«Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να παίξω ποδόσφαιρο και φυσικά σε καμία περίπτωση ο χιονιάς. Η κακοκαιρία δεν μας πτοεί καθόλου, το μόνο που μπορούν να πετύχουν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το χιόνι είναι να κάνουν το παιχνίδι πιο ενδιαφέρον»
O Ιβάν είναι 14 χρονών και ζει στο μακρινό και παγωμένο Μουρμάνσκ, στο βορειοδυτικό άκρο της Ρωσίας, το πιο μεγάλο λιμάνι πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Η πόλη είναι χτισμένη βαθιά μέσα σ ένα φυσικό κανάλι, απόληξη ποταμού με έξοδό του στον Αρκτικό ωκεανό – τα ρεύματα όμως και η ροή του ποταμού, η μεγάλη μαρέα, συντελούν ώστε το χειμώνα να μην παγώνει και να είναι πάντα ανοιχτό παρά το μεγάλο γεωγραφικό πλάτος.
Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές. Το χειμώνα οι νύχτες είναι λευκές και ο ήλιος μόλις και μετά βίας ανατέλλει για λίγες ώρες. Στην πραγματικότητα σκορπίζει ένα ασθενικό, σχεδόν γκρίζο φως για μόλις τρεις ώρες, προτού το σκοτάδι απλώσει ξανά τα δίχτυα του παντού. Από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Μάιο τα πάντα είναι σκεπασμένα με χιόνι.
Το θερμόμετρο δείχνει -15 °C. Ο Ιβάν καραδοκεί για να βγει στην πλάτη του αμυντικού, μόλις βρεθεί έστω και «μισή» ευκαιρία. Έχει βάλει στο στόμα του μία μπάλα χιόνι. Είναι το «τρικ» ώστε η ανάσα του να μην εξαχνώνεται στον παγωμένο αέρα και να προδώσει τη θέση και την κίνηση του.
«Θα ήθελα να μπορούσα να πάω στην Ισπανία που έχει καλύτερο καιρό και τα γήπεδα είναι πράσινα. Δεν θα έχανα όμως με τίποτα το χειμωνιάτικο φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο στην περιοχή μας.
Όταν παίζεις στο χιόνι είναι πιο δύσκολο να ντριμπλάρεις με την μπάλα, αλλά στον αντίποδα αυτή η δυσκολία με βοηθάει να βελτιώσω το κοντρόλ μου και την τεχνική μου κατάρτιση μακροπρόθεσμα. Και η βελτίωση φαίνεται ανάγλυφη όταν έρθει ο καιρός να ξαναπαίξω στο γρασίδι.
Αν θέλεις πραγματικά να παίξεις το παιχνίδι, τότε θα τα καταφέρεις όποτε και όσο θέλεις, όσο αντίξοες και να είναι οι συνθήκες. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να βγω να παίξω ποδόσφαιρο.»
Δεν ξέρω κατά πόσο έχει να κάνει με την ανυπέρβλητη μενταλιτέ του (κάθε) μικρού Ιβάν, αλλά η Ρωσία είναι η μοναδική χώρα με τόσο βαρύ χειμώνα, που πέραν μιας σκάρτα δίμηνης διακοπής τον Ιανουάριο, συνεχίζει να παίζει κανονικά μπάλα, συμβαδίζοντας με το καλεντάρι της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρωταθλήματα όλων των Σκανδιναβικών αλλά και των Βαλτικών χωρών, έχουν υιοθετήσει το “format” Άνοιξη – Φθινόπωρο, ξεκινάνε δηλαδή να παίζουν ποδόσφαιρο τον Απρίλιο και σταματούν Οκτώβριο. Οι Ρώσοι όμως συνεχίζουν απτόητοι, όπως εξάλλου και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είναι συνηθισμένες να παίζουν σε χιονισμένα γήπεδα, με την κακοκαιρία να καθιστά απλώς τις χειμερινές αναμετρήσεις κατάτι πιο “under” από ότι συνήθως.
Ανήκω σε μια γενιά που έμαθε γεωγραφία από τα ταξίδια των ελληνικών ομάδων στα κύπελλα Ευρώπης και τα ποιήματα του Καββαδία. Όσο βέβαια περνούν τα χρόνια, το ποδόσφαιρο έχει χάσει το γεωγραφικό του στίγμα, σαν φορέας κουλτούρας, εμφορούμενος από τα τοπικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και των ανθρώπων της (δηλαδή των ποδοσφαιριστών της).
Διαβάζοντας όμως την ιστορία του μικρού Ιβάν την ώρα που προσπαθούσα να ξαποστάσω και να στεγνώσω μετά από τον πρώτο ποδοσφαιρικό αγώνα στο χιόνι με τους γιούς μου, με τα κόκκαλα μου να πονάνε από το κρύο και την ατζαμοσύνη, μου ήρθαν κατά νου εκείνοι οι στίχοι του Κώστα Ουράνη για τα φορτηγά καράβια. Και σημειώνω την επόμενη φορά, να μην ξεχάσω να βάλω στο στόμα του μία μπάλα χιόνι, μήπως καταφέρω να βάλω κι εγώ κανένα γκολ…
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ΄ακρολίμανα δεμένα.
Τα φορτηγά καράβια: που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
-απ᾿ του Μουρμάνσκ τη παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Ἀμαζόνα τα τενάγη.
Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
μ᾿ υπομονή κι αγάπη -για τα εγγόνια του
(είτε γι΄ αυτούς;-) μικρά φτιάχνουν καράβια,
και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
και, άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.