Τον Σεπτέμβριο του 2004 η εθνική ομάδα χάντμπολ της Σρι Λάνκα προσγειώθηκε σε ένα από τα αεροδρόμια της Βαυαρίας. Την 23μελή αποστολή, που περιλάμβανε κανονικά προπονητές και γιατρό, υποδέχτηκαν οι υπεύθυνοι του διεθνές φιλικού τουρνουά που τους είχαν προσκαλέσει και ο δήμαρχος μιας μικρής πόλης, στην οποία και θα έμεναν.
Στη δεξίωση που ακολούθησε το βράδυ οι άνθρωποι των δυο χωρών είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα και να διασκεδάσουν, με χορό και τραγούδι. Την επόμενη μέρα η Σρι Λάνκα έπαιξε το πρώτο της παιχνίδι στο τουρνουά, στο οποίο και διασύρθηκε χωρίς ιδιαίτερο κόπο και χωρίς να καταφέρει να σκοράρει ούτε μια φορά. “Το επίπεδο τους ήταν σαν αυτό που είχαμε εδώ στη Γερμανία στα πολύ πρώτα βήματα μας στο άθλημα” σχολίασε ένας από τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τη διοργάνωση.
Απτόητοι και δίχως καμία διάθεση να τους πάρει από κάτω ψυχολογικά, οι παίκτες της Σρι Λάνκα βγήκαν ξανά το βράδυ με τους διοργανωτές και διασκέδασαν με την ψυχή τους σε κάποιο τοπικό εστιατόριο. Το επόμενο πρωί όταν ο υπεύθυνος του τουρνουά πήγε από το ξενοδοχείο για να τους συνοδεύσει στο γήπεδο για το δεύτερο παιχνίδι στα δωμάτια τους βρήκε μόνο μερικά άπλυτα ρούχα. Οι Γερμανοί σκέφτηκαν να ψάξουν τα γειτονικά δάση, πιστεύοντας ότι μπορεί να χάθηκαν κάνοντας προπόνηση με πρωινό τζόκινγκ, αλλά ένα γράμμα που εντοπίστηκε σε ένα δωμάτιο έλυσε διαπαντός το μυστήριο. Η αποστολή είχε κάνει φτερά συνειδητά.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν η υπόθεση έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο, έγινε μια ακόμα μεγάλη αποκάλυψη, αυτή τη φορά από το υπουργείο αθλητισμού της ασιατικής χώρας. Η εθνική ομάδα χάντμπολ της Σρι Λάνκα δεν ήταν εθνική. Δεν ήταν καν ομάδα χάντμπολ, αφού σε εκείνο το μέρος του πλανήτη κανένας δεν παίζει το συγκεκριμένο σπορ. Ήταν 23 άσχετοι τύποι που μέχρι πριν λίγους μήνες δεν γνώριζαν τι είναι το χάντμπολ. Είχαν όμως όλοι τους έναν κοινό στόχο. Να βρουν τρόπο να πάρουν την πολυπόθητη βίζα για τη Γερμανία ώστε να μπορέσουν να φύγουν νόμιμα από την πατρίδα τους, να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά κάπου στην Ευρώπη (κατά προτίμηση στην Ιταλία) και με τα χρήματα που θα βγάλουν να συντηρήσουν την πάμφτωχη και συνήθως πολυμελή οικογένεια τους πίσω στη Σρι Λάνκα.
Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι απέγιναν αυτοί οι απεγνωσμένοι αλλά ευφάνταστοι τύποι. Κάποια ρεπορτάζ λένε ότι οι περισσότεροι κατάφεραν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία και να βρουν μια δουλειά στην Ιταλία. Μερικοί εξ αυτών επέστρεψαν στη χώρα τους μέσα στην επόμενη δεκαετία, με κάποια λεφτά στην τσέπη που βοήθησαν τις οικογένειες τους να ζήσουν σε λίγο πιο ανθρώπινες συνθήκες. Η ιστορία τους έγινε τα επόμενα χρόνια ταινία που βραβεύτηκε σε αρκετά φεστιβάλ ανά τον πλανήτη.
