Αν παρακολουθείς Αγγλικό ποδόσφαιρο τακτικά αποκλείεται να μη τον έχεις προσέξει. Είναι γρήγορος, τεχνίτης με την μπάλα στα πόδια, και διαθέτει μια οξυδέρκεια που δεν μπορεί παρά να γίνει ενοχλητική προς τους αντιπάλους του. Το περιβραχιόνιο κολλημένο, περήφανα, στο αριστερό χέρι, εδώ και χρόνια, και το μαλλί στο στυλ των Peaky Blinders να θυμίζει άλλες, παλαιότερες εποχές στα παλικάρια της εξέδρας που ξελαρυγγιάζονται (και) για πάρτη του. Οι κάλτσες κατεβασμένες, σχεδόν, μέχρι τους αστραγάλους, μόνιμη πηγή κουβέντας και διαμαρτυριών με (και προς) τους διαιτητές γι’ αυτές, και από κάτω τους δύο παιδικές επικαλαμίδες, απλά για να υπάρχουν, και όχι για να λειτουργούν ως ασφάλεια από τα δυνατά μαρκαρίσματα. Ο Τζακ Γκρίλις είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ποδοσφαιριστή των ημερών μας. Επίσης διαθέτει και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Αυτό που εξιτάρει τους οπαδούς κάθε ομάδας και που δεν είναι άλλο απ’ την αγάπη γι’ αυτούς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην πόλη της ομάδας που αγωνίζονται, κατανοώντας έτσι, πολύ καλύτερα, την ψυχοσύνθεση των ίδιων, μιας και έχουν τα ίδια, πάνω-κάτω, βιώματα. Ο κάπτεν της Άστον Βίλα είναι κι απ΄αυτό. Φανατικός οπαδός της ομάδας που αγωνίζεται.
Ο Γκρίλις γεννήθηκε το 1995, στην πόλη Σόλιχολ, δίπλα στο Μπέρμινγχαμ, από γονείς με Ιρλανδική καταγωγή, και μεγάλωσε σε μια οικογένεια που λάτρευε, και λατρεύει, την σπουδαία ομάδα της περιοχής. Την Άστον Βίλα. Ο προ-προπάππους του μάλιστα, ο επιθετικός Μπίλι Γκάρατι, ήταν βασικό μέλος της Άστον Βίλα του σπουδαίου Τζορτζ Ράμσεϊ, που κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας, με 2-0 απέναντι στη Νιουκάστλ, το μακρινό 1905. Ο μικρός, όπως ήταν λογικό, μεγάλωσε ακούγοντας αυτές τις ιστορίες. Λάτρεψε το ποδόσφαιρο, και την ομάδα, και έγινε μέλος των ακαδημιών της, το 2001, στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών. Αυτό όμως που έκανε αμέσως μεγάλη εντύπωση στους προπονητές του, εκτός φυσικά του ταλέντου του, ήταν το γεγονός πως ο μικρός γνώριζε όλες τις μεγάλες στιγμές που είχε προλάβει να ζήσει η ομάδα. Λεπτομερώς. Και η Άστον Βίλα έχει πολλές από δαύτες. Ένα εξάχρονο παιδάκι, με μπόλικο ακατέργαστο ταλέντο, και μια πραγματική αγάπη για την ομάδα. Οι υπεύθυνοι έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Τότε ήρθε σε επαφή και με τον πρώτο, δικό του, ποδοσφαιρικό ήρωα, τον εξαιρετικό και πάντα ιδιαίτερο, Πολ Μέρσον που εκείνη την περίοδο αγωνιζόταν στο Βίλα Παρκ, προσπαθώντας να σώσει την καριέρα του.
