Το πρωτάθλημα του 2014 είχε τελειώσει. Η Λίβερπουλ, αν και έφτασε πολύ κοντά, δεν το κατέκτησε γι’ ακόμα μία φορά, και ο Μπρένταν Ρότζερς έβλεπε την ομάδα του να έχει, θεωρητικά, αποδυναμωθεί, σε μεγάλο βαθμό, σε σχέση με την ομάδα που παραλίγο να γράψει ιστορία. Πολλοί είχαν ήδη στο μυαλό τους το χτίσιμο της νέας ομάδας, που θα έπρεπε να ξαναμπεί σφήνα στους άλλους «μεγάλους» και να γίνει, και πάλι δυνατή. Το δίδυμο των πλάγιων μπακ μπορούσε να δώσει μια πρώτη νότα αισιοδοξίας ως προς την αναδόμηση. Απ’ τη μία ο Τζον Φλάναγκαν. Γνήσιο τέκνο των ακαδημιών, στο 21ο έτος της ηλικίας του, προερχόμενος από μια εξαιρετική σεζόν, παίζοντας κυρίως, και με αντίθετο πόδι, ως αριστερός μπακ. Απ’ την άλλη, ο πρώην αριστερός μπακ της Σεβίλης, και άκρως ταλαντούχος, Αλμπέρτο Μορένο. Στα 22 του. Όλοι περίμεναν πως ο «Φλάνο» στην φυσική του θέση, δεξιά, και ο Μορένο, αριστερά θα έχτιζαν κάτι καλό. «Έχουμε βρει πλάγιους μπακ για μια δεκαετία» άκουγες συνεχώς στην κόκκινη πλευρά της πόλης.
Ο σοβαρός τραυματισμός του Άγγλου στο γόνατο και η απροθυμία (ή αδυναμία;) του Ισπανού να φανεί συνεπής, κυρίως, στα αμυντικά του καθήκοντα δεν βοήθησαν για να δούμε το δίδυμο εν δράση. Από την έλευση μάλιστα του Κλοπ, τον Οκτώβρη του ’15, και οι δύο νεαροί άρχισαν, σιγά-σιγά, να θεωρούνται ξένο σώμα για την ομάδα. Ο Άγγλος έφυγε δανεικός, σε μια πορεία που τον έστειλε εν τέλει στην Σκωτία, και ο Ισπανός, ναι μεν, έμεινε στην ομάδα αλλά έπαψε να θεωρείται κάποιος που πάνω του μπορείς να στηριχτείς για κάτι καλό, λειτουργώντας αντιστρόφως