Η υποτιθέμενη αποστολή της Σρι Λάνκα, σε μια εικόνα από την ταινία «Machan» που κυκλοφόρησε το 2008
Σχεδόν δυο δεκαετίες μετά την εξαφάνιση της “εθνικής ομάδας χάντμπολ της Σρι Λάνκα”, μια άλλη άγνωστη ομάδα από μια μικρή χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα περνούσε από διαδικασία ελέγχου για την έκδοση βίζας, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ. Η ανθρωπιστική κρίση που αντιμετωπίζει η Αϊτή εδώ και μερικά χρόνια έχει ωθήσει χιλιάδες κατοίκους της στην αναζήτηση μιας νέας πατρίδας. Η απόκτηση μιας βίζας για την Αμερική είναι ένα άπιαστο όνειρο για την πλειοψηφία των πολιτών της χώρας της Καραϊβικής και οι εξαιρέσεις που γίνονται είναι ελάχιστες, ακόμα κι αν πρόκειται για περιπτώσεις που αφορούν το Τσάμπιονς Λιγκ της Βόρειας-Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής.
Ένα μόλις χρόνο πριν, η Καβαλί από την ίδια χώρα, αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τη διοργάνωση γιατί ελάχιστοι παίκτες της κατάφεραν να αποκτήσουν βίζα για να μπορέσουν να αγωνιστούν σε αμερικάνικο έδαφος στο πρώτο παιχνίδι της φάσης των 16. Η Βιολέτ όμως, μια ιστορική ομάδα από την πρωτεύουσα Πορτ-ο-Πρενς, ήταν αποφασισμένη να το κυνηγήσει όσο μπορεί γιατί είχε ήδη παίξει το πρώτο παιχνίδι, είχε ήδη γράψει ιστορία και ονειρευόταν πως μπορεί να ολοκληρώσει την έκπληξη.
Στις αρχές του μήνα η Βιολέτ έδωσε το πρώτο της παιχνίδι για τη φάση των ’16’ του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Όστιν. Αν και δημιουργήθηκε πριν από ελάχιστα χρόνια, η ομάδα από το Τέξας έχει κάνει σε ελάχιστο χρόνο τεράστια άλματα προόδου. Έφτιαξε ένα υπερσύγχρονο και καθαρά ποδοσφαιρικό γήπεδο, προσέλκυσε κάποιους διάσημους και εύπορους επενδυτές (ανάμεσα τους και τον Μάθιου ΜακΚόναχι), απέκτησε καλούς παίκτες από διάφορες χώρες του κόσμου, φτιάχνοντας ένα ρόστερ που η αξία του ξεπερνάει τα 50 εκατομμύρια, και τερμάτισε πέρσι στη 2η θέση στη δυτική περιφέρεια, μια θέση που της εξασφάλισε την πρώτη της παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ της νέας χρονιάς. Όταν οι φιλόδοξοι Αμερικάνοι κληρώθηκαν με μια άσημη ομάδα από την Αϊτή κανένας δεν πίστεψε ότι μπορεί να δυσκολευτούν ιδιαίτερα. Σε αντίθεση με τους «νέοπες» ποδοσφαιρικά Τεξανούς η Βιολέτ έχει μεγάλη ιστορία και μερικούς τίτλους στο παλμαρέ της αλλά τη συγκεκριμένη εποχή δεν έχει τίποτα άλλο. Κι όταν λέμε τίποτα, το εννοούμε.
