Αν κοιτάξει κάποιος τη βαθμολογία του ισπανικού πρωταθλήματος, ένα από τα πρώτα σημεία που θα ξεχωρίσει (μετά από τη θέση στην οποία βρίσκεται η Μπαρτσελόνα) είναι η μέχρι τώρα επιτυχία της πόλης της Σεβίλλης. Τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος του πρώτου γύρου, στη 2η θέση βρίσκεται η Σεβίλλη και μια θέση πιο κάτω συναντάμε τη Μπέτις. Αν για τους κόκκινους της πόλης μια τέτοια θέση δεν είναι και καμιά τρομερή έκπληξη, αφού τα τελευταία χρόνια η ομάδα του Μόντσι εμφανίζεται πολύ ανταγωνιστική εντός και εκτός συνόρων, για τους πράσινους θεωρείται ήδη μια μεγάλη υπέρβαση. Πίσω από αυτό το θεαματικό ξεκίνημα των ‘μπετικος’ κρύβεται ένας προπονητής που αν και αναγνωρισμένος σε κάποιο βαθμό, μπορείς εύκολα να τον αποκαλέσεις και λίγο υποτιμημένο.
Όλη αυτή η κουβέντα για την αξία του πιθανόν να μη γινόταν ποτέ αν η μοίρα δεν έφερνε κάποτε στο δρόμο του τον Φερνάντο Ριέρα. Ο προπονητής που οδήγησε τη Χιλή στην 3η θέση στο Μουντιάλ του 1962 ανέλαβε στα τέλη των 70s τον πάγκο της Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε, στην οποία αγωνιζόταν τότε ο Μανουέλ Πελεγκρίνι. Εκείνη την εποχή ο υψηλόσωμος σέντερ μπακ είχε σχεδιάσει προσεκτικά το μέλλον του. Με το που ολοκλήρωνε την καριέρα του θα αφοσιωνόταν στην μικρή κατασκευαστική εταιρεία που είχε δημιουργήσει χάρη στους μισθούς από το ποδόσφαιρο. Με αυτόν τον τρόπο και καλυμμένος οικονομικά θα ήταν και θα εξασκούσε το επάγγελμα για το οποίο είχε σπουδάσει. H συναναστροφή με τον Ριέρα, οι κουβέντες τους και ο τρόπος δουλειάς και σκέψης του φημισμένου Χιλιανού τεχνικού τα άλλαξε όλα.
Όταν έφτασε η μέρα της απόσυρσης, ο Πελεγκρίνι έβαλε στην άκρη το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού και ξεκίνησε μαθήματα προπονητικής. “Δεν μπορώ να πω ότι οι γονείς μου ήταν πολύ χαρούμενοι με την απόφαση αυτή. Θεωρούσαν πως ήταν χάσιμο χρόνο και μεγάλο λάθος το να παρατήσω μια σημαντική καριέρα σαν μηχανικός για να ασχοληθώ κι άλλο με το ποδόσφαιρο. Για μένα ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα στη ζωή μου. Ξέρω ότι είχε πολλά ρίσκα, αφού η προπονητική στη Χιλή πολύ δύσκολα θα μου έδινε τα ίδια λεφτά που θα κέρδιζα ως μηχανικός, αλλά ήθελα τόσο πολύ να δουλέψω πάνω σε κάτι που μου αρέσει που δεν φοβήθηκα να τα πάρω”.
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, πρώτα ήρθαν οι αποτυχίες και αμφισβήτηση για το αν πράγματι έκανες τη σωστή επιλογή. Η πρώτη δουλειά του ήταν και η αναμενόμενη. Ανέλαβε την Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε, τη φανέλα της οποίας είχε φορέσει για 14 χρόνια. Η χαρά του νέου πόστου δεν κράτησε και πολύ. “Ο σύλλογος ήταν σε κακή κατάσταση οργανωτικά και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Εκτός αυτών, έκανα το λάθος κάπου στη μέση της σεζόν να φύγω για ένα μήνα στην Αγγλία, για να ολοκληρώσω κάποια μαθήματα προπονητικής, και να αφήσω μόνο του τον βοηθό μου. Στο τέλος της χρονιάς υποβιβαστήκαμε κυριολεκτικά στο όριο. Όχι για ένα βαθμό, αλλά για ένα γκολ.”
