρισματικού Σον Μέρφι, ο οποίος παρότι την τελευταία πενταετία υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτικά στην αφάνεια, παραμένει ένας πραγματικός “magician” (όπως είναι το παρατσούκλι του) κερδίζοντας με 13-11 τον Τραμπ, επαληθεύοντας απόδοση 3,75 (!)

Εντούτοις, φαίνεται να πέφτει μέσα ο περίφημος Πετράν που τις προάλλες μας ορμήνευε να προσέξουμε τον Μαρκ Σέλμπι καθώς αρέσκεται στα μακρόσυρτα παιχνίδια που γίνονται στο Σέφιλντ ενώ διαθέτει την τεχνογνωσία και το μέταλλο, καθώς έχει στεφθεί ήδη τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Σέλμπι είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί, τόσο του σημερινού πρώτου ημιτελικού, όσο και να σηκώσει και την κούπα – εκτός βέβαια εάν έχει διαφορετική γνώμη ο Σον Μέρφι, ο “magician”…

Maestro