Ο Σιλβίνιο θυμάται ακόμα τη μέρα που χτύπησε το τηλέφωνό του και κάποιος από την ομάδα της Κορίνθιανς του ανακοίνωσε ότι ο Αρσέν Βενγκέρ ήθελε να τον γνωρίσει. Ήταν καλοκαίρι του ’99 και ο προπονητής της Άρσεναλ βρισκόταν στο Σάο Πάολο για να δει αγώνες της «Μεγάλης Ομάδας». Το ραντεβού έγινε σε ένα ακριβό εστιατόριο, με την παρουσία διερμηνέα, και ο Βραζιλιάνος πλάγιος μπακ γοητεύτηκε αμέσως από τον προπονητή που είχε απέναντί του καθώς ήταν εμφανές ότι εκτός των απόψεών του πάνω σε θέματα ποδοσφαιρικής τακτικής, ο Αλσατός, ήταν ένας άκρως ευγενικός και καλλιεργημένος άνθρωπος. «Μιλήσαμε για πολλή ώρα για ένα σωρό πράγματα και κατάλαβα ότι ο βασικός λόγος που με ήθελε ήταν ότι, σε ένα ποδόσφαιρο που άλλαζε, μπορούσα να του δώσω ακόμα μία επιθετική λύση από την αμυντική γραμμή». Κάπως έτσι, μετά από τεσσεράμιση χρόνια στην Κορίνθιανς, ο Σιλβίνιο μετακόμισε στην Αγγλία για να γίνει ο πρώτος Βραζιλιάνος παίκτης στην ιστορία της Άρσεναλ, με Πορτογαλικό όμως διαβατήριο, κάτι που το έμαθε καιρό αργότερα.
Ο Σιλβίνιο Κάμπος Μέντες Ζούνιορ, όπως είναι το πλήρες όνομά του, μπορούσε να βγει με μεγάλη ευκολία μπροστά, απειλώντας με τις φαρμακερές του σέντρες και παράλληλα να φτάνει στο χώρο της μεσαίας γραμμής, βγάζοντας πάσες προς το επιθετικό τρίτο ως κεντρικός μέσος. Ένας αριστερός μπακ που ήταν πολύ καλύτερος στα επιθετικά του καθήκοντα από ότι στα αμυντικά και που -αν και τον δυσκόλεψε ο ρυθμός που παιζόταν το παιχνίδι στα αγγλικά γήπεδα της εποχής- κατάφερε να επιβιώσει και να γίνει μία σημαντική μονάδα στο σύνολο των «κανονιέρηδων». Έστω και για δύο σεζόν. Στο Λονδίνο άλλαξε όλη η φιλοσοφία του για το ποδόσφαιρο καθώς κατάλαβε ότι μία ομάδα δεν είναι μόνο αυτά που κάνει εντός των τεσσάρων γραμμών. Από τα πρώτα πράγματα που του έκαναν εντύπωση και που το έχει κρατήσει ακόμα και σήμερα που είναι ο ίδιος προπονητής ήταν η ρουτίνα ηρεμίας που είχε η ομάδα πριν από κάθε παιχνίδι. Ο Βενγκέρ μάζευε τους παίκτες στο ξενοδοχείο και όλοι μαζί πήγαιναν για πρωινό περίπατο, κάτι που λίγο-πολύ- το κάνουν ακόμα πολλές ομάδες. Στη συνέχεια επέστρεφαν στο γυμναστήριο κάνοντας γιόγκα για να αποφορτιστούν με καθοδηγητή τον ίδιο τον προπονητή τους. «Θυμάμαι ακόμα τις ασκήσεις αναπνοών και πόσο πολύ με βοηθούσαν για να έχω ήρεμη σκέψη – όχι μόνο πριν τα παιχνίδια αλλά γενικά στην καθημερινότητά μου» έχει δηλώσει για εκείνες τις μέρες και για το πόσο θετικά τον έχουν επηρεάσει. Ακολούθησε μία τριετία στη Θέλτα, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους αριστερούς μπακ της Λα Λίγκα, φτάνοντας μέχρι την 4η θέση και τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ (το 2003), φεύγοντας την επόμενη σεζόν για την Μπαρτσελόνα, με τους Βάσκους να υποβιβάζονται στη δεύτερη κατηγορία, πριν ολοκληρώσει την καριέρα του το 2010 στην Μάντσεστερ Σίτι.