Το να ξεκινάς μια προπονητική καριέρα με υποβιβασμό, και μάλιστα τον πρώτο υποβιβασμό στην ιστορία μιας ομάδας, δεν αφήνει και πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Ο Πελεγκρίνι όμως δεν ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο γρήγορα. Μέσα στην πρώτη 15ετια της προπονητικής του καριέρας βρέθηκε στον πάγκο 7 ομάδων σε 3 διαφορετικές χώρες στη Ν. Αμερική, μια πορεία που σίγουρα βοήθησε στο να ωριμάσει και να εξελιχθεί ως τεχνικός. Η πετυχημένη διετία του στην Αργεντινή (πρώτα πρωτάθλημα με τη Σαν Λορένσο και μετά πρωτάθλημα με τη Ρίβερ), ήταν καταλυτική στο να ακουστεί για πρώτη φορά το όνομα του και πέρα από τον Ατλαντικό, εκεί δηλαδή που στόχευε να βρεθεί από την πρώτη μέρα και ο ίδιος.
Ήταν Ιούλιος του 2004 όταν η Βιγιαρεάλ ανακοίνωνε την έναρξη της συνεργασίας της με τον Μανουέλ Πελεγκρίνι, που για χάρη της λίγες εβδομάδες πριν είχε πει όχι σε ένα πολύ δελεαστικό συμβόλαιο από το Μεξικό. Μια ακόμα απόφαση που γρήγορα θα αποδεικνυόταν κομβική για το μέλλον του. “Πήγα σε ένα εκπληκτικό σύλλογο με εξαιρετική οργάνωση αλλά αν έλεγα τότε σε κάποιον ότι μέσα σε 5 χρόνια θα τερματίζαμε 2οι στο πρωτάθλημα, θα βγαίναμε στην Ευρώπη κάθε χρόνο και θα φτάναμε στα ημιτελικά του CL, λογικά θα με κλείνανε σε κάποιο ψυχιατρείο”.
Ο Χιλιανός παρέλαβε μια ομάδα που προσπαθούσε ακόμα να καθιερωθεί στην πρώτη κατηγορία (είχε τερματίσει 8η την προηγούμενη σεζόν και 15η πιο πριν) και από τον πρώτο κιόλας χρόνο την έφερε στην 3η θέση της βαθμολογίας, την ψηλότερη που είχε βρεθεί ποτέ ως τότε. Την επόμενη χρονιά η πορεία προς ένα ευρωπαικό τρόπαιο διακόπηκε άσχημα, με το ιστορικό εκείνο χαμένο πέναλτι του Ρικέλμε στον ημιτελικό, αλλά πρόλαβε να βάλει το ‘κίτρινο υποβρύχιο’ και τη φουρνιά εκείνη των ταλαντούχων παικτών του, όπως ο Ρικέλμε, ο Φορλάν, ο Σένα, στην καρδιά αρκετών ουδέτερων φιλάθλων.
Με παράσημο τη χρυσή πενταετία στο Μαδριγάλ, ο Πελεγκρίνι μετακόμισε το 2009 στη Μαδρίτη για χάρη της Ρεάλ σε μια χρονιά που αποτελεί περίεργη παρένθεση στην καριέρα του. Παρά τα εσωτερικά εμπόδια που συνάντησε (“Η φωνή μου δεν ακουγόταν ιδιαίτερα εκεί. Αγόραζαν τους καλύτερους παίκτες αλλά όχι τους παίκτες που πραγματικά χρειαζόμασταν και πουλούσαν παίκτες που προσωπικά τους θεωρούσα σημαντικούς. Δεν είναι καλό να έχεις μια ορχήστρα με 10 κορυφαίους κιθαρίστες αν δεν έχεις κανένα πιανίστα. Όσο καλοί κι αν είναι στην κιθάρα, αν τους ζητήσεις να παίξουν στο πιάνο δεν θα αποδώσουν το ίδιο καλά.”) οι Μαδριλένοι έκαναν μια τρομερή σεζόν, έφτασαν τους 96 πόντους (συγκομιδή ρεκόρ για το σύλλογο έως τότε) και είχαν την καλύτερη επίθεση στην Ισπανία με 102 γκολ αλλά δεν κατάφεραν να σηκώσουν τον τίτλο αφού είχαν απέναντι τους την ασταμάτητη τότε Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα.
