Λίβερπουλ: Η φωτιά στο λιμάνι

Αν απλώς γκουγκλάρεις “Λίβερπουλ”, πρέπει να φτάσεις στην τέταρτη σελίδα αποτελεσμάτων για να βρεις τον πρώτο σύνδεσμο που να μην αφορά αμιγώς την ποδοσφαιρική ομάδα του πάλαι ποτέ ένδοξου λιμανιού, ενός λιμανιού που ήταν πάντα στραμμένο προς τον κόσμο, γυρίζοντας την πλάτη στην εγγλέζικη εσωστρέφεια (στο Λίβερπουλ το 59% ψήφισε κόντρα στο Brexit), με το επαναστατικό πνεύμα και την ασέβεια που ανέκαθεν διέπνεαν τις αποβάθρες και τις εργατικές συνοικίες του, να αποτελούν τελικά τη μαγιά για το μεγαλύτερο μουσικό συγκρότημα, αλλά και την μεγαλύτερη ομάδα όλων των εποχών.

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Ο παππούς με έπαιρνε μαζί του τα απογεύματα στους ντόκους, εκεί που η γκριζάδα του ουρανού ενωνόταν με τα σκοτεινά μυστικά του μεγάλου ποταμού, λίγο πριν ξεβραστούν στον ωκεανό, σαν λαθρεπιβάτες στα έγκατα των φορτηγών  στην αναζήτηση μιας νέας ζωής, από τη φτώχεια του Merseyside στην περιώνυμη γη της επαγγελίας, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. 

«Το Λίβερπουλ γιε μου, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την υπόλοιπη Αγγλία, πόσο μάλλον την Αγγλία της Θάτσερ κατά τις θλιβερές δεκαετίες του 1970-1980, όταν η ανεργία αυξήθηκε κατά 120%, με τη σταδιακή απόλυση 83000 ναυτεργατών στις αποβάθρες, που τελικά εκτίναξε την ανεργία στο 31% (52% για τους κάτω των 24 ετών) το 1983, με τα ποσοστά της φτώχιας και της νεανικής παραβατικότητας να χτυπάνε κόκκινο. Η «Σιδηρά Κυρία» εξάλλου, ποτέ δεν έκρυψε την απέχθεια της για αυτή την πόλη-σύμβολο της εργατικής τάξης, σπεύδοντας να κόψει μαχαίρι πιστώσεις και επιδόματα, με το ποδόσφαιρο να απομένει εντέλει μοναδική καταφυγή και τελευταία όαση περηφάνιας και κοινωνικής συνοχής, σε μια ζοφερή εποχή αταξίας, φόβου και κοινωνικής ερήμωσης.

Προφανώς λοιπόν και ο Μπιλ Σάνκλι δεν είπε καθόλου τυχαία ότι «το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ, πολύ περισσότερο από ένα απλό ζήτημα ζωής και θανάτου» και τελικά ο πατέρας σου ανήκε στην τυχερή γενιά, καθώς θα ήταν περίπου στην ηλικία σου, όταν ο Μπιλ Σάνκλι ξεστόμισε και μια άλλη περίφημη φράση, το «οι τίτλοι για την  Λίβερπουλ είναι ψωμοτύρι», φροντίζοντας παράλληλα να την κατοχυρώσει με δύο σερί κύπελλα πρωταθλητριών τη διετία 1977-78, στο απόγειο μιας πραγματικά χρυσής εποχής, με συγκομιδή 6 Ευρωπαϊκούς και 13  εγχώριους τίτλους από το 1973 μέχρι το 1985».

Και όμως, όταν ο Σάνκλι πρωτοέφτασε στο Λίβερπουλ το 1959 βρήκε την ομάδα να βολοδέρνει στη Β΄ Εθνική και το λιμάνι ήδη σε παρακμή. Επηρεασμένος όμως από τα ποιήματα του συμπατριώτη του Ρόμπερτ Μπερνς και εθνικού ποιητή της Σκωτίας, ο Σάνκλι, απευθύνθηκε στην με ανεπανάληπτη αμεσότητα σε εξέδρα και παίκτες, εξηγώντας με πάθος φιλοσοφία του: «Ο σοσιαλισμός τον οποίον ευαγγελίζομαι δεν είναι με πολιτικούς όρους, αλλά τρόπος ζωής και καθημερινή ζύμωση ,για να δρέψεις καρπούς μέσα από τη συλλογική προσπάθεια, όλοι για όλους». 