Δεν έχει γήπεδο να παίξει (καμία ξένη ομάδα δεν καταδέχεται να μπει στη χώρα για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα), δεν έχει έσοδα, δεν έχει ξένους παίκτες, δεν έχει βοηθητικό προσωπικό. Δεν έχει καν πρωτάθλημα! Με όλα αυτά που βιώνει η Αϊτή τα τελευταία χρόνια, το ποδόσφαιρο περνάει σε δεύτερη, στην καλύτερη περίπτωση, μοίρα. Μιλάμε για μια χώρα που το 58% του πληθυσμού της ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Μια χώρα που μόνο τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει ζήσει δυο τεράστιους, καταστροφικούς σεισμούς, μια επισιτιστική κρίση, μια έξαρση χολέρας, μια δολοφονία προέδρου και αμέτρητες κοινωνικές ταραχές που συνδέονται, μεταξύ πολλών άλλων, με την αύξηση του πληθωρισμού, την έλλειψη καυσίμων, βασικών αγαθών αλλά και πόσιμου νερού! Μια χώρα που εδώ και καιρό είναι στην πραγματικότητα χωρισμένη και ακέφαλη, με διάφορες συμμορίες να έχουν πάρει τα όπλα και την εξουσία σε κάποιες περιοχές και να πολεμάνε μεταξύ τους και με την αστυνομία.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Βιολέτ επιβιώνει περισσότερο ως ιδέα, παρά ως επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος. Οι ποδοσφαιριστές της συγκεντρώνονται σε τακτική βάση περισσότερο για να συζητήσουν μεταξύ τους, να δώσουν κουράγιο ο ένας στον άλλον και να στηρίξουν όποιον συμπαίκτη τους δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, παρά για να κάνουν προπόνηση. “Αρκετές φορές οι προπονήσεις μας κόβονται απότομα γιατί ξεσπάει κάποια ταραχή στους δρόμους, οπότε αναγκαστικά τρέχουμε σπίτια μας. Μετά από κάθε συνάντηση το μόνο που μ’ενδιαφέρει είναι να φτάσουμε όλοι σπίτια μας ασφαλείς” λέει ο μέσος της ομάδας, Σαντ Σαν Μιλάν.
Tα τελευταία τρία χρόνια, ο σύλλογος έχει αγωνιστεί σε ένα μόλις πρωτάθλημα! Το 2020, στη δεύτερη μόλις χρονιά της Βιολέτ στην πρώτη κατηγορία καθώς είχε υποβιβαστεί και είχε επιστρέψει το 2019, το τουρνουά διακόπηκε πολύ νωρίς λόγω της έξαρσης του COVID. Την επόμενη χρονιά η Βιολέτ έφτασε ως την κατάκτηση του πρωταθλήματος, το 7ο στην ιστορία της και το πρώτο μετά το 1999. Ένα πρωτάθλημα που είχε κι αυτό τα παρατράγουδα του, αφού στον πρώτο τελικό, τον Γενάρη του 2021, η κατάσταση ξέφυγε μετά από μια μικροσυμπλοκή στον αγωνιστικό χώρο. Σε μια χώρα που ζούσε ήδη στα όρια και με έναν πληθυσμό που πια έχει συνηθίσει να ζει δίπλα σε όπλα, τα επεισόδια περιλάμβαναν εκτός από δακρυγόνα και πυροβολισμούς.
Μια εκπληκτική φωτογραφία λίγο πριν τη σέντρα του πρώτου αγώνα στην ουδέτερη Δομινικανή Δημοκρατία. Στο βάθος ένα τεράστιο δέντρο που βρίσκεται ακριβώς στη μέση της κερκίδας πίσω από το ένα τέρμα. Εντελώς συμπτωματικά, η Όστιν στο σήμα της έχει μια βελανιδιά ενώ ένα από τα παρατσούκλια της είναι το «Εl tree».