Για λόγους που ποτέ δεν έγιναν ποτέ πλήρως αντιληπτοί (σύμφωνα με όσα ακούστηκαν, ο Πέρεθ δεν ήθελε με τίποτα να χάσει την ευκαιρία να κλείσει τον πρωταθλητή Ευρώπης Μουρίνιο που έμεινε ελεύθερος εκείνη την εποχή), ο Πελεγκρίνι απομακρύνθηκε στο τέλος της χρονιάς και επέστρεψε σε αυτό που είχε ήδη καταφέρει μια φορά: Να πάρει μια μικρομεσαία ομάδα και να της δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Μάλαγα είχε σωθεί οριακά την προηγούμενη σεζόν και είχε ξεκινήσει εξίσου χάλια και εκείνη, ευρισκόμενη στην τελευταία θέση της βαθμολογίας. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες η ψυχολογία άλλαξε με τον νέο προπονητή και η ομάδα τερμάτισε στην άνετη 11η θέση. Αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Τέταρτη θέση και ρεκόρ πόντων στην ιστορία της ομάδας την επόμενη σεζόν, έκτη θέση και πορεία ως τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ (ο μοναδικός που έχει φτάσει τουλάχιστον ως τους ‘8’ με δυο ομάδες που παίζουν για πρώτη φορά στη διοργάνωση!) τη μεθεπόμενη. Για άλλη μια φορά ο Πελεγκρίνι έβαζε μια λιγότερη γνωστή ισπανική ομάδα στον ευρωπαικό ποδοσφαιρικό χάρτη.
Η μετακόμιση του στην Αγγλία τα επόμενα χρόνια αποδείχτηκε κάπως γλυκόπικρη, αφού η επιτυχία με τη Μάντσεστερ Σίτι (πρωτάθλημα με αγγλικό ρεκόρ γκολ την πρώτη του σεζόν εκεί και πρόκριση στα ημιτελικά του CL για πρώτη φορά στην ιστορία της ομάδας τη δεύτερη σεζόν) ακολουθήθηκε από ένα κακό πέρασμα από τη Γουέστ Χαμ, αλλά η επιλογή της επιστροφής στην Ισπανία και στο αγαπημένο του μοτίβο φαίνεται πως πιάνει πάλι.
Χωρίς να ξοδέψει καθόλου λεφτά για μεταγραφές (στις τρεις μεταγραφικές περιόδους που είναι στην Ανδαλουσία η Μπέτις έχει δώσει συνολικά για μεταγραφές 3,5 εκατομμύρια ενώ έχει εισπράξει από πωλήσεις 58!), ο Χιλιανός παρέλαβε μια ομάδα που βρισκόταν στη 15η θέση, την έβγαλε πέρσι εύκολα στην Ευρώπη, την έχει φέτος για την ώρα στην 3η θέση, έχοντας κάνει το καλύτερο ξεκίνημα της τα τελευταία 85 χρόνια, και περιμένει και τον αντίπαλο της στα μπαράζ για τη φάση των ’16’ του Γιουρόπα Λιγκ. Στα 68 του πλέον, ο Πελεγκρίνι συνεχίζει να κάνει εξαιρετικά αυτό που τον έχει καθιερώσει στις συνειδήσεις αρκετών ποδοσφαιρόφιλων, ειδικά στην Ισπανία: Να ανεβάζει επίπεδο ομάδες που δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν.
Η σπουδαία νίκη των Ανδαλουσιάνων μέσα στο Καμπ Νου το προηγούμενο σαββατοκύριακο τους έφερε σε θέση που οδηγεί στο Τσάμπιονς Λιγκ, μια διοργάνωση στην οποία έχουν πάρει μέρος μόνο μια φορά, πριν από 15 χρόνια. Ο δρόμος για τα… αστέρια είναι βέβαια μακρύς και πολύ δύσκολος, ειδικά όταν ανταγωνίζεσαι ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα και η Ατλέτικο, αλλά τουλάχιστον οι φίλοι της Μπέτις μπορούν για την ώρα να απολαμβάνουν μια καλοδουλεμένη, επιθετική ομάδα και ταυτόχρονα να ονειρεύονται πως ίσως κάποια στιγμή δούνε ξανά το σεντόνι να κουνιέται στο Μπενίτο Βιγιαμαρίν. Και, μεταξύ μας, το αξίζουν και με το παραπάνω αυτό που ζούνε φέτος, γιατί είναι από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν από “εύκολα” και “δύσκολα”. Δεν έχουν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια από το 2015 όταν η Μπέτις έκλεινε τη σεζόν με τον 6ο μεγαλύτερο μ.ο. εισιτηρίων στην Ισπανία, πάνω κι από τη συμπολίτισσα Σεβίλλη, που είχε τερματίσει 5η και είχε κερδίσει το Γιουρόπα Λιγκ. Με μια απαραίτητη διευκρίνιση: H Μπέτις εκείνη τη χρονιά έπαιζε στη 2η κατηγορία!