Ήταν η πρώτη φορά που τα παιδιά των ακαδημιών παρακολούθησαν μια προπόνηση της «κανονικής» ομάδας κι ο μικρούλης Τζακ έζησε την πρώτη του στιγμή ποδοσφαιρικής μαγείας. Ως θεατής. Είδε κάποιον να κοντρολάρει τόσο τέλεια την μπάλα, μετά από μια μακρινή καμινάδα μπαλιά. Να την στρώνει στα δικά του πόδια και να παίζει ένα αψεγάδιαστο «ένα-δύο» με κάποιον συμπαίκτη (που στα μάτια του μικρού βρέθηκε εκεί απλά για να γεμίσει το κάδρο) εφορμώντας προς την αντίπαλη εστία με όμορφες ντρίμπλες. Εκεί, στην αντίπαλη περιοχή, με ένα τέλειο χάδι, η μπάλα θα σηκωθεί, θα περάσει βασανιστικά πάνω από τον τερματοφύλακα και θα αναπαυθεί στα δίχτυα με τον ίδιο να βγάζει, όπως συνήθιζε, την γλώσσα, και με εκείνο το συνδυασμό ικανοποίησης και ειρωνείας που τον χαρακτήριζε να κοιτάζει προς τα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα. Το μήνυμα είχε βρει παραλήπτη. Ο μικρός ήταν εκστασιασμένος κι ο Πολ Μέρσον είχε αποτυπωθεί στον σκληρό δίσκο του μυαλού του ως ο πρώτος μεγάλος ήρωας. «Θέλω να γίνω ο Πολ Μέρσον και να οδηγήσω και εγώ την Άστον Βίλα σε μεγάλες επιτυχίες» έλεγε συνεχώς στον πατέρα του. 10 χρόνια αργότερα, μόλις στα 16 του, θα κατάφερνε να ξεκινήσει την επαγγελματική του καριέρα με την ομάδα της καρδιάς του.
Ο μικρός άρχισε να διαπρέπει σε όλα τα στάδια των αναπτυξιακών κατηγοριών με την φανέλα της Άστον Βίλα παίζοντας κυρίως ως μεσοεπιθετικός. Έγινε διεθνής με τα χρώματα της Ιρλανδίας, μόλις στα 16 του, με τις μικρές εθνικές, και έφτασε να συμπεριληφθεί στην 18αδα της ανδρικής ομάδας, για ένα παιχνίδι απέναντι στην Τσέλσι, πριν καν κλείσει τα 17 του χρόνια. Τον Μάρτιο του 2012. Δυστυχώς, δεν είχε χρησιμοποιηθεί και είδε την ομάδα να γνωρίζει την ήττα με 4-2. Από τότε βίωσε πολλές ήττες μιας και αγωνίζεται σε μια ομάδα που δεν αποτελεί το μεγαθήριο του παρελθόντος αλλά ο ίδιος δεν το έβαλε ποτέ κάτω, κάτι που συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα. Για την ιστορία ο αρχηγός των «villains» κατέχει το ρεκόρ του παίκτη με τις συνεχόμενες ήττες στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο αριθμός -κρατηθείτε- έφτασε τις 20 σερί ήττες, όταν η Βίλα, στις 17 Αυγούστου ηττήθηκε από την Μπόρνμουθ, και σταμάτησε την επόμενη αγωνιστική στη νίκη με 2-0 επί της Έβερτον, ανακουφίζοντας τόσο την ομάδα, για το πρώτο τρίποντο της σεζόν, όσο και τον ίδιο για το βάρος που κουβαλούσε. Φυσικά και το παιχνίδι που ασχολήθηκε, για πρώτη φορά, μαζί του όλο το ποδοσφαιρικό κοινό της Αγγλίας, και όχι μόνο, δεν ήταν άλλο από τον ημιτελικό του Κυπέλλου, το 2015, απέναντι στην Λίβερπουλ.