ΤΟ ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Για κάθε λογής λόγους, ιστορικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς, γεωγραφικούς και ποδοσφαιρικούς, η πόλη του Λίβερπουλ, απέχει παρασάγγας από την υπόλοιπη χώρα, λες και μιλάμε για ένα νησί, μέσα στο νησί, μια μικρή αυτόνομη δημοκρατία με τις κέλτικες ρίζες της να αποτυπώνονται στο γεμάτο φακίδες ανάγλυφο των προσώπων και το ποδόσφαιρο να λειτουργεί σαν ομφάλιος λώρος στο μωσαϊκό των ανθρώπων που βρήκαν καταφυγή στο πάντα εξωστρεφές λιμάνι, από κάθε σημείο του ορίζοντα, με τις ψαλμωδίες και τα τραγούδια τους να αντηχούν στις συναγωγές και τις παμπ του λιμανιού.

«Το Λίβερπουλ, δεν είναι μια επαρχιακή πόλη, αλλά μια αυτόνομη πρωτεύουσα, αμιγώς νησιωτική και εξωστρεφής, με μέτωπο τη θάλασσα και την πλάτη θαρρείς στραμμένη προς την υπόλοιπη Αγγλία». Ήδη από τα μισά του 19ου αιώνα, η πόλη περιγράφεται σαν «η Νέα Υόρκη της Ευρώπης», με τους μετανάστες να συρρέουν από κάθε γωνιά μέχρι και τον μεσοπόλεμο, με τα πλοία να δένουν από την Καραϊβική και την Κίνα, μέχρι τις ΗΠΑ, τη Νότιο Αμερική και τα παράλια της Δυτικής Αφρικής, χώρια τους εκατοντάδες χιλιάδες Ιρλανδούς που είχαν προηγηθεί, για να γλυτώσουν του μεγάλου λιμού του 1830 στην πατρίδα τους.

Στα δε μπαρ τα «λιμανίσια» εκείνης της εποχής, απαντούσες στο μεθοκόπι ένα απίθανο χαρμάνι ναυτικών και τα πιο σουρεάλ σκηνικά, αλλά χωρίς κανείς να παραξενεύεται που πχ πάνω στα πιάνα των παμπ στις αποβάθρες, ήταν συνήθως ακροβολισμένες μαϊμούδες, μιας και οι ναυτικοί ήταν απολύτως εξοικειωμένοι με την παρουσία των μαϊμούδων σαν συντροφιά και διασκέδαση της μοναξιάς τους.

Χαρακτηριστικό δε αντίστοιχο παράδειγμα, είναι «η μαϊμού του ινδικού λιμανιού» του Καββαδία, όπου ο ποιητής επεκτείνει το λόγο ύπαρξης τους στο καράβι, παρουσιάζοντας την μαϊμού σαν σύντροφο που ευθυγραμμίζεται με τη συμπεριφορά του ναυτικού και συμπάσχει σιωπηρά με τα βάσανα του:

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός/ κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε/ στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή/ και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά/ κι έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη/ κι αφού σ’ όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ/ στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός/ εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει/ είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει/ Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ;

