Η ποδοσφαιρική λύτρωση της Ζάμπιας

Το Κύπελλο Εθνών της Αφρικής, αυτή η περίεργη διοργάνωση που μπορεί να αντιμετωπίζει θεματάκια στον τομέα της οργάνωσης αλλά με τη διαφορετικότητα της προσφέρει μερικές υπέροχες ιστορίες που δύσκολα συναντάς στο ευρωπαικό ποδόσφαιρο, έφτασε στη φάση των νοκ άουτ. Το πρώτο παιχνίδι αυτής της φάσης, μεταξύ Μπουρκίνα Φάσο και Γκαμπόν, χρειάστηκε 18 εκτελέσεις πέναλτι για να κριθεί, μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη που στην Αφρική δεν είναι και τόσο σπάνια. Στα τελευταία 40 χρόνια, οι μισοί σχεδόν τελικοί του τουρνουά έφτασαν ως τα πέναλτι και σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις οι παίκτες των δυο φιναλίστ χρειάστηκε να πάνε κάμποσες φορές ως την άσπρη βούλα, με πιο αξιοπρόσεκτη αυτή του 1992, όταν Ακτή Ελεφαντοστού και Γκάνα βάρεσαν 24 πέναλτι μέχρι να βρεθεί ο νικητής. Με έναν τέτοιο τρόπο κρίθηκε και ο τίτλος του 2012 σε μια από τις μεγάλες εκπλήξεις του θεσμού και μια από τις πιο ωραίες ιστορίες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Ιανουάριος 2012. Στη Γκαμπόν και την Ισημερινή Γουινέα ξεκινάει το 28ο Κύπελλο Εθνών της Αφρικής, με μεγάλα φαβορί την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Γκάνα και τη Σενεγάλη. Ανάμεσα στις μη υπολογίσιμες δυνάμεις, υπάρχει και η Ζάμπια, μια όχι και τόσο μεγάλη χώρα από τα νότια της ηπείρου, που δεν ανήκει στην ποδοσφαιρική ελίτ της Αφρικής. Οι “τσιπολοπόλο” (δηλαδή οι χάλκινες σφαίρες), όπως είναι το παρατσούκλι τους, δεν έχουν προκριθεί ποτέ σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και οι μεγαλύτερες στιγμές τους είναι δυο αποτυχημένες παρουσίες σε αφρικανικούς τελικούς, το 1974 και το 1994.

Στον πάγκο της Ζάμπιας κάθεται μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του αφρικάνικου ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής. Ο Ερβέ Ρενάρ, ένας 44χρονος Γάλλος που ξεχωρίζει εύκολα με την παρουσία του. Ψηλός, ξανθός με ιδιαίτερη αγάπη στα τζιν παντελόνια και τα κολλητά λευκά πουκάμισα, τα οποία φαίνεται να μην αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ. Ένας άνθρωπος που αργότερα θα γινόταν φίρμα σε όλη την ήπειρο αλλά τότε ήταν ακόμα ένας άσημος Ευρωπαίος που έψαχνε τη γη της Επαγγελίας του, όπου θα ζούσε μια καλύτερη ζωή από αυτή που είχε στη Γαλλία. “Όταν ξεκίνησα την προπονητική μου καριέρα είχα παράλληλα και μια μικρή εταιρεία καθαρισμού κτιρίων. Για πέντε μέρες την εβδομάδα ξυπνούσα στις 3 το βράδυ και ξεκινούσα τη γύρα για να καθαρίσω εισόδους, να αδειάσω τους κάδους κι όλα τα σχετικά. Ήταν μια ζόρικη περίοδος.”