Εκείνη ήταν η πρώτη του ουσιαστικά σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ. Είχε προηγηθεί ο άκρως επιτυχημένος δανεισμός του και το «αγροτικό» του στη Νοτς Κάουντι, στην League One, και πλέον, ως κανονικός παίκτης της ομάδας του Τιμ Σέργουντ, ζούσε μαζί της την πορεία μέχρι το Γουέμπλεϊ. Έχοντας αποκλείσει ένα σωρό μικρομεσαίες ομάδες στους προηγούμενους γύρους, έπρεπε πλέον να ξεπεράσει και το εμπόδιο μιας δυνατής και μεγάλης ομάδας όπως είναι η Λίβερπουλ. Μια Λίβερπουλ όμως που, μπορεί να ήταν το φαβορί βάσει φανέλας και ιστορίας αλλά, δεν βρισκόταν και στις καλύτερες των ημερών της. Ρεαλιστικά, το παιχνίδι θα κρινόταν στις λεπτομέρειες. Ο Σέργουντ, στο δέκατο παιχνίδι του ως προπονητής της ομάδας, και οι παίκτες του γνώριζαν πως αυτή ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να βρεθούν σε ένα τελικό. Και το κατάφεραν, με ανατροπή μάλιστα, έχοντας ως μπροστάρη, σε μια ηγετική εμφάνιση που λογικά συζητιέται ακόμα στις παμπ της πόλης, το νεαρό μέσο.
Ο 19χρόνος, μόλις στην δεύτερη φορά του ως βασικός, ήταν απολαυστικός και κινούμενος ανάμεσα στις γραμμές της προβληματικής άμυνας της Λίβερπουλ, έχοντας δίπλα του τον εξαιρετικό Φάμπιαν Ντελφ ως στήριγμα, βρήκε τους χώρους ώστε να διαλύσει κάθε αμυντικό εμπόδιο που έβαζε η ομάδα του Μπρένταν Ρότζερς. Μπορεί να μην σκόραρε κάποιο από τα δύο τέρματα, που απάντησαν στο γκολ του Κουτίνιο, που είχε ανοίξει το σκορ, αλλά με μία ασίστ και ακόμα μία key pass (η πάσα που οδηγεί σε ασίστ) ήταν ο βασικός και κινητήριος μοχλός που έσπρωξε την Άστον Βίλα στον τελικό, μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Το όνειρο της κατάκτησης μπορεί να μην εκπληρώθηκε μιας και η Άρσεναλ αποδείχτηκε πολύ ανώτερη, επικρατώντας στον τελικό με 4-0, αλλά το νερό είχε μόλις μπει στο αυλάκι για το νεαρό Άγγλο που δήλωσε, επιτέλους, παρόν μπροστά σε όλους, διεκδικώντας και απαιτώντας αυτό που άξιζε. Την καταξίωση.
Με την Άστον Βίλα να υποβιβάζεται στην Τσάμπιονσιπ το ’16 ο Γκρίλις είχε την δυνατότητα να φύγει για κάποια πιο δυνατή ομάδα, και να παραμείνει στην Πρέμιερ Λιγκ, παλεύοντας για ακόμα ένα μεγάλο του όνειρο, να φορέσει δηλαδή την φανέλα της Εθνικής Αγγλίας. Δεν το έκανε και αγωνίστηκε για τρεις σερί σεζόν στην δεύτερη κατηγορία, γνωρίζοντας μια οδυνηρή ήττα απ’ τη Φούλαμ, με 1-0 στον τελικό ανόδου του ’18 στο Γουέμπλεϊ, αλλά και μια στιγμή όπως αυτή που υπάρχει στο παρακάτω βίντεο. Όταν και φορώντας πλέον το περιβραχιόνιο δέχτηκε γροθιά από οπαδό της Μπέρμινγχαμ, στο περσινό ντέρμπι, λίγο πριν σκοράρει και πάρει την εκδίκησή του, χαρίζοντας παράλληλα τη νίκη στην ομάδα του. Τότε ξεκίνησε και το μεγάλο σερί της ομάδας που έφτασε τις 10 σερί νίκες, φτάνοντας μέχρι και την άνοδο, στον τελικό των play-offs.
