H Ουγγρική θάλασσα

Η Ουγγαρία είναι μια περίκλειστη χώρα δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, με έκταση περίπου σαν την Ελλάδα αν αφαιρέσεις την Πελοπόννησο. Οι δε Ούγγροι είναι από τις πιο παράδοξες φυλές που μακροημέρευσαν σε Ευρωπαϊκό έδαφος, με καταγωγή από την Κεντρική Ασία και μιλούν μια ανοίκεια γλώσσα που δε συγγενεύει με τις άλλες γλώσσες της περιοχής, καθώς είναι μία από τις ελάχιστες γλώσσες της σύγχρονης Ευρώπης που δεν ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια.

Στην πραγματικότητα μιλάμε για τεράστια πεδιάδα, περιτριγυρισμένη και προστατευμένη από βουνά, με την κοντινότερη διέξοδο προς τη θάλασσα να βρίσκεται χιλιάδες μίλια και τουλάχιστον δύο χώρες μακριά. Το πως λοιπόν ο ορισμός του περίκλειστου κράτους, έχει καταφέρει εδώ και έναν αιώνα να είναι η μεγαλύτερη δύναμη της παγκόσμιας Υδατοσφαίρισης, είναι ένα παράδοξο πιο δυσεπίλυτο και από τον κύβο του Ρούμπικ*!

Οι ίδιοι οι Ούγγροι βέβαια, θα σου πουν ότι δεν είναι αλήθεια ότι δεν έχουν θάλασσα και ότι η ναυτοσύνη τους ήταν πάντα σπουδαία, αφενός γιατί η χώρα τους διατρέχεται από τον Δούναβη και τον εξίσου επιβλητικό ποταμό Τίσα και αφετέρου έχουν την μεγαλύτερη λίμνη της Κεντρικής Ευρώπης, την λίμνη Μπάλατον που οι ίδιοι την αποκαλούν «Ουγγρική θάλασσα».

Το θέμα είναι ότι κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου και της αυταρχικής κηδεμονίας ολόκληρου του «ανατολικού μπλοκ» από την Μόσχα, χώρες όπως η Ουγγαρία και η παλιά Γιουγκοσλαβία, δεν είχαν καμία ελπίδα να συναγωνιστούν την απύθμενη (πληθυσμιακά και μόνο) δεξαμενή αθλητών της Σοβιετικής Ένωσης και την «τεχνογνωσία» της Ανατολικής Γερμανίας στον στίβο και τα ατομικά αθλήματα και έτσι ήταν υποχρεωμένες εκ των πραγμάτων, να χτίσουν την εικόνα τους πάνω στα ομαδικά σπορ, με παιδομάζωμα και τρομερή δουλειά στα τμήματα υποδομής.

Αυτή ακριβώς την  κληρονομιά κουβαλάνε σήμερα στο DNA τους οι χώρες της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας και δεσπόζουν εντελώς δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος και τον πληθυσμό τους σε κάθε λογής ομαδικό σπορ, αυτούς ακριβώς τους καρπούς της αυτοματοποιημένης διαδικασίας και της μεθοδικής δουλειάς, έδρεψαν η μεγάλη εθνική Ουγγαρίας του Πούσκας της δεκαετίας του ΄50 και πολύ περισσότερο η εθνική ομάδα του Πόλο των εννέα (9) χρυσών Ολυμπιακών μεταλίων.

Το δε παιχνίδι των Μαγυάρων με τους Ρώσους στα ημιτελικά του Ολυμπιακού τουρνουά Πόλο του 1956 στην Μελβούρνη έχει μείνει στην ιστορία με την μαρκίζα “blood in the water”, καθώς το νερό βάφτηκε κυριολεκτικά κόκκινο από το άγριο ξύλο μεταξύ των παικτών και την ακατάσχετη αιμορραγία ενός Ούγγρου πολίστα κάτω από το δεξί του μάτι, μετά από ένα ντιρέκτ (που θα το ζήλευε και ο Μοχάμεντ Άλι) από τον Σοβιετικό ομόλογο του. Βλέπεις, μόλις ένα μήνα πριν, ο Σοβιετικός στρατός είχε εισβάλλει με τανκς στην Βουδαπέστη για να καταπνίξει στο αίμα την μαζική λαϊκή εξέγερση των Ούγγρων κατά του καθεστώτος, αφήνοντας πίσω περισσότερους από 3.000 νεκρούς και άσβεστο μίσος.