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά του Ρενάρ στη Ζάμπια. Είχε προηγηθεί μια θητεία δυο χρόνων την περίοδο 2008-2010 που ολοκληρώθηκε με την ομάδα να φτάνει μέχρι τα προημιτελικά του Κυπέλλου Εθνών της Αφρικής, μια πορεία που κρίθηκε επιτυχημένη, ειδικά αν σκεφτούμε ότι όταν ανακοινώθηκε η πρόσληψη του οι περισσότεροι στη χώρα πίστευαν ότι είναι γυμναστής! Ακολουθεί η διήγηση του: “Πριν από τη Ζάμπια ήμουν στην Γκάνα και εκεί για κάποιο λόγο ο τίτλος που μου είχαν κολλήσει ήταν ‘γυμναστής’, κάτι που δεν ίσχυε, καθώς προπονώ ομάδες από το 2000. Επειδή όμως ήμουν νέος, δεν ήθελα να το κάνω θέμα. Στην ουσία πάντως ήμουν βοηθός προπονητή. Όταν ανέλαβα τη Ζάμπια, ο τίτλος αυτός ήρθε πάλι στο προσκήνιο και στην πρώτη συνέντευξη τύπου κάποιος αναρωτήθηκε «πώς ένας γυμναστής μπορεί να προπονήσει μια εθνική ομάδα;». Προφανώς και ενοχλήθηκα αρκετά αλλά αυτό μου έδωσε εξτρά κίνητρο για να αποδείξω σε όλους ότι είμαι κανονικός προπονητής.”

Με τον Ρενάρ στον πάγκο και αρχηγό τον Κρίστοφερ Κατόνγκο, που ένα χρόνο πριν αγωνιζόταν στη Σούπερ Λιγκ με τη φανέλα της Ξάνθης, η Ζάμπια ξεκίνησε τη διοργάνωση με μια νίκη-έκπληξη απέναντι στην ισχυρή Σενεγάλη των Ντεμπά Μπα, Παπίς Σισέ, Μαμαντού Νιάνγκ και του δικού μας γνώριμου, Νταμ Ν’Ντόι και τελικά τερμάτισε πρώτη στον όμιλο της, με δυο νίκες και μια ισοπαλία. Με αυτόν τον τρόπο έφτανε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στα προημιτελικά, την ώρα που στις προηγούμενες έξι διοργανώσεις δεν είχε περάσει ποτέ την πρώτη φάση. Μια εύκολη επικράτηση επί του Σουδάν με 3-0 την έφερε στους ‘4’, εκεί που θα αντιμετώπιζε ένα από τα μεγάλα φαβορί, τη Γκάνα των τεσσάρων κατακτήσεων έως τότε.

“Το πρωί πριν από κάθε αγώνα κάναμε μια μικρή προπόνηση και κάθε φορά υπήρχε κάποιος που ξεκινούσε να χορεύει” θυμάται ο Ρενάρ. “Τότε ακολουθούσε όλη η ομάδα. Βάζαμε μουσική και χορεύαμε. Κάθε φορά. Με αυτόν τον τρόπο ξεφεύγαμε και δεν σκεφτόμασταν τον αγώνα. Έτσι χαλαρώναμε. Η ομάδα ήταν πολύ δεμένη. Ήταν ομάδα στα πάντα. Απολάμβαναν την παρέα ο ένας με τον άλλον. Μετά το βραδινό έκαναν παρέα όλοι μαζί, προσεύχονταν όλοι μαζί. Δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα εγώ για να τους φέρω πιο κοντά ή να τους παρακινήσω.”

Μια από τις πιο κλισέ φράσεις του ποδοσφαίρου λέει ότι κάποιες φορές είναι πιο σημαντικό να έχεις ένα δεμένο και οργανωμένο σύνολο απ’ότι να έχεις κάποιες πολύ καλές μονάδες και αυτό αποδείχτηκε και σε εκείνον τον ημιτελικό. Ένα γκολ του 21χρονου Εμάνουελ Μαγιούκα λίγο πριν το τέλος του αγώνα αποδείχτηκε αρκετό για να κάνει η Ζάμπια μια ακόμα έκπληξη και να πετάξει εκτός διοργάνωσης τη Γκάνα, μια ομάδα που βρισκόταν σχεδόν 50 θέσεις πιο ψηλά στην κατάταξη της ΦΙΦΑ. Η Ζάμπια ήταν πλέον ένα 90λεπτο μακριά από τον πρώτο της τίτλο και ο κόσμος στη Λουσάκα και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας ξεχύθηκε στους δρόμους.

