Η τελειότητα του Βίργκιλ Φαν Ντάικ

Ανάμεσα στους 14 ποδοσφαιρικούς κανόνες του Γιόχαν Κρόιφ, αν υπάρχει ένας που μπορεί να χαρακτηρίσει άψογα τον κεντρικό αμυντικό της Λίβερπουλ, Βίργκιλ Φαν Ντάικ, αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον κανόνα νούμερο 6. Καθοδήγηση: «Πάντα να βοηθάει ο ένας τον άλλον μέσα σε μια ομάδα». Από τις 27 Δεκεμβρίου του 2017, όταν και οι «κόκκινοι» έβγαλαν απ’ τα ταμεία τους το ποσό ρεκόρ των 75 εκατομμυρίων λιρών για κεντρικό αμυντικό, μέχρι και τις μέρες μας, παλεύοντας με την Σίτι στα ίσα, για τον τίτλο του πρωταθλητή, ο Ολλανδός ηγείται, όχι μόνο στην άμυνα της ομάδας αλλά και σε ολόκληρη την άρτια λειτουργία της. Άλλωστε όπως έλεγε και ο σπουδαίος Ολλανδός: «Οι πρώτοι επιτιθέμενοι, σε μια ομάδα, είναι οι αμυντικοί της αφού από αυτούς ξεκινά η κάθε επίθεση». Ο κεντρικός αμυντικός της Λίβερπουλ το κάνει και αυτό, καθοδηγώντας τους συμπαίκτες του και φτάνοντας, πανεύκολα, σε αυτό που ζητούσε ο κορυφαίος Γιόχαν Κρόιφ από κάθε ποδοσφαιριστή του. Την δημιουργικότητα. Επιμένοντας φυσικά και σε εκείνη την φράση, που ηχεί σαν μελωδία στα δικά μου αυτιά: «Να κάνετε όμορφο το άθλημα». Ο Φαν Ντάικ, εννοείται, το κάνει και αυτό.

Γεννημένος στην Μπρέντα της Ολλανδίας, το 1991, με μητέρα από το Σουρινάμ και πατέρα απ’ την Ολλανδία, ασχολήθηκε, και λάτρεψε, από πολύ μικρή ηλικία το ποδόσφαιρο. Η πρώτη του ενασχόληση βέβαια με το άθλημα δεν ξεκίνησε καθόλου εύκολα για τον ίδιο, αλλά ούτε για τους γονείς του. Λόγω του ιδιαίτερα αδύνατου σώματός του, στα όρια του καχεκτικού για την ακρίβεια, αλλά και του ύψους, που δεν είχε ως παιδί. Κάπως έτσι απέτυχε να περάσει τα πρώτα τεστ ώστε να γίνει μέλος στην πρώτη, άσημη είναι η αλήθεια, ακαδημία ποδοσφαίρου που τον είχαν στείλει οι γονείς του. Κάτι που, όπως ήταν λογικό, επηρέασε αρνητικά τον ψυχισμό του, βάζοντάς τον ακόμα και σε σκέψεις να σταματήσει αυτό που τόσο πολύ αγαπούσε, το ποδόσφαιρο. Την ίδια περίοδο μάλιστα, και λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης των γονιών του, έπλενε πιάτα σε κάποιο εστιατόριο για να βοηθάει στην δύσκολη καθημερινότητα της οικογένειάς του ως προς το οικονομικό της κομμάτι. Εκεί, ο ιδιοκτήτης, προσπαθούσε και αυτός -άθελά του είναι η αλήθεια- να τον ωθήσει στο να σταματήσει το ποδόσφαιρο, δίνοντάς του κανονικό μισθό, και λέγοντάς του πως το μέλλον του βρίσκεται στην δική του κουζίνα, όπου θα είχε, τουλάχιστον, σίγουρο μεροκάματο, και όχι στην αβεβαιότητα ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου.

Ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος για τον μικρό Φαν Ντάικ. Μια περίοδος κατά την οποία έφτασε υπερβολικά κοντά στο να μην κυνηγήσει τα όνειρα και το πεπρωμένο του. Κάτι που ευτυχώς για τον ίδιο, αλλά και για το ποδόσφαιρο, δεν έγινε. Το ίδιο διάστημα παρουσιάστηκε ακόμα ένα σοβαρό πρόβλημα. Υγείας αυτή τη φορά και συγκεκριμένα στο στομάχι. Ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να του έχει βάλει φρένο και αυτό, σε κάθε ενασχόληση με τον αθλητισμό. Η καριέρα του είχε βρει τόσα εμπόδια πριν καν αρχίσει και όλα αυτά ήταν εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που έδωσαν την απαιτούμενη δύναμη σε ένα μικρό παιδί για να παλέψει και να απαιτήσει αυτά που πίστευε πως του ανήκαν. Σε ηλικία 18 ετών και αφού έχει αφήσει πίσω του τα προβλήματα που τον ταλαιπωρούσαν, έχοντας πάρει -σχεδόν- 18 ολόκληρους πόντους, σε ύψος, σε ένα καλοκαίρι, θα γίνει -επιτέλους- μέλος στην ακαδημία της Γκρόνιγκεν, και πολύ σύντομα, στηριζόμενος στο σπάνιο ταλέντο του, θα γίνει μέλος και της πρώτης ομάδας. Ήταν το 2011. Μάλιστα ήταν τόσο καλός τεχνικά που ο προπονητής του δεν δίσταζε πολλές φορές, όταν η ομάδα του έμενε πίσω στο σκορ, να τον ανεβάζει ακόμα και στην γραμμή της επίθεσης, ζητώντας του να κάνει πράγματα που βάσει της θέσης του φάνταζαν, και ήταν, εκτός κάθε ποδοσφαιρικής λογικής. Ο Βίργκιλ Φαν Ντάικ εννοείται πως έφερνε εις πέρας και αυτές, τις δύσκολες και πρωτόγνωρες για τον ίδιο, αποστολές.

«Είναι ο τέλειος παίκτης. Άψογος τεχνικά και δυνατός σωματικά αλλά και ψυχικά. Ο ηγέτης που κάθε προπονητής, αλλά και συμπαίκτης, θέλει να βλέπει στο πρόσωπο του κεντρικού αμυντικού της ομάδας του». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Γιούργκεν Κλοπ. Τον άνθρωπο που τον ήθελε σαν τρελός στο Άνφιλντ, βλέποντας στο πρόσωπό του όλα αυτά που χρειάζεται να έχει ο σύγχρονος κεντρικός αμυντικός, κυρίως, σε ομάδες που παρουσιάζουν ποδόσφαιρο κατοχής. Ποδόσφαιρο επιθετικό. Ποδόσφαιρο ελκυστικό. Ποδόσφαιρο, όπου η άμυνα υπάρχει για να συμμετέχει και στην επίθεση. Με στόχο να παράγει εκτός του να καταστρέφει. Απ’ την άλλη η ερώτηση: πως είναι δυνατόν να μη τον είχαν προσέξει άλλες μεγάλες ομάδες, και προπονητές που αρέσκονται σε αυτό το στυλ παιχνιδιού μιας και, μετά την Γκρόνιγκεν, είχε βρεθεί για δύο χρόνια στη Σέλτικ (παίζοντας και στο Τσάμπιονς Λιγκ) αλλά και δυόμισι στην Σαουθάμπτον, σε μια ομάδα στην οποία είχε δείξει το πολύπλευρο ταλέντο του, στο δυσκολότερο επίπεδο της Ευρώπης, αυτό της Πρέμιερ Λιγκ, φυσικά και θα μας βασανίζει. Ίσως και για πάντα.

Από την πρώτη μέρα που ο Ολλανδός έφτασε στο Άνφιλντ, ολόκληρη η ομάδα ανέβηκε τουλάχιστον ένα επίπεδο, σε όλες τις γραμμές της, δείχνοντας, με τον καλύτερο τρόπο, την σημασία που έχει η σιγουριά της άμυνας μέσα από την ηγετική παρουσία μιας σπουδαίας προσωπικότητας όπως αυτής του κορυφαίου παίκτη στην Αγγλία -σύμφωνα με τους συναδέλφους του- για την σεζόν που διανύουμε. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Φαν Ντάικ είναι, για τη μεγαλύτερη μερίδα των ποδοσφαιρόφιλων της Ευρώπης, ο κορυφαίος αμυντικός στον κόσμο, χωρίς να έχει πάνω του ίχνος αντιαθλητικού παιξίματος. Κάτι που χαρακτήριζε, χαρακτηρίζει, και θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει, αυτή την θέση, για πολλούς  σπουδαίους ποδοσφαιριστές. Αυτό φυσικά και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την αγωνιστική του αξία αλλά και την, καθαρά, ανθρώπινη πλευρά του, παίζοντας «καθαρά». Μια πλευρά που πολλές φορές οι περισσότεροι από όλους εμάς, δυστυχώς, και την ξεχνάμε ή δεν την  βάζουμε καθόλου στην εξίσωση. Αυτό που όμως είναι πραγματικά εξωπραγματικό είναι το γεγονός πως ο σπουδαίος Ολλανδός είναι κυριολεκτικά απροσπέλαστος, έχοντας κατά μέσο όρο 1 τάκλιν ανά παιχνίδι, κάτι που δείχνει, με τον καλύτερο τρόπο, πως η σωστή αντίληψη και αίσθηση του χώρου, είναι καλύτερη απ’ το να κυλιέσαι στο χορτάρι για να κόψεις μπαλιές και αντιπάλους, φέροντας στο νου άλλες παλιές εποχές. Το εκπληκτικό 89.5%, σε 80 μεταβιβάσεις ανά παιχνίδι, απ’ την άλλη φανερώνει, πολύ απλά, τον ρόλο του ως ο κορυφαίος σύγχρονος αμυντικός.