Όλοι πια ξέρουμε (μετά το αργυρό μετάλλιο στο Τόκυο) ότι το ελληνικό πόλο είναι το άθλημα με τις μεγαλύτερες διακρίσεις σε επίπεδο εθνικής ομάδας (με 16 συμμετοχές σε Ολυμπιάδες) και η εύκολη εξήγηση που βαυκαλιζόμαστε ότι ισχύει είναι το ότι αφού περιβαλλόμαστε από θάλασσα, είμαστε θαλασσινός λαός κοκ. Κι όμως η διαχρονική πρόοδος του ελληνικού πόλο μέσα στις δεκαετίες και οι βάσεις για την ανάπτυξη του αθλήματος και τα μοντέλα που ακολουθούνται μέχρι σήμερα, τα οφείλουμε σε δύο μεγάλους Ούγγρους προπονητές, δυο μέντορες που δεν είχαν δει ποτέ τους τη θάλασσα…

Ο Ούγγρος Λάζλο Σάροσι ήταν ο πρώτος που στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μας έδειξε τον δρόμο της δουλειάς με τα νέα παιδιά και έβαλε τα θεμέλια, για να πάρει τη σκυτάλη το 1981 ο Πέτερ Ρουσοράν (που μόλις είχε κατακτήσει το κύπελλο Πρωταθλητριών με την Βάσας) για να αναλάβει τον κραταιό τότε Εθνικό και να ξηλώσει την παλιά ομάδα και να προωθήσει τα νέα ταλέντα που αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της Εθνικής την επόμενη δεκαετία.

Το μέτρο για το πόσο υψηλό είναι σήμερα το επίπεδο της ελληνικής υδατοσφαίρισης, μας το δίνει το γεγονός ότι τα προηγούμενα δύο χρόνια, η πιο ακριβή μεταγραφή της Φερεντσβάρος (που στο Πόλο είναι κάτι σαν την Μπαρτσελόνα) ήταν ο Γιάννης Φουντούλης, ο οποίος πλέον επέστρεψε στον Πειραιά και απόψε θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πρώην ομάδα του, στα πλαίσια της 3ης αγωνιστικής του Τσάμπιονς Λιγκ του Πόλο που παίζεται σήμερα και αύριο.

Και επειδή όμως πέρα από το ταλέντο, την προπονητική οξυδέρκεια και την πολύ σκληρή δουλειά, ειδικά σήμερα παίζουν τεράστιο ρόλο οι αθλητικές εγκαταστάσεις και τα μέσα που έχει στη διάθεση του να εξελιχθεί ο κάθε αθλητής, αντί επιλόγου, θα αφήσω ένα απόσπασμα από πρόσφατη συνέντευξη του Γιάννη Φουντούλη που σε κάνει να αναρωτιέσαι που θα είχαν φτάσει η Εθνική μας ομάδα και ο Ολυμπιακός, εάν είχαμε καλύτερες υποδομές και συνθήκες προπόνησης και δεν ήταν αναγκασμένος να παίζει στο Παπαστράτειο.

«Η Φερεντσβάρος Είναι ένα τεράστιο κλαμπ στην Ουγγαρία, πολυαθλητικός σύλλογος όπως ο Ολυμπιακός. Όμως αυτά που έχουν στη Βουδαπέστη αδικούν πολύ τον Ολυμπιακό στη σύγκριση. Έχουν μία τεράστια έκταση πολλών στρεμμάτων όπου υπάρχουν τα πάντα μέσα. Σκέψου εμείς να κάναμε στο πόλο του Ολυμπιακού προπόνηση σε μια πισίνα δίπλα στον ποδοσφαιρικό Ρέντη.

Έτσι είναι στη Βουδαπέστη, κάναμε προπόνηση δίπλα στην ποδοσφαιρική ομάδα. Έχει πέντε γήπεδα ποδοσφαίρου, δύο γυμναστήρια, ξενοδοχείο, εστιατόριο που τρώμε μετά από κάθε προπόνηση όλοι μαζί, γήπεδο φούτσαλ, γήπεδο χάντμπολ, γήπεδο χόκεϊ, έχει το μουσείο της ομάδας, τα γραφεία του συλλόγου. Η πισίνα μας έχει μέσα σάουνα, αίθουσες για βίντεο, αποδυτήρια τρομερά σαν του ποδοσφαίρου, είναι πολύ οργανωμένοι. Και δεν είναι η πισίνα αυτή που παίζουμε κανονικά τους αγώνες, αυτή είναι για προπόνηση!»

* Ο περίφημος κύβος του Ρούμπικ επινοήθηκε το 1974 από τον Ουγγρο γλύπτη και καθηγητή αρχιτεκτονική Έρνο Ρούμπικ και θεωρείται το εμπορικότερο παιχνίδι στον κόσμο.

Maestro