Το τελευταίο εμπόδιο όμως μόνο εύκολο δεν ήταν. Σύμφωνα με τον Ρενάρ: “Αν ξεκινούσες να διαβάζεις τα ονόματα των παικτών τους, μετά δεν ήθελες να κατέβεις να παίξεις. Θα προτιμούσες να ακυρωθεί το παιχνίδι. Μιλάμε για παίκτες που τους έβλεπες στην τηλεόραση κάθε εβδομάδα. Αλλά εκπροσωπούσαμε μια χώρα, έπρεπε να κατέβουμε και εκτός αυτού και με τη Γκάνα πάλι στην ίδια μειονεκτική θέση ήμασταν.” Η Ακτή Ελεφαντοστού δεν ήταν απλά η καλύτερη εθνική της ηπείρου εκείνη την εποχή και μια ομάδα που δεν είχε δεχτεί ούτε ένα γκολ σε εκείνο το τουρνουά. Ήταν ένα σύνολο γεμάτο σταρ και γνωστούς παίκτες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Ντροκγμπά, τα αδέρφια Τουρέ, ο Καλού, ο Ζερβίνιο, ο Τιοτέ και ο Ζοκορά, που ταυτόχρονα ήταν πολύ διψασμένοι για μια μεγάλη επιτυχία, αφού δεν είχαν καταφέρει έως τότε να κερδίσουν τίποτα με το εθνόσημο. Το 2006 έφτασαν στον τελικό και έχασαν το τρόπαιο στα πέναλτι ενώ το 2008 πλησίασαν ξανά αλλά αποκλείστηκαν στα ημιτελικά από την Αίγυπτο. Για κάποιους από τους παίκτες εκείνης της χρυσής φουρνιάς, όπως ο 34χρονος τότε Ντιντιέ Ντρογκμπά, οι ευκαιρίες σιγά-σιγά τελειώναν. Αυτός ο τελικός δεν έπρεπε να χαθεί.

Αν όμως οι παίκτες της Ακτής είχαν αγωνιστικά κίνητρα, οι αντίπαλοι τους είχαν κάτι παραπάνω. Μέχρι τότε η ομάδα του Ρενέρ είχε δώσει όλα της τα παιχνίδια στην Ισημερινή Γουινέα αλλά η μοίρα το έφερε έτσι που ο τελικός ήταν προγραμματισμένος να διεξαχθεί στην πρωτεύουσα της Γκαμπόν, τη Λιμπρεβίλ. Για αρκετά χρόνια και μόνο το όνομα της Γκαμπόν θεωρούνταν καταραμένο στη Ζάμπια και ο λόγος σχετιζόταν με το ποδόσφαιρο.

Ήταν 27 Απριλίου 1993 όταν ένα αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας της Ζάμπιας έπεσε στον Ατλαντικό Ωκεανό, 500 μόλις μέτρα μακριά από την παραλία της Λιμπρεβίλ. Το αεροσκάφος είχε μόλις απογειωθεί από το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και μέσα του βρισκόταν όλη η αποστολή της εθνικής ομάδας που την επόμενη θα αντιμετώπιζε αυτή της Σενεγάλης. Τριάντα άνθρωποι πέθαναν εκείνη τη μέρα, ανάμεσα τους 18 παίκτες, τα μέλη του τεχνικού τιμ και ο πρόεδρος της ΠΟ της χώρας. Μια από τις καλύτερες ποδοσφαιρικές φουρνιές της Ζάμπιας, που όλοι πίστευαν πως θα κατάφερνε επιτέλους να προκριθεί σε ένα Μουντιάλ, χάθηκε σε μια στιγμή. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο επιθετικός και αρχηγός, Καλούσα Μπουάλια, που επειδή αγωνιζόταν στην Ολλανδία και την PSV, πήρε άλλο αεροπλάνο και θα συναντιόταν με την υπόλοιπη αποστολή στη Σενεγάλη.