Στη Βαρκελώνη κατάφερε να κατακτήσει πολλούς και σημαντικούς τίτλους (όπως τα δύο Τσάμπιονς Λιγκ το 2006 και το 2009), συνήθως ως ο αναπληρωματικός αριστερός μπακ (στον τελικό του 2009 είχε αγωνιστεί βασικός λόγω της τιμωρίας του Αμπιντάλ), αλλά είχε την τύχη να συνεργαστεί με προπονητές, όπως ο Ράικαρντ και φυσικά ο Γκουαρδιόλα, δύο μετρ δηλαδή ενός μοντέλου που τα καλύτερα στοιχεία του προσπαθεί να συνδυάσει και ο ίδιος ως προπονητής της εθνικής Αλβανίας των ημερών μας. Η ιστορία ξεκίνησε και πάλι σε ένα ακριβό εστιατόριο, όχι όμως στο Σάο Πάολο, αλλά στο Μιλάνο, και απέναντί του δεν υπήρχε κάποιος «δάσκαλος» όπως ήταν ο Βενγκέρ, αλλά ουσιαστικά ένας πολιτικός που πριν τα προκριματικά του EURO 2024 έψαχνε τον προπονητή που θα οδηγούσε την μη υπολογίσιμη ποδοσφαιρική ομάδα της χώρας του στα τελικά της διοργάνωσης. Ο εν λόγω κύριος ήταν ο Αρμάντ Ντούκα, ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας του Αλβανικού ποδοσφαίρου και κινεί τα νήματα από τη θέση του Προέδρου. Ήταν 2 Ιανουαρίου του 2023 όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία, με τον Σιλβίνιο να μεταβαίνει αμέσως στο γραφείο του στα Τίρανα παρέα με τους δύο βοηθούς του. Τον Πάμπλο Σαμπαλέτα, που τον γνώριζε και τον εκτιμούσε από την κοινή τους θητεία στους «πολίτες», και τον Ντορίβα, που είχαν συνυπάρξει στη Θέλτα. Η κριτική του αλβανικού Τύπου ήταν σκληρή με το καλημέρα μιας και όσο και να πίστευαν στις ιδέες που είχε παρουσιάσει ο Βραζιλιάνος προπονητής στο σύντομο βιογραφικό του υπήρχαν δύο μεγάλες αποτυχίες. Το καταστροφικό πέρασμα από τη Λυόν (για 11 παιχνίδια) το 2019 έχοντας ποσοστό νικών μόλις στο 27% και φυσικά το δεκάμηνο πέρασμά του από την Κορίνθιανς (το 2021/2022) με το ποσοστό νικών να είναι και πάλι χαμηλό στο 37%. Φυσικά υπήρχε και το πέρασμα από την εθνική Βραζιλίας, ως βοηθός του Τίτε, πριν αναλάβει τη Λυόν.
Το πρώτο πράγμα που έκανε -σε συνθήκες αφόρητης πίεσης- ήταν να «σκανάρει» βίντεο από 240 παιχνίδια έτσι ώστε να φτιάξει την πρώτη, δική του, λίστα αποτελούμενη από 70 ποδοσφαιριστές, καθώς -αν και γνώριζε ότι υπάρχει άφθονο ταλέντο στις υπάρχουσες κλήσεις- πάντα εκεί έξω υπάρχουν ένα σωρό ταλαντούχοι που απλώς περιμένουν την ευκαιρία τους. Ακολούθησε το κόψιμο 39 παικτών και από τους εναπομείναντες βγήκε η πρώτη αποστολή για το πρώτο παιχνίδι με την Πολωνία στις 27 Μαρτίου. Η Αλβανία μπορεί να ηττήθηκε με 1-0 με το γκολ του Σβιντέρσκι (του ΠΑΟΚ) αλλά το νέο τεχνικό τιμ έδειξε τον τρόπο που θα κινηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το ντεμπούτο του μεσοεπιθετικού Ανίς Μεχμέντι. Ο παίκτης είναι ξεκάθαρα ανακάλυψη του Σαμπαλέτα και της ομάδας των analytics που έχει στο Νησί καθώς ήταν στα ραντάρ τους από την εποχή που αγωνιζόταν στην Γουίκομπ (στη League One) πριν συνεχίσει στην Μπρίστολ Σίτι στα γήπεδα της Τσάμπιονσιπ. Φυσικά άλλαξε και το σύστημα. Από το 3-5-2 του Εντοάρντο Ρέγια η ομάδα άρχισε να δουλεύει πάνω σε ένα μοντέρνο 4-2-3-1, όπως συμβαίνει δηλαδή με πολλές από τις καλύτερες ομάδες της εποχής μας και τα ευέλικτα σχήματα που χρησιμοποιούν. Ο άξονας είναι η βάση και εκεί υπάρχουν πάντα δύο αμυντικοί μέσοι που πρέπει να δένουν τις γραμμές και φυσικά να ρυθμίζουν το τέμπο. Δύο από αυτούς τους παίκτες θα είναι λογικά ο Ιλντέρ Ραμαντάνι της Λέτσε και ο Κριστιάν Ασλάνι της Ίντερ. Όπως είδαμε και στο 2-0 με την Μολδαβία, όταν η ομάδα έχει την μπάλα στην κατοχή της, μπορεί να ξεδιπλωθεί σε ένα 2-2-2-4, ικανό να πνίξει τον αντίπαλο, με τον Σιλβίνιο να ξέρει -όσο λίγοι- τη δύναμη που έχουν οι πλάγιοι μπακ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Το 1-3 που ακολούθησε με τα Νησιά Φερόε οδήγησε την ομάδα στους 6 βαθμούς με τις πρώτες νότες αισιοδοξίας να φαίνονται. «Όταν ανέλαβα όλοι έλεγαν ότι ο όμιλος είναι πολύ σκληρός για εμάς. Εγώ τον έβλεπα ισορροπημένο. Η ομάδα έχει μεγάλο ταλέντο και αυτό που χρειάζεται είναι πίστη από όλους και ακόμα σκληρότερη δουλειά για να βρεθούμε στα γήπεδα της Γερμανίας».