Ο Νόρμπερτ Κλοπ είχε μόλις γυρίσει σπίτι μετά από ένα ακόμη πολυήμερο ταξίδι στις παρυφές του Μέλανα Δρυμού (η ζωή του πλανόδιου πωλητή μόνο ρόδινη δεν ήταν) και το μόνο που ήθελε, ήταν να προλάβει το ματς του γιου του με τη φανέλα της τοπικής ομάδας και στο καπάκι να μαζευτούνε για μπύρες για το άλλο μεγάλο παιχνίδι, τον πολυαναμενόμενο τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ Γιουβέντους και Λίβερπουλ. Μανιακός ποδοσφαιρόφιλος και παλιός τερματοφύλακας ο ίδιος, ανησυχούσε που ο γιος του είχε αφήσει παράμερα τις φιλοδοξίες του να γίνει γιατρός για χάρη του ποδοσφαίρου και αναρωτιόταν μήπως είχε δώσει λάθος πρότυπο στο τρίτο του παιδί, αλλά συνάμα το πρώτο αγόρι στην οικογένεια, ένα αγόρι που περίμενε σαν τρελός και του είχε τεράστια αδυναμία, όσο αυστηρός πατέρας κι αν ήταν.

Ο έφηβος Γιούργκεν όμως το είχε πάρει απόφαση, προτιμούσε να δουλεύει παράλληλα σαν αχθοφόρος ή υπάλληλος σε βίντεο κλαμπ, μόνο και μόνο για να μπορεί να παίζει μπάλα, ακόμη κι αν ο μπαμπάς του υπήρξε ανελέητα επικριτικός σχετικά με τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες, πιέζοντας τον στα όρια του και μεταδίδοντας του εντέλει την τελειομανία και την αταλάντευτη μαχητικότητα του. Κι όμως εκείνο το βράδυ, λίγο έλειψε να τα παρατήσει όλα, οι ανατριχιαστικές εικόνες από το Χέϊζελ των Βρυξελλών, με τους 39 νεκρούς και τους εκατοντάδες τραυματίες, υπήρξε ένα ανυπέρβλητο σοκ που σημάδεψε τους πάντες και ουσιαστικά σήμανε το οριστικό τέλος της αθωότητας του ποδοσφαίρου και της οπαδικής κουλτούρας.

Οι αγγλικές ομάδες αποκλείστηκαν για πέντε χρόνια από τα ευρωπαϊκά κύπελλα και η Θάτσερ βρήκε μια αναπάντεχη ευκαιρία να στιγματίσει την πόλη των «αχρείων» με τη βοήθεια των ταμπλόιντ και αποκορύφωμα την ευκολία του αστυνομίας να χαλκεύσει τα στοιχεία για να ρίξει το φταίξιμο της τραγωδίας, τέσσερα χρόνια αργότερα στο Χίλσμπορο στους οπαδούς της Λίβερπουλ. Ενδεικτικό του πόσο χαίνουσα παραμένει η πληγή του Χέιζελ ακόμη και σήμερα, είναι η αφήγηση του Μαρκ Λόρενσον: «Είναι σαν βαθιά μέσα μας να νοιώθουμε συνυπεύθυνοι. Όσες φορές δε και αν έχουμε βρεθεί ξανά σαν παλαίμαχοι, κανείς ποτέ δεν έχει αναφερθεί σε εκείνη την αποφράδα βραδιά. Κανείς και ποτέ.

ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η Λίβερπουλ ουσιαστικά δεν συνήλθε ποτέ από την τραγωδία στις Βρυξέλλες, μέχρι που άσπρισαν τα μαλλιά των πρωταγωνιστών και έγιναν μπαμπάδες οι τότε σειρές των οπαδών, όταν συνέβη ένα πραγματικό θαύμα. Το να χάσει ιταλική ομάδα τελικό που προηγείται με 3-0 στο ημίχρονο θα πλήρωνε απόδοση 1000, ακόμη κι αν αντίπαλος ήταν η μεικτή Κόσμου και χαμένης Ατλαντίδας. Το να είναι αυτή η ιταλική ομάδα η Μίλαν με το ατσαλάκωτο ευρωπαϊκό της κοστούμι και τον τευτονικό ορθολογισμό του Αντσελότι στον πάγκο, είναι απλά αδιανόητο, δεν θα προσφερόταν ποτέ για στοίχημα. 