Μια μέρα πριν τον τελικό η αποστολή της Ζάμπιας επισκέφτηκε την παραλία δίπλα στην οποία έπεσε το αεροπλάνο. Μπροστά με το κουστούμι είναι ο πρόεδρος της ΠΟ, Καλούσα Μπουάλια

Τα επόμενα χρόνια ο Μπουάλια έγινε αρχικά προπονητής της εθνικής και μετά πρόεδρος της ΠΟ και απέκτησε πολύ κομβικό ρόλο στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου της χώρας. Με πρόεδρο έναν άνθρωπο που σε εκείνο το μέρος έχασε όλους τους συμπαίκτες του και με τον αγώνα να διεξάγεται σε ένα γήπεδο ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από το σημείο του δυστυχήματος, ο τελικός αυτός ήταν αναμενόμενα κάτι πολύ παραπάνω από ένα παιχνίδι για μια ολόκληρη χώρα. Η δήλωση “δεν παίζουμε μόνο για εμάς και για όλους τους κατοίκους της χώρας μας, παίζουμε και για εκείνους που χάθηκαν εδώ το 1993, γι’αυτό θα δώσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε” ακούστηκε εκείνες τις μέρες αρκετές φορές σε διάφορες παραλλαγές από τους παίκτες και τον προπονητή της Ζάμπιας. Και πράγματι έδωσαν.

Σε έναν κλειστό τελικό που η κανονική του διάρκεια σημαδεύτηκε από ένα χαμένο πέναλτι του Ντρογκμπά (που ήταν ένας εκ των μοιραίων και στα πέναλτι του τελικού του 2006), οι παίκτες του Ρενάρ κράτησαν την Ακτή Ελεφαντοστού στο 0-0 και οδήγησαν τον αγώνα στα πέναλτι. Τιμώντας την αφρικάνικη παράδοση που αναφέραμε στον πρόλογο, οι πρώτες πεντάδες των εκτελεστών δεν έβγαλαν νικητή, αφού κανένας τους δεν αστόχησε, κι έτσι η διαδικασία συνεχίστηκε με την κλασική δομή του “όποιος το χάσει τώρα, χάθηκε”. Ο Κόλο Τουρέ τη γλίτωσε φτηνά, καθώς το χαμένο πέναλτι του δεν αποδείχτηκε καταστροφικό αφού ο Ρέινφορντ Καλάμπα αστόχησε κι αυτός, ο Ζερβίνιο όμως που ακολούθησε πιστά τη σειρά των αστοχίων δεν είχε την ίδια τύχη.

Με τους συμπαίκτες του γονατισμένους και αγκαλιασμένους στο κέντρο να σιγουτραγουδάνε κάποιο παραδοσιακό τραγούδι της χώρας, ο σέντερ μπακ της Ζάμπιας, Στοπίλα Σούνζου, δεν αστόχησε. Έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα, χάρισε στην εθνική του το πρώτο τρόπαιο της ιστορίας της, έκανε φίρμα σε όλη την Αφρική τον Ερβέ Ρενάρ, που τρία χρόνια μετά θα επαναλαμβάνε το θρίαμβο, αυτή τη φορά με τη χαμένη εκείνης της ημέρας, Ακτή Ελεφαντοστού, και λύτρωσε ποδοσφαιρικά με τον πιο ωραίο και συμβολικό τρόπο μια ολόκληρη χώρα που κατά βάθος δεν είχε σταματήσει ως τότε να πενθεί τα ταλέντα που χάθηκαν σε εκείνη τη μοιραία πτήση.

Λίγα χρόνια μετά, αυτή η πορεία από την τραγωδία ως το θρίαμβο στο ίδιο ακριβώς μέρος αποτυπώθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο ‘Eighteam’, μια λέξη που προκύπτει από το γεγονός ότι η Ζάμπια κατέκτησε τον τίτλο μετά από 18 πέναλτι, 18 χρόνια μετά το δυστύχημα στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 18 ποδοσφαιριστές της.