Ο περιζήτητος Έρικ τεν Χαγκ

Δυο χρόνια πριν το όνομα του βρισκόταν σε περίοπτη θέση στα καθημερινά ρεπορτάζ για τον επόμενο προπονητή της Μπάγερν. Πέρσι ακούστηκε αρκετές φορές για τον πάγκο της Ντόρτμουντ αλλά και για αυτόν της Τσέλσι, όταν απολύθηκε ο Λάμπαρντ. Το καλοκαίρι ήταν ένας από τους βασικούς υποψήφιους για να αναλάβει την Τότεναμ ενώ πριν λίγο καιρό έγινε γνωστό ότι ήταν αυτός που πρότεινε ο Γκουαρντιόλα στον Λαπόρτα ως ιδανική επιλογή σε περίπτωση που φύγει ο Κούμαν. Αυτή την περίοδο είναι ξανά στην επικαιρότητα, αφού βρίσκεται ψηλά στη λίστα των διαδοχων του Σόλσκιερ, σε περίπτωση που τελικά αποχωρήσει από το Όλντ Τράφορντ. Ποιος είναι όμως αυτός ο Ολλανδός που είναι τόσο περιζήτητος παρ’ότι μέχρι πριν τρία χρόνια ελάχιστοι τον γνώριζαν εκτός της πατρίδας του;

Γεννημένος στο Χαάκσμπέργκεν, μια μικρή πόλη στα ανατολικά της Ολλανδίας, ο Έρικ τεν Χαγκ έκανε ως ποδοσφαιριστής μια μάλλον τίμια καριέρα παίζοντας στο χώρο της άμυνας σε διάφορες ομάδες της Ολλανδίας. Μιας και το μεγαλύτερο μέρος της το πέρασε στην Τβέντε, με το που κρέμασε τα παπούτσια του εντάχθηκε στο προπονητικό τιμ των ακαδημιών της. Μετά το πετυχημένο ‘αγροτικό’ στις εφηβικές κατηγορίες ήρθε ο προβιβασμός στον πάγκο της Γκόου Αχέντ Ιγκλς, με την οποία στην πρώτη του κιόλας σεζόν έφτασε στην άνοδο στην πρώτη κατηγορία, μετά από 17 χρόνια απουσίας του συλλόγου από αυτήν.


Η δουλειά του εκεί προκάλεσε γρήγορα το ενδιαφέρον της Μπάγερν και το 2013 βρέθηκε να προπονεί την δεύτερη ομάδα του γερμανικού μεγαθήριου, με την οποία επίσης κέρδισε μια άνοδο. Το 2015 επέστρεψε στην πατρίδα του για λογαριασμό της Ουτρέχτης και με αυτόν η ομάδα, που στα προηγούμενα πρωταθλήματα είχε τερματίσει στη 10η και 11η θέση, κέρδισε δυο σερί χρονιές την έξοδο της στην Ευρώπη και έφτασε ως τον τελικό του Κυπέλλου, παίζοντας ταυτόχρονα ελκυστικό, για τα δεδομένα της, ποδόσφαιρο.

Στα 47 του πλέον, ο τεν Χαγκ είχε φτιάξει επιτέλους ένα καλό όνομα και αυτό το εξαργύρωσε με τη μετακόμιση του στο Άμστερνταμ, στη μέση της σεζόν 2017-18. Για πρώτη φορά ο Ολλανδός είχε την ευκαιρία να δείξει τις ικανότητες του σε υψηλό επίπεδο και δεν φαινόταν διατεθειμένος να την αφήσει να χαθεί. Για να το κάνει όμως αυτό έπρεπε πρώτα να πείσει για την αξία του τους δύσκολους οπαδούς του Άγιαξ, τους “πιο απαιτητικούς της χώρας” όπως ισχυρίζονται και οι ίδιοι.