Και όμως, με την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, εκεί που έβλεπες τους παίκτες της Λίβερπουλ σαν απόκληρους ναυτικούς που «δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε» και ο Αντσελότι έκανε πρόβες την χωρίστρα του για την απονομή, ξάφνου τα καπνογόνα άναψαν, οι σημαίες ξεδιπλώθηκαν, τα κασκόλ ενώθηκαν και το Ολυμπιακό Στάδιο της Πόλης σείστηκε από το “You’ll never walk alone”, ήρθε καπάκι και η μείωση του σκορ από τον Τζέραρντ και το αδιανόητο άρχισε να φαντάζει πιο φυσικό επακόλουθο και από αυγουστιάτικό μελτέμι στις Κυκλάδες.

«Δεν με νοιάζει καθόλου που έχουμε δεκαπέντε χρόνια να πάρουμε το πρωτάθλημα, ούτε καν αν περάσουν άλλα τόσα χωρίς τίτλο», μου ψιθύρισε ο παππούς, που δεν θυμάμαι να τον έχω δει άλλη φορά να κλαίει. «Μετά το αποψινό έπος, μπορώ να φύγω ήσυχος, σαν να ακούω ήδη τη φωνή της γιαγιάς σου σε χορωδία με τους προγόνους μας στο Δουβλίνο, να πάω επιτέλους να τους συναντήσω.

So fare thee well, my own true love,

For when I return, united we will be

It’s not the leaving of Liverpool that grieves me,

But my darling when I think of thee  

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

Εκείνες τις ίδιες μέρες του ένδοξου Μάη του 2005, στην κεντρική της Μαγεντίας, στις αριστερές όχθες του Ρήνου,  τα καπνογόνα είχαν ανάψει και το πάρτι είχε πάρει φωτιά, με προεξάρχοντα έναν τρελαμένο τύπο με ντουντούκα και γυαλιά να φωνάζει συνθήματα από τον εξώστη του δημαρχείου και τη μπύρα να ρέει ασταμάτητα, σαν παραπόταμος του μεγάλου ποταμού: η τοπική Μάιντζ, όχι μόνο είχε ανέβει για πρώτη φορά στην ιστορία της στην Bundesliga, αλλά παρά τα πενιχρά της μέσα (μακράν το μικρότερο μπάτζετ και γήπεδο στην κατηγορία) είχε τερματίσει στην 11η θέση.  

Τρία χρόνια αργότερα, στην ίδια πλατεία το σκηνικό παρόμοιο, η πλατεία Γουτεμβέργιου ασφυκτικά γεμάτη, αλλά αυτή φορά αντί για μπύρα, το νερό του ποταμού αλμύρισε από τα ασυγκράτητα δάκρυα των δέκα χιλιάδων και πλέον παρευρισκομένων για τον αποχαιρετισμό του Γιούργκεν Κλοπ που μετά από 18 χρόνια στην πόλη (σαν παίκτης και σαν προπονητής) θα έφευγε για το Ντόρτμουντ. 

Από τότε τα πράγματα είναι λίγο, πολύ γνωστά. Συντριβή της παντοκρατορίας των Βαυαρών της Μπάγερν, με δύο διαδοχικά πρωταθλήματα (ένα νταμπλ), παρότι παρέλαβε μια ασθμαίνουσα ομάδα στη 13η θέση και με περιορισμένα οικονομικά περιθώρια, με ρεκόρ πόντων και νικών, μέχρι να φύγει σε εξίσου συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα από την κοιλάδα του Ρουρ και των ανθρακωρύχων, για το μεγάλο λιμάνι, όπου τον περίμεναν «σαν έτοιμοι από καιρό», να επαναλάβει το θαύμα της Πόλης και το ίσως ακόμη μεγαλύτερο. 