Παρά τις ενστάσεις που ακολούθησαν, το πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε κανονικά αλλά από τότε δεν έχει διεξαχθεί άλλος αγώνας, αφού η κατάσταση στη χώρα χειροτέρεψε πέρσι. Η Βιολέτ εκπροσώπησε την Αϊτή στο πρωτάθλημα της Καραϊβικής τον Μάιο, το οποίο και επίσης κατέκτησε (αυτό της έδωσε και τη θέση στο φετινό Τσάμπιονς Λιγκ) αλλά από τότε δεν είχε παίξει ξανά σε επίσημο αγώνα! Αν σε όλα τα παραπάνω δεινά προσθέσουμε το ότι αναγκαστικά χρησιμοποιεί ως προσωρινή έδρα ένα γήπεδο στη γειτονική Δομινικανή Δημοκρατία, στο οποίο για να φτάσει πρέπει να κάνει οχτώ ώρες μέσα σε ένα λεωφορείο που κινείται κατά βάση σε δρόμους που παραμονεύουν συμμορίες οπλισμένες με τουφέκια, τότε κατανοούμε γιατί ο προπονητής της Όστιν επέλεξε να ξεκουράσει κάποιους από τους παίκτες του και να τους γλιτώσει από ένα μεσοβδόμαδο ταξίδι στην Καραϊβική για να αντιμετωπίσουν κάτι ταλαίπωρους σε ένα γήπεδο που έχει μέσα ένα δέντρο. Κανείς άλλωστε δεν θα μπορούσε να μαντέψει αυτό που ακολούθησε.
Το απροπόνητο και εκτός ρυθμού αουτσάιντερ βρέθηκε μπροστά στο σκορ με 2-0 στο πρώτο ημίχρονο, χάρη σε δυο καρφωτές κεφαλιές του Ναιδέρ Σερί, ενός 26χρονου Αϊτινού που αν και επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με τίτλους στο βιογραφικό του, δεν έχει καν δική του σελίδα στη wikipedia. Πριν προλάβει να συνέλθει από το σοκ η ομάδα από το Τέξας, οι γηπεδούχοι βρήκαν και τρίτο γκολ στα πρώτα λεπτά της επανάληψης και το τελικό 3-0 έκανε μερικούς ανθρώπους από την Αϊτή να χαρούν έστω και λίγο για πρώτη φορά μετά από καιρό. “Είναι κάτι μεγαλύτερο από το ποδόσφαιρο για εμάς. Νιώθουμε ότι παίζουμε για ολόκληρη τη χώρα” δήλωσε ο αρχηγός, Στίβεν Σαμπά.
Η πανωλεθρία του φαβορί έφερε τον χλευασμό από τα ΜΜΕ και στο Όστιν ήξεραν ότι έπρεπε οπωσδήποτε στον επαναληπτικό να βρουν τρόπο να γλιτώσουν το κάζο. Τις μέρες που ακολούθησαν οι ηττημένοι του πρώτου αγώνα βρήκαν έναν μεγάλο, εξωποδοσφαιρικό σύμμαχο. Η αρμόδια αρχή απέρριψε τις αιτήσεις για βίζα των μισών μελών της αποστολής της Βιολέτ, με τη δικαιολογία ότι υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι μπορεί να εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία και να μην επέστρεφαν ποτέ στην πατρίδα τους. Η ομάδα έμεινε ξαφνικά με 12 μέλη, 10 ποδοσφαιριστές και δυο προπονητές, και ακόμα και η διεξαγωγή του παιχνιδιού φαινόταν αβέβαιη. Οι άνθρωποι της Βιολέτ όμως αποδείχτηκαν προνοητικοί και είχαν φροντίσει να βρουν ένα παραθυράκι στους κανονισμούς.