To πρώτο εξάμηνο στον Αιάντα δεν ήταν εύκολο ακόμα και για έναν προπονητή που στα πρώτα 12 παιχνίδια του έκανε μόλις μια ήττα! Οι παίκτες δυσκολεύονταν να καταλάβουν τις αλλαγές που ήθελε να εφαρμόσει, αρκετοί άνθρωποι μέσα στο σύλλογο τον έβλεπαν με μισό μάτι γιατί τον θεωρούσαν “ξένο” (σ’αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο και η λίγο περίεργη προφορά που ισχυρίζονται πως έχει, λόγω της περιοχής από την οποία προέρχεται) και οι εμφανίσεις δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικές, παρά τις νίκες. Όταν δε ήρθε και μια τριάρα από την Αιντχόφεν στα μέσα Απριλίου, σε έναν κομβικό αγώνα για τη μάχη του τίτλου, οι αμφιβολίες αυξήθηκαν κι άλλο. Ευτυχώς γι’αυτόν αλλά και την ομάδα, κάποιες ισχυρές προσωπικότητες μέσα στη διοίκηση πίστευαν πολύ στις δυνατότητες του και τον στήριξαν παρά την απώλεια του τίτλου. Η δικαίωση ήρθε την επόμενη κιόλας σεζόν.

Στην πρώτη ουσιαστικά ολοκληρωμένη σεζόν του στον Άγιαξ, ο τεν Χαγκ παρουσίασε μια πολύ θελκτική ομάδα που κέρδισε εύσημα από όλους και εντός και εκτός συνόρων. Στηριζόμενος κυρίως σε νέους σε ηλικία παίκτες και παίζοντας με μια άκρως επιθετική φιλοσοφία, που όπως έχει πει βασίζεται στις ‘διδαχές’ του Κρόιφ και του Γκουαρντιόλα (με τον οποίο έκανε αμέτρητες κουβέντες τα χρόνια που συνυπήρξαν στη Μπάγερν), ο Ολλανδός οδήγησε τον Αιάντα στο πρώτο του πρωτάθλημα μετά από 5 χρόνια, στο πρώτο του νταμπλ μετά από 17 χρόνια και στην πρώτη του παρουσία σε ημιτελικά Τσάμπιονς Λιγκ μετά από 22 χρόνια!

Στη διάρκεια εκείνης της τρομερής σεζόν οι παίκτες του απέκλεισαν τη Ρεάλ και τη Γιουβέντους του Ρονάλντο, έφτασαν κυριολεκτικά μερικά δευτερόλεπτα μακριά από τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, έβαλαν από τέσσερα γκολ και πάνω 19 φορές (εκ των οποίων η μια μέσα στο Μπερναμπέου) ενώ στο τέλος η σούμα του σκοραρίσματος σε όλες τις διοργανώσεις έβγαλε το εκπληκτικό νούμερο 175! Ήταν πλέον ξεκάθαρο. Ο Άγιαξ είχε βρει τον νέο του μαέστρο που είχε πετύχει τον δύσκολο, τριπλό στόχο του: Ανέβασε την ομάδα στην κορυφή της Ολλανδίας, την επανέφερε στο προσκήνιο του ευρωπαικού ποδοσφαίρου και το έκανε παίζοντας με το στυλ που θέλουν οι απαιτητικοί οπαδοί της.

Την διετία που ακολούθησε ο σύλλογος παρέμεινε στην κορυφή της Ολλανδίας, παίζοντας το ίδιο επιθετικό ποδόσφαιρο παρά το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε μεταγραφική περίοδο έχανε και κάποιον παίκτη που είχε ξεχωρίσει. Ο Ντε Γιονγκ έφυγε, ο Ντε Λιχτ έφυγε, ο Ντόλμπεργκ έφυγε, ο Ζιγιες έφυγε, ο Φαν ντε Μπεκ έφυγε, ο Ντεστ έφυγε, ο Πρόμες έφυγε κι όμως με έναν μαγικό τρόπο ο τεν Χαγκ έβρισκε κάθε φορά τον τρόπο να καλύψει το τεράστιο κενό είτε με κάποια νέα προσθήκη, είτε με την αξιοποίηση της φημισμένης ακαδημίας του συλλόγου, που τροφοδοτεί εδώ και χρόνια όλη την Ευρώπη με σπουδαία ταλέντα.

