Ένα από τα θέματα συζήτησης που προέκυψαν στην Αγγλία μετά τις κλήσεις του Γκάρεθ Σάουθγκειτ για τα επερχόμενα παιχνίδια με την Ιταλία και τη Γερμανία, είναι η επιλογή του Άιβαν Τόνει. O επιθετικός της Μπρέντφορντ, που επιλέχθηκε για πρώτη φορά για να φορέσει τη φανέλα της εθνικής, αγωνιζόταν μέχρι το καλοκαίρι του 2020 στην 3η κατηγορία της Αγγλίας, έκανε ένα μαγικό πέρασμα από την Τσάμπιονσιπ μετά και αποδεικνύει από πέρσι ότι μπορεί να σκοράρει και στην Πρέμιερ Λιγκ. Το μεγάλο αυτό άλμα μέσα σε πολύ μικρό διάστημα από τις χαμηλές κατηγορίες στο επίπεδο της εθνικής ομάδας είναι αναμφίβολα άξιο θαυμασμού αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για κάτι ακόμα πιο ακραίο. Αυτή είναι η ιστορία του Στιβ Μπουλ.
Η καριέρα του Μπουλ ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 80′ από τη Γουέστ Μπρομ, που τον ‘τσίμπησε’ από την τοπική του ομάδα εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο προπονητής της ήταν και σκάουτ της. Ο 21χρονος επιθετικός πρόλαβε να παίξει ελάχιστα στην πρώτη κατηγορία αφού ένα μόλις χρόνο μετά τη μετακόμιση του στο Γουέστ Μπρόμιτς η ομάδα ουσιαστικά τον ξεφορτώθηκε, αφού ήταν καλυμμένη στις θέσεις των επιθετικών. Μια κίνηση που αποδείχτηκε λανθασμένη εκ των υστέρων όμως, αφού τότε κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι εκείνος ο νεαρός θα γινόταν τελικά θρύλος στη μεγάλη αντίπαλο, την ομάδα της διπλανής πόλης, τη Γουλβς.
Η ιστορία αγάπης αυτών των δυο δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια από τις κλασικές ιστορίες που ξεκινάνε με έρωτα από την πρώτη ματιά. Ο Μπουλ πήγε σε μια ιστορική μεν ομάδα που όμως βρισκόταν σε μια από τις χειρότερες φάσεις της. Τη σεζόν 1986-87 η Γουλβς είχε υποβιβαστεί για πρώτη φορά στην 4η κατηγορία και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι βρισκόταν σε κάποια διαδικασία θεαματικής επανεκκίνησης. Το γήπεδο ήταν άδειο στα περισσότερα παιχνίδια, οι εγκαταστάσεις ήταν παρατημένες (“Όταν πρωτοπήγα εκεί δεν υπήρχε προπονητικό κέντρο. Αρκετές φορές κάναμε προπόνηση έξω από το γήπεδο, στον χώρο που υποτίθεται ήταν πάρκινγκ. Μετακινούσαμε μερικά αμάξια και βάζαμε κώνους για να το οριοθετήσουμε.”) και τον Νοέμβριο που υπέγραψε ο Μπουλ ο σύλλογος βρισκόταν στο κάτω μισό της βαθμολογίας. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγες μόλις μέρες μετά έζησε μια από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές της ιστορίας της όταν αποκλείστηκε από το κύπελλο από την Τσόρλει, μια ερασιτεχνική ομάδα. Η Γουλβς είχε πιάσει πάτο και χρειαζόταν μια ώθηση για να ξεκολλήσει από εκεί. Και ποιος καλύτερος για να σου δώσει αυτό το σπρώξιμο από έναν… “bull”;
Ο νέος επιθετικός της ομάδας πέτυχε το πρώτο του γκολ στις αρχές Δεκεμβρίου 1986, απέναντι στην Κάρντιφ. Κανένας δεν ενθουσιάστηκε γιατί κανένας δεν φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. Ήταν ένας άσημος 21χρονος. Χωρίς σοβαρή προετοιμασία, χωρίς καλό βιογραφικό, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές αρετές. Στο ποδόσφαιρο όμως σημασία έχει το γκολ και ο Μπουλ αποδείχτηκε πως ήξερε καλά να κάνει ένα συγκεκριμένο πράγμα: Να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα. Τα 19 γκολ που έβαλε στο υπόλοιπο εκείνης της σεζόν, και τα οποία παραλίγο θα ανέβαζαν την ομάδα κατηγορία, ήταν απλά μια πρόγευση για το τι θα ακολουθούσε.
Οι επόμενες δυο χρονιές ήταν βγαλμένες από παραμύθι που δεν θα φανταζόταν ποτέ να γράψει ούτε και ο πιο φανατικός οπαδός των ‘λύκων’. Από το 1987 έως το 1989 ο Στιβ Μπουλ πέτυχε σε 113 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις 102 γκολ! 52 γκολ την πρώτη σεζόν, 50 γκολ την επόμενη! “Ήμουν σαν σκύλος που τον αφήνουν ελεύθερο στο πάρκο. Ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα. Είχα τρομακτική αυτοπεποίθηση. Ό,τι ακουμπούσα, γινόταν γκολ. Με τον ώμο, με τη μύτη, με το αυτί, η μπάλα θα κατέληγε στα δίχτυα.”