Ένα χρόνο νωρίτερα είχε γίνει η σκληρή δήλωση του Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ πως «αν ο παίκτης θέλει να έχει ελπίδες για να φορέσει την φανέλα της εθνικής ανδρών, κάτι που ίσως αξίζει με βάση το ταλέντο του, θα πρέπει να αγωνίζεται στο κορυφαίο επίπεδο». Ο Γκρίλις δεν έφυγε ούτε τότε και έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να αγωνιστεί στην Πρέμιερ Λιγκ, όχι με τον εύκολο δρόμο της μεταγραφής, αλλά μέσω της ανόδου με την ομάδα που τον είχε χρίσει ως δικό της ηγέτη. Και το κατάφερε ένα χρόνο αργότερα. Στο ιστορικό Γουέμπλεϊ, επικρατώντας με 2-1 της Ντέρμπι Κάουντι του Φράνκι Λάμπαρντ. Ήταν τότε που ο ποδοσφαιρικός πλανήτης ασχολήθηκε μαζί του για ακόμα ένα λόγο, εκτός της εξαιρετικής του απόδοσης στον τελικό.
Ο νεαρός αρχηγός της Άστον Βίλα είχε αγωνιστεί με ένα πραγματικά κατεστραμμένο ζευγάρι παπούτσια καθαρά και μόνο για γούρι μιας και το ίδιο ζευγάρι το είχε φορέσει και στην επιστροφή του από τραυματισμό στις αρχές Μαρτίου όταν και είχε σκοράρει απέναντι στην Μπέρμινγχαμ. Μιλάμε για ένα ζευγάρι αξίας 250 λιρών που στην κατάσταση που βρισκόταν οι περισσότεροι από εμάς δεν θα το φορούσαμε ούτε για 5Χ5 με φίλους. Τα δάχτυλά του αριστερού του ποδιού έβγαιναν κυριολεκτικά έξω απ’ το παπούτσι και η σόλα είχε σχεδόν ξεκολλήσει αλλά ο ίδιος έδειχνε να μην πτοείται, επιμένοντας στο γούρι του. Το διαλυμένο ζευγάρι δεν βγήκε από τα πόδια του μέχρι και τον τελικό του Γουέμπλεϊ, εκεί δηλαδή που ολοκληρώθηκε και ο στόχος της επιστροφής για την ομάδα στο επίπεδο που αξίζει να βρίσκεται. Στην Πρέμιερ Λιγκ.
Απόψε το βράδυ η Άστον Βίλα υποδέχεται την πάντα μαχητική Γουέστ Χαμ στο Βίλα Παρκ με μοναδικό στόχο τη νίκη και το τρίποντο. Η ομάδα του Ντιν Σμιθ άλλωστε δεν έχει ξεκινήσει καθόλου καλά και μετρά μόλις τρεις βαθμούς μετά από τέσσερις αγωνιστικές. Για μια ομάδα με την ιστορία της, τους τίτλους της, αλλά και το γεγονός πως δαπάνησε πάνω από 100 εκατομμύρια λίρες για να ενισχυθεί, το να πέσει -και πάλι- κατηγορία θα είναι καταστροφικό. Ο Γκρίλις απ’ την άλλη έχει πλέον την ευκαιρία του ώστε να αποδείξει στον Σάουθγκεϊτ ότι αξίζει να πάρει μια ευκαιρία, ως παίκτης Πρέμιερ Λιγκ πλέον, για να βρεθεί, το επόμενο καλοκαίρι, στην εθνική ομάδα για το Γιούρο του 2020, κάνοντας μια εξαιρετική, για τον ίδιο, σεζόν που θα οδηγήσει όμως και στην παραμονή την ομάδα του. Με τα τελικά (ημιτελικοί και τελικός) να διεξάγονται στο Γουέμπλεϊ θα ήταν κάτι παραπάνω από μοναδικό να βλέπαμε τον αρχηγό της Βίλα να μπαίνει στο γήπεδο, και γιατί όχι και να σκοράρει, φορώντας τα τρύπια και ταλαιπωρημένα του παπούτσια, χαρίζοντας έτσι στην Αγγλία τον πρώτο της Ευρωπαϊκό τίτλο. Το παραδέχομαι, αυτή η σκέψη είναι στα όρια του σουρεαλισμού αλλά μέχρι ταινία θα μπορούσε να γίνει.