Η Λίβερπουλ έχει 20 παιχνίδια στο φετινό πρωτάθλημα, με μηδέν παθητικό, έχοντας δεχθεί, σε 37 αγωνιστικές, 22 γκολ. Όπως δήλωσε πρόσφατα και μια παλιά δόξα των «κόκκινων», ο σπουδαίος Φιλ Τόμσον: «Με τον Φαν Ντάικ ξέρουμε πως για να κερδίσουμε δεν πρέπει να σκοράρουμε τρία και τέσσερα γκολ μιας και πολλές φορές αρκεί ένα και μοναδικό». Και αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη της ομάδας του Κλοπ για φέτος. Η αλλαγή της, σε αυτό το κομμάτι, είναι και ο λόγος που πλέον κάνει πορεία πρωταθλητισμού (εντός και εκτός Αγγλίας). Δίπλα στον Φαν Ντάικ φαντάζουν πολλές φορές ανίκητοι ακόμα και παίκτες που είναι σίγουρα καλοί, όπως ο Ντέγιαν Λόβρεν και ο Τζόελ Μάτιπ, αλλά έχουν, και θα συνεχίσουν να έχουν, την γκέλα στο αίμα τους. Η καθοδήγηση του Φαν Ντάικ έχει καταφέρει να ανεβάσει, ακόμα και αυτούς, που δεν συγκαταλέγονται στους κορυφαίους στην θέση τους, σε παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστον ένα επίπεδο.

Απόψε το βράδυ, ο Φαν Ντάικ και η Λίβερπουλ, έχουν την δυσκολότερη φετινή τους αποστολή. Να ανατρέψουν το 3-0 του Καμπ Νου, από την Μπαρσελόνα, ώστε να βρεθούν για δεύτερη σερί χρονιά στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Η αποστολή, για τους περισσότερους, φαντάζει τελειωμένη ως το ποιος θα προκριθεί. Αν όμως υπάρχει μια ομάδα που μας έχει μάθει σε τέτοιες ανατροπές αυτή δεν είναι άλλη απ’ τη Λίβερπουλ του Άνφιλντ. Πόσο μάλλον όταν σε αυτή θα ηγηθεί γι’ ακόμα μία φορά ο Φαν Ντάικ.

Είναι άλλωστε ο παίκτης που, όπως λένε πολλοί δημοσιογράφοι στην Αγγλία, μπορείς να δεις αγώνα της ομάδας του μόνο γι’ αυτόν. Και δεν μιλάμε ούτε για κάποιον μέσο αλλά ούτε για κάποιον επιθετικό. Ο τρόπος που κινείται, με την μπάλα ή χωρίς. Η άψογη μακρινή του μπαλιά. Ο τρόπος που φωνάζει σε όλους. Οι κινήσεις των χεριών του, λες και χειρίζεται τους πάντες σε κάποιο βιντεοπαιχνίδι. Οι άψογες τοποθετήσεις του, έχοντας το μοναδικό χάρισμα να βρίσκει πάντα εκείνο το «κενό», σφηνωμένος στο «ρήγμα» και βάζοντας πλάτη σε όλους. Αυτή η οξυδέρκεια και η σπάνια αντίληψη της τακτικής που συναντάς σε σχολές όπως η ολλανδική και η -παλιά- ιταλική. Μια ποδοσφαιρική τελειότητα σε μια θέση που πολλοί νομίζουν πως την παίζουν οι άτεχνοι και οι κακοί. Και κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό. Σε φάσεις ένας εναντίον ενός, ο Φαν Ντάικ δεν έχει νικηθεί φέτος από κανένα. Και μιλάμε για την Πρέμιερ Λιγκ, με τους ταχύτατους και ντελικάτους εξτρέμ ακόμα και στις ομάδες που βρίσκονται στον πάτο της βαθμολογίας. Ακούγεται ως ψέμα, κι όμως δεν είναι. Στις περισσότερες από αυτές τις μονομαχίες μάλιστα δεν χρειάστηκε να πέσει καν και να λερώσει το σορτσάκι του. Μιλάμε για ιστορίες που, αν η Λίβερπουλ καταφέρει να κερδίσει στο τέλος και το πρωτάθλημα (κάτι που θα το μάθουμε στο τέλος της 38ης αγωνιστικής) θα αγγίξουν μυθικά επίπεδα. Τόσο μυθικά όσο αυτή η τελειότητα που χαρακτηρίζει το παιχνίδι του σπουδαίου της ηγέτη.