Με τον Μπουλ να οργιάζει στο χόρτο (“είχα φτάσει σε εκείνο το σημείο που η ερώτηση δεν ήταν «Αν θα σκοράρω σήμερα;» αλλά «Πόσα;») με 8 χατ-τρικ και δυο φορές που πέτυχε 4 γκολ σε ένα ματς, η Γουλβς κέρδισε δυο συνεχόμενες ανόδους και το γήπεδο άρχισε πάλι να γεμίζει. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά αυτό το φαινόμενο που τρομοκρατούσε τις άμυνες των μικρών κατηγοριών σκοράροντας συνήθως χωρίς πολλά-πολλά, με μια μόνο επαφή μέσα στην περιοχή. Σε μια εποχή που η διάδοση της πληροφορίας γινόταν δύσκολα και κατά κύριο λόγο με τον παραδοσιακό τρόπο “από στόμα σε στόμα”, ο Μπουλ απέκτησε μια σχεδόν μυθική διάσταση που έφτασε μέχρι και τα αυτιά του Μπόμπι Ρόμπσον, προπονητή τότε της εθνικής Αγγλίας.
Ακόμα και σε μια χώρα που το ποδόσφαιρο των χαμηλών κατηγοριών δεν παίζεται μεταξύ συγγενών και φίλων, το να βρεθεί ένας ποδοσφαιριστής από την τρίτη κατηγορία στην εθνική ομάδα έμοιαζε εξαιρετικά σπάνιο. Από τον 2ο Π.Π. και μετά μόνο τέσσερις παίκτες το είχαν καταφέρει αυτό. Ο Στιβ Μπουλ έγινε ο πέμπτος. Ήταν Μάιος του 1989 όταν ο σκόρερ των 50 γκολ εκείνης της σεζόν στα χωράφια της 3ης κατηγορίας μπήκε στο ίδιο αεροπλάνο με τον Γκασκόιν, τον Λίνεκερ και τους υπόλοιπους σταρ των μεγάλων ομάδων της Αγγλίας. Προορισμός τους η Γλασκώβη, εκεί που θα αντιμετώπιζαν τη Σκωτία σε ένα ακόμα μεγάλο ντέρμπι μεταξύ των δυο χωρών.
“Να πω την αλήθεια; Όχι, δεν περίμενα ποτέ πως θα κληθώ στην εθνική. Δεν περίμενα ούτε ότι θα είμαι στον πάγκο σε εκείνο το παιχνίδι. Όταν μπήκα στο Χάμπντεν Παρκ και είδα 86.000 κόσμο τρελάθηκα. Το απίστευτο ήταν ότι από τους 6.000 φιλάθλους της Αγγλίας οι μισοί σχεδόν ήταν οπαδοί της Γουλβς που είχαν έρθει με μπλουζάκια που έγραφαν μηνύματα για μένα!” Οι εκδηλώσεις λατρείας των οπαδών της Γουλβς δεν ήταν κάτι νέο. Ο Μπουλ ήταν ήδη θρύλος στην πόλη και ένας αστικός μύθος λέει ότι τα μισά αγόρια που γεννήθηκαν εκείνη την εποχή στην περιοχή λέγονται Στιβ εξαιτίας του. Το ταξίδι τους εκείνη τη μέρα δεν πήγε χαμένο. Ο Τζον Φάσανου τραυματίστηκε κάποια στιγμή, ο Μπουλ μπήκε στη θέση του και, κλασικά, σε μια από τις πρώτες επαφές του με τη μπάλα σκόραρε! Κανένας δεν τόλμησε ξανά να αμφισβητήσει την επιλογή ενός επιθετικού τρίτης κατηγορίας.
Η Μπουλ-μανία έπιασε ταβάνι ένα χρόνο μετά, όταν ως παίκτης της 2ης κατηγορίας πλέον πέτυχε άλλα δυο γκολ σε ένα φιλικό με την Τσεχοσλοβακία. Η φήμη του καλτ επιθετικού της διπλανής πόρτας που ξεχωρίζει στα λασπωμένα γήπεδα των μικρών κατηγοριών (“Θυμάμαι υπήρχε στο συμβόλαιο μου ένα μπόνους για κάθε γκολ που έβαζα. Πόσο ήταν; 100 λίρες!”) και διεκδικεί μια θέση δίπλα στους ακριβοπληρωμένους σούπερ σταρ επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη τη χώρα. Εκατοντάδες άνθρωποι έστελναν γράμματα στις εφημερίδες ζητώντας από τον Ρόμπσον να τον καλέσει στο Μουντιάλ της Ιταλίας. Ο θρύλος Τζίμι Γκριβς που σχολίαζε τα παιχνίδια της εθνικής εμφανίστηκε με μπλουζάκι “LET THE BULL LOOSE!” ενώ σε ένα σχετικό γκάλοπ, 64% των φιλάθλων ήθελε όχι απλά να τον δει στην αποστολή αλλά να ξεκινήσει βασικός δίπλα στον Γκάρι Λίνεκερ!