Κάτι άλλο που παίζει σημαντικό ρόλο στην ομάδα της εθνικής Αλβανίας και του καλού της κλίματος είναι η επαφή που έχει ο Σιλβίνιο και οι συνεργάτες του με τους διαθέσιμους παίκτες τους. Ο Βραζιλιάνος προπονητής θεωρεί πως όχι μόνο χρειάζεται να βλέπει τους παίκτες από κοντά την ώρα που αγωνίζονται με τις ομάδες του αλλά -όσο είναι εφικτό- να βρίσκεται μαζί τους (σε ένα δείπνο) συζητώντας πρόσωπο με πρόσωπο για όλα αυτά που τους απασχολούν εντός και εκτός ποδοσφαίρου. «Οι ποδοσφαιριστές είναι επαγγελματίες και πολλές φορές είμαστε πολύ σκληροί απέναντί τους επειδή θεωρούμε ότι κάνουν μία δουλειά. Αυτή είναι η αλήθεια. Είναι μία καλά αμειβόμενη δουλειά. Τα προσωπικά όμως προβλήματα, το άγχος, η κούραση, η κατάθλιψη, υπάρχουν παντού και γι’ αυτό θα πρέπει να ξέρουμε πότε ένας παίκτης δεν βρίσκεται στο 100%. Οι καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και κατ’ επέκταση των συνεργατών βοηθούν πολύ σε αυτό κομμάτι» έχει πει ο ίδιος, φανερώνοντας με τον καλύτερο τρόπο ένα μέρος αυτών που διδάχτηκε από τον Βενγκέρ στα κοινά τους χρόνια στο Λονδίνο. Οι κολλητές δύο νίκες, 2-0 την Πολωνία τον Σεπτέμβριο του ’23 και 3-0 την Τσεχία τον Οκτώβριο, έδειξαν με τον καλύτερο τρόπο το σωστό μονοπάτι που βάδιζε η ομάδα και πως πολύ δύσκολα θα έχανε την πρόκριση για τα τελικά του EURO της Γερμανίας. Όπως και έγινε με την ομάδα να τερματίζει στην πρώτη θέση (σε ισοβαθμία με την Τσεχία) στους 15 βαθμούς.
Στη μεγάλη διοργάνωση που αρχίζει σε λίγες μέρες στη Γερμανία η Αλβανία του Σιλβίνιο θα βρεθεί σε έναν πραγματικά δύσκολο όμιλο μαζί με τις Ισπανία, Ιταλία και Κροατία έχοντας το ρόλο του μεγάλου αουτσάιντερ. Η τακτική της προσέγγιση λογικά θα είναι ένα 4-4-2 όταν θα θέλει να πιέσει ψηλά, με τον Μπαϊράμι που παίζει πίσω από τον επιθετικό να έρχεται στην ευθεία, δίπλα του, με το 5-3-2 να παίρνει θέση σε συνθήκες low block με τον έναν εξτρέμ να έρχεται δίπλα στον επιθετικό και τον δεύτερο να κατεβαίνει χαμηλά ως wing back. Άλλωστε όλες οι ομάδες του ομίλου μπορούν να κυκλοφορήσουν καλά τη μπάλα και αυτό φαντάζει ως αρκετά πιθανό σενάριο, όπως φυσικά και η γρήγορη μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση (έστω η προσπάθεια αυτής). Πολλοί θεωρούν πως η Αλβανία θα είναι «ο σάκος του μποξ» του GROUP B και υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι μπορεί να παίξει το ρόλο του ρυθμιστή του ομίλου μιας και πιστεύουν ότι είναι ικανή να προκαλέσει ζημιές. Ο προπονητής της αρκέστηκε σε ένα «Είμαστε ένα καλά δουλεμένο γκρουπ, με αγάπη και κατανόηση ο ένας προς τον άλλον και θα πάμε στο Γιούρο της Γερμανίας για να παίξουμε ποδόσφαιρο».