Η αξιοποίηση αυτών των πιτσιρικάδων και η εμπιστοσύνη που τους δείχνει ανεξαρτήξτως ηλικίας είναι ένα από τα μεγαλύτερα συν στο πλούσιο πλέον βιογραφικό του, ένα προσόν που αναφέρεται συχνά όταν το όνομα του συνδέεται με μεγάλες ομάδες που θέλουν να συνδυάσουν αποτελέσματα, ωραίο ποδόσφαιρο και εξέλιξη των ταλέντων των ακαδημιών τους. “Αυτό που προσπαθώ να δείξω σε αυτή τη γενιά είναι το ότι η ομάδα είναι πάντα πιο σημαντική από όλους” λέει ο ίδιος. “Νιώθω ότι σε αυτή τη γενιά υπάρχει τεράστιος εγωισμός και αυτό οφείλεται στην κοινωνία που ζούμε πλέον. Όλοι επικεντρωνόμαστε στον εαυτό μας, κλεινόμαστε σε αυτόν, παιρνάμε πολύ χρόνο μόνοι μας με το τηλέφωνο μας. Φυσικά δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι’αυτό, η εξέλιξη δεν σταματάει. Αλλά αυτή η ενασχόληση με το τηλέφωνο σε αποτρέπει στο να έρθεις κοντά με τους ανθρώπους δίπλα σου κι αυτό δεν είναι καλό σε μια ομάδα. Είναι δουλειά του προπονητή να ενώσει αυτούς τους ξεχωριστούς χαρακτήρες, να τους πείσει να δουλέψουν μαζί για το καλό της ομάδας και όχι για το ατομικό τους καλό.”

Πιστός στο δόγμα του Κρόιφ, που πίστευε πως αν κάποιος ξέρει να παίζει δεν έχει σημασία το πόσο χρονών είναι, ο τεν Χαγκ είχε δείξει τις διαθέσεις του από τους πρώτους μήνες στην ομάδα. Τον Μάρτιο του 2018 εξέπληξε τους πάντες όταν έδωσε το περιβραχιόνιο του αχηγού στον 18χρονο ντε Λιχτ! Την αφορμή την περιέγραψε ο ίδιος σε μια συνέντευξη του: “Είχαμε μόλις χάσει από τη Φίτεσε και όλοι έμπαιναν στα αποδυτήρια και γκρίνιαζαν. Κάποιοι για τις αποφάσεις του διαιτητή, κάποιοι άλλοι για τον κακό αγωνιστικό χώρο. Ο Ματέις ήταν ο μόνος που τα είχε με τον εαυτό του. Δεν του έφταιγε κανένας άλλος. Έλεγε μόνο ότι έπρεπε να είχαμε κερδίσει. Στον επόμενο αγώνα τον έκανα αρχηγό.”

Σε δυο μήνες ο τεν Χαγκ θα κλείσει τέσσερα χρόνια στον πάγκο του Άγιαξ αλλά οι οπαδοί του έχουν ήδη καταλήξει πως πρόκειται για τον καλύτερο προπονητή που είχε ο σύλλογος μετά τον φαν Χάαλ, μια άποψη που συμβαδίζει με τα διάφορα ρεκόρ νικών που σπάει κατά καιρούς. Στο Άμστερνταμ είναι κοινό μυστικό πως κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον ο περιζήτητος τεχνικός τους θα κάνει τελικά το επόμενο μεγάλο βήμα στην καριέρα του, για κάποια από τις καλύτερες ομάδες της ηπείρου.

Μέχρι να έρθει αυτή η στιγμή όμως, οι φίλοι του συνεχίζουν να απολαμβάνουν το γεμάτο ενθουσιασμό ποδόσφαιρο που παρουσιάζουν στα περισσότερα παιχνίδια οι παίκτες του και φέτος, σε μια ομάδα που συνεχώς παράγει νέους πρωταγωνιστές, όπως ο ‘εκτελεστής’ Αλε με τα 13 γκολ σε 14 παιχνίδια και ο τεχνίτης Βραζιλιάνος Άντονι. Λίγο πριν φτάσουμε στο 1/3 της σεζόν, ο Άγιαξ είναι μόνος πρώτος στο πρωτάθλημα Ολλανδίας και μόνος πρώτος με 3/3 στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ (όπου και διέσυρε τη Ντόρτμουντ με 4-0), με μια ασταμάτητη επίθεση που πετυχαίνει 3,7 γκολ/παιχνίδι και στις δυο διοργανώσεις και μια άμυνα που σε 13 ματς συνολικά έχει μαζέψει τη μπάλα από τα δίχτυα της μόνο 3 φορές! Όπως λέει και ο ίδιος: “Οι προπονητές θέλουμε τις περισσότερες φορές να φτιάξουμε μια ομάδα που θα τη θυμούνται και μετά από 20 χρόνια. Ο Μίχελς, ο Κρόιφ, ο Φαν Χάαλ το κατάφεραν αυτό. Αυτοί καθιέρωσαν και αυτή τη φιλοσοφία που μου αρέσει: Επιθετικό ποδόσφαιρο που προκαλεί ενθουσιασμό.”