Την επιστροφή της Λίβερπουλ στην κορυφή της Γηραιάς Αλβιώνας, για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, ένα παραμύθι που η τελευταία του παράγραφος θα γραφτεί στο παιχνίδι με την Τσέλσι., με την απονομή του τίτλου του πρωταθλητή στο Άνφιλντ και την πάντα ξυνισμένη (θαρρείς και ο παρκαδόρος του επέστρεψε γρατζουνισμένη τη Μαζεράτι του) φιγούρα του Κάρλο Αντσελότι στον απέναντι πάγκο να αναρωτιέται, πως βρέθηκε πάλι καταμεσίς σε αυτό το πανηγύρι, «ποιος αλήθεια είμαι εγώ και που πάω, με χίλιες δυο εικόνες, από θαύμα της Πόλης στο μυαλό…    

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ 

Αν δεν υπήρχε η διακοπή ελέω κορωναϊού, είναι σχεδόν δεδομένο ότι η Λίβερπουλ θα είχε συντρίψει κάθε ρεκόρ της Πρέμιερ Λιγκ, ακόμη και εκείνο το προπέρσινο των 100 βαθμών της Μάντσεστερ Σίτι κι ας πρέπει τώρα απλά να αρκεστεί στην μαθηματική εξασφάλιση του τίτλου πιο πρώιμα από ποτέ, εφτά ολόκληρες αγωνιστικές πριν το τέλος.

Φυσικά η μαγική τριάδα Σαλάχ – Μανέ – Φιρμίνιο, έπαιξε για μια ακόμη σεζόν καταλυτικό ρόλο, συνεισφέροντας συνολικά ένα άθροισμα 61 γκολ και ασίστ, σκορπώντας τον τρόμο στις αντίπαλες άμυνες και όχι μόνο ένεκα της εκτελεστικής της δεινότητας, αλλά και με το ανηλεώς ασταμάτητο πρέσινγκ ψηλά, από το ύψος της μεγάλης περιοχής ακόμη του αντιπάλου.

Ο πανθομολογούμενα, πιο πολύτιμος παίκτης όμως της φετινής χρονιάς όμως, ήταν ο 21χρονος Αλεξάντερ-Άρνολντ, γέννημα-θρέμμα του λιμανιού, ο οποίος παρότι δεξί μπακ, μοίρασε το απίστευτο νούμερο των δώδεκα τελικών πασών, φτάνοντας συνολικά τα 15 γκολ και ασίστ (όσα δηλαδή και ο Φιρμίνιο). Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο δεξί μπακ που να είχε ποτέ τόσο μεγάλη δημιουργική συνεισφορά στην ομάδα του, εκτός ίσως του Καφού ή του Ντάνι Άλβες ή με άλλα λόγια, δεν έχει ξαναγεννηθεί αμυντικός με τέτοια τεχνική κατάρτιση και πάσα με ακριβείας μοιρογνωμόνιου που να μην είναι Βραζιλιάνος. 

Φαίνεται τελικά πως η συνεισφορά της άμυνας στο χτίσιμο του παιχνιδιού της Λίβερπουλ, ήταν η ειδοποιός διαφορά των «κόκκινων» σε σχέση με τους αντιπάλους τους, καθώς εκτός του  Αλεξάντερ-Αρνολντ και ο έτερος πλάγιος μπακ Ρόμπερτσον, συγκαταλέγεται μέσα στη δεκάδα των παικτών της Πρέμιερ με τις περισσότερες «πάσες-κλειδιά» (0.90 και 0.86 αντίστοιχα) ανά ενενηντάλεπτο, μια κατάταξη που μέχρι και την 25η θέση μονοπωλείται (όπως είναι αναμενόμενο) από μεσο-επιθετικούς.

Αν προσθέσουμε στην εξίσωση και το γεγονός ότι ο Άλισον ήταν ο γκολκίπερ που κλήθηκε να αποτρέψει τον μικρότερο αριθμός σουτ προς την  εστία του, με μόλις 2.65 ανά αναμέτρηση, έχουμε μια πλήρως επεξηγηματική εικόνα για το εξαιρετικό ισοζύγιο τερμάτων της Λίβερπουλ, που μέχρι την καραντίνα ήταν κατά μέσο όρο 2.28 γκολ υπέρ έναντι μόλις 0.72 γκολ παθητικό ανά αγώνα, παρότι οι αντίστοιχοι δείκτες των expected goals (1.98 – 0.92), εισηγούνταν χειρότερες επιδόσεις. Εξάλλου όπως έχουμε ξαναπεί, οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια…   

ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Την περασμένη εβδομάδα, ο Γιούργκεν Κλοπ ανακοίνωσε ότι θα παραμείνει στο τιμόνι της Λίβερπουλ για ακόμη τέσσερα χρόνια, σκορπώντας ενθουσιασμό στις τάξεις των φιλάθλων, παρότι η κατακλείδα ότι στη συνέχεια θα κάνει διάλειμμα ενός έτους πριν επιστρέψει στη Γερμανία για να κλείσει την καριέρα του στη Μάιντζ, στενοχώρησε την πλειοψηφία που θα φαντασιωνόταν ότι θα κάτσει τουλάχιστον μια δεκαπενταετία, στα χνάρια του Μπιλ Σάνκλι. 

Παράλληλα φαίνεται πως είναι απολύτως κατασταλαγμένος και ως προς το τι χρειάζεται για να διατηρήσει τα σκήπτρα – ή μήπως για να επανακτήσει τον τίτλο της Πρωταθλήτριας Ευρώπης; – την επόμενη σεζόν με τις φημολογούμενες προσθήκες των Τιάγκο Αλκάνταρα από τη Μπάγερν και του τρομερά ταλαντούχου Βίκτορ Οσίμχεν της Λιλ, εξαιρετικά προσεγμένες κινήσεις ουσίας και καθόλου για τις εντυπώσεις.

Με άλλα λόγια, με την εγγύηση του Κλοπ στον πάγκο, φαντάζει σχεδόν βέβαιο ότι μέσα στην επόμενη τετραετία, θα ακολουθήσουν και άλλοι τίτλοι, τόσο εντός, όσο και εκτός των τειχών. Στον αντίποδα, σε μια εποχή που από τη μία έχουμε ασύμμετρες απειλές σαν  αυτή του Covid-19 και από την άλλη το παράδειγμα της απόλυσης του Κλαούντιο Ρανιέρι, λιγότερο από ένα χρόνο μετά που οδήγησε τη Λέστερ στην κατάκτηση του τίτλου της πρωταθλήτρια της Πρέμιερ Λιγκ (τη Λέστερ ρε φίλε), καθιστούν σαφές με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, ότι όποιος μιλάει για βεβαιότητες στον χώρο του ποδοσφαίρου, «πλανάται πλάνην οικτράν»…

Ο παππούς ήταν πια σκεβρωμένος από τα χρόνια και το αγιάζι, μα η ματιά του πιο καθαρή από ποτέ και όσο κι αν δυσκολευόταν πια από τα χρόνια (ή μήπως τα τρόπαια) που του βάραιναν την πλάτη, δεν διαπραγματευόταν να μην περάσει να πιει δυο, τρία πιντ κόκκινη μπύρα στη “Phil”, την αγαπημένη του παμπ από την εποχή των Μπιτλς, αλλά και των ίδιων των διόσκουρων Λένον και Μακ Κάρτνεϊ πριν γίνουν διάσημοι. 

Και όταν νοιώσει το αίμα, να ξαναρχίσει σιγά σιγά να βράζει, θα ξαναπάρει τη στράτα για τις αποβάθρες και θα στρίψει το τελευταίο του τσιγάρο ατενίζοντας τον ορίζοντα, εκεί που η γκριζάδα του ουρανού ενώνεται με τα σκοτεινά μυστικά του μεγάλου ποταμού, λίγο πριν ξεβραστούν στον ωκεανό, σαν λαθρεπιβάτες στα έγκατα των φορτηγών  στην αναζήτηση μιας νέας ζωής…

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι/ που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,

 χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα/ σαπίζουν στ’ ακρολίμανα δεμένα. 

Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι/ που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια/

με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους/ είτε γι’ αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.

Και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε/ μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε 

Κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι/ σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.