Χάρη σε αυτό, στην αρχική λίστα των 33 δηλωμένων παικτών είχαν συμπεριλάβει και κάποιους νεαρούς που αγωνίζονταν στις ΗΠΑ, σε ερασιτεχνικό ή ημι-επαγγελματικό επίπεδο. Όταν η αποστολή για τον επαναληπτικό αγώνα στο Τέξας ξέμεινε με 10 παίκτες, οι Αϊτινοί άρχισαν τα τηλέφωνα και κατάφεραν να εξασφαλίσουν με “σύντομο δανεισμό” (μετάφραση=”για λίγες μέρες”) τέσσερις συμπατριώτες τους που ζούσαν ήδη στην Αμερική. Μπορεί κανένας από αυτούς να μην είχε τα κατάλληλα ποδοσφαιρικά προσόντα (κανένας τους δεν ήταν κανονικός επαγγελματίας ενώ κάποιοι έπαιζαν μπάλα μόνο στην ομάδα του πανεπιστημίου τους) αλλά τη δεδομένη χρονική στιγμή το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μπορούν να δώσουν το παρών στο γήπεδο του Όστιν για να συμπληρώσει η ομάδα ενδεκάδα!
Κάπως έτσι και σαν σκηνή από ωραιοποιημένη και μη ρεαλιστική, αθλητική ταινία που βλέπεις στο STAR τα μεσημέρια της Κυριακής, η Βιολέτ μπήκε στο γήπεδο του Τέξας για να παίξει την πρόκριση της στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ με 14 παίκτες στην αποστολή, εκ των οποίων οι 4 συναντήθηκαν πρώτη φορά με τους υπόλοιπους μερικές ώρες πριν τον αγώνα, με έναν μόνο διαθέσιμο τερματοφύλακα, με δυο μόνο μέλη του προπονητικού τιμ και χωρίς τους μισούς από τους ποδοσφαιριστές που μια εβδομάδα πριν είχαν πετύχει μια από τις πιο αναπάντεχες νίκες στην ιστορία του θεσμού.
Ακολούθησαν ενενήντα λεπτά ασταμάτητου σφυροκοπήματος, αφού αυτή τη φορά η ομάδα του Όστιν ήξερε τι να περιμένει. Οι γηπεδούχοι έφτασαν πολλές φορές μια ανάσα από το γκολ αλλά ο τερματοφύλακας των φιλοξενούμενων αποφάσισε πως εκείνη ήταν η ιδανική νύχτα για να κάνει το ματς της ζωής του. Το ημίχρονο έληξε 0-0. Στο δεύτερο ημίχρονο η πίεση αυξήθηκε και ο Αργεντινός Σεμπαστιάν Ντριούσι, με επιτυχημένα περάσματα από τη Ρίβερ Πλέιτ και τη Ζενίτ, σκόραρε δυο φορές αρκετά νωρίς. Όλα πλέον έδειχναν πως η ανατροπή ήταν θέμα χρόνου.
Με έναν μαγικό ποδοσφαιρικό τρόπο, από αυτούς που είτε λατρεύεις είτε μισείς ανάλογα με την πλευρά στην οποία βρίσκεσαι, η Βιολέτ κατάφερε με ένα συνδυασμό τύχης και γιγαντιαίας προσπάθειας να αντέξει την πολιορκία του τελευταίου μισάωρου και να χάσει μόνο με 2-0. Με αυτό το σκορ εξασφάλισε την ιστορική πρόκριση που τη φέρνει στους ‘8’ της διοργάνωσης, όπου και θα αντιμετωπίσει τη Λεόν από το Μεξικό, σε ένα ζευγάρι όπου πάλι οι ελπίδες της βάσει λογικής είναι ελάχιστες. Στο ποδόσφαιρο αλλά και στη ζωή όμως, κάποιες λίγες φορές η λογική πηγαίνει περίπατο. Μπορούν να σας διαβεβαιώσουν γι’αυτό κάποιοι ξεχασμένοι από τον Θεό τύποι που από τις λάσπες και την απόλυτη φτώχεια της γειτονιάς τους στη Σρι Λάνκα βρέθηκαν ως επίσημοι προσκεκλημένοι κάπου στη Βαυαρία να τρώνε, να πίνουν και να χορεύουν παριστάνοντας μια εθνική ομάδα ενός σπορ που δεν είχαν ιδέα πως παίζεται.