Ο Ρόμπσον δεν είχε καμία πρόθεση να τους χαλάσει το χατίρι, αφού και ο ίδιος πίστευε ότι ο Μπουλ είχε μια ιδιαίτερη φρεσκάδα και ένα πάθος που δεν συναντάς εύκολα σε εκείνο το επίπεδο. Το καλοκαίρι του 1990 στην Ιταλία ο Μπουλ έφτασε μάλλον στο απόγειο της καριέρας του, αφού μέτρησε τρεις συμμετοχές ως αλλαγή και μια ως βασικός, στην πολύ πετυχημένη για την Αγγλία πορεία ως τα ημιτελικά. “Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έπαιξα στο Μουντιάλ, φαντάσου τότε. Λίγα χρόνια πριν από αυτό έπαιζα 3 ή και 4 ματς σε ένα σαββατοκύριακο με ομάδες επιπέδου παμπ στο Τίπτον και έκανα ό,τι δουλειά έβρισκα. Δούλεψα σε εργοστάσιο κατασκευής κρεβατιών, σε οικοδομή και σε μια αποθήκη.”
Τα επόμενα χρόνια ο Μπουλ χάθηκε σιγά-σιγά από το προσκήνιο, αφού οι επόμενοι προπονητές της εθνικής δεν του έδωσαν αρκετές ευκαιρίες ενώ οι διάφορες επαφές που έγιναν για μεταγραφή του σε μεγαλύτερη ομάδα δεν προχώρησαν ποτέ για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια. Ένα τυχαίο παράδειγμα που αναδεικνύει τον καλτ χαρακτήρα του: “Μετά το Μουντιάλ στην Ιταλία είχε ενδιαφερθεί για μένα η Τορίνο αλλά δεν ήθελα να αλλάξω χώρα. Προτιμούσα να μείνω εδώ παρέα με τις αγγλικές μπύρες”. Τα κατορθώματα του στη Γουλβς όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Αν και δεν κατάφερε ποτέ να την οδηγήσει σε μια άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ, παρ’ότι έφτασε στα πλέι οφ τέσσερις φορές, τα γκολ συνέχισαν να έρχονται ασταμάτητα. Στα 13 χρόνια που πέρασε εκεί σκόραρε 306 φορές σε 561 παιχνίδια ένα απλησίαστο για τα δεδομένα της Γουλβς νούμερο.
Το όνομα του αντιπροέδρου πλέον της ομάδας κοσμεί μια από τις κερκίδες του ‘Μολινό’ ενώ κάθε φορά που εμφανίζεται ένας νέος, υποσχόμενος επιθετικός στο σύλλογο, οι συγκρίσεις με τον θρύλο Στιβ Μπουλ είναι αναπόφευκτες. Όπως έχει εκμυστηρευτεί και ο ίδιος, δεν χρειάζεται πλέον να πληρώσει για καμία μπύρα που πίνει στην πόλη. Το πιθανότερο είναι πως αρκεί να διηγηθεί στον μπάρμαν και τους θαμώνες μια από τις αμέτρητες ιστορίες του.
Όπως για παράδειγμα αυτή από τον αγώνα στο Νιούκαστλ την Πρωτοχρονιά του 1990 όταν το προηγούμενο βράδυ βγήκε για… κάνα ποτάκι με την άδεια του προπονητή λόγω της ημέρας, κατέβασε με κάποιους από τους συμπαίκτες του μερικές δεκάδες μπύρες και ένα μπουκάλι κρασί (έτσι, για την ποικιλία), γύρισε ντίρλα στο ξενοδοχείο και την άλλη μέρα με κατακόκκινα μάτια και σχεδόν κοιμισμένος οδήγησε την ομάδα του σε ένα επικό διπλό με 1-4, πετυχαίνοντας και τα τέσσερα γκολ μέσα σε 20′! (“Φαντάσου πόσα θα έβαζα αν ήμουν νηφάλιος” είπε γελώντας σε συνέντευξη του μετά από πολλά χρόνια.) Γιατί εκτός από καλτ μορφή ο Στιβ Μπουλ ήταν και ένας χαρισματικός σκόρερ κι ας έπαιζε μια ζωή σε ζόρικα πρωταθλήματα που το ξύλο στην μεγάλη περιοχή έπεφτε με το τουλούμι. “Έκανα απλά τη δουλειά μου. Να βάζω τη μπάλα στα δίχτυα. Tα χέρια και τα γόνατα μου ήταν πάντα σημαδεμένα από τα χαλίκια που κάναμε προπόνηση και από τα παιχνίδια εκείνης της εποχής αλλά δεν θα τα άλλαζα όλα αυτά για τίποτα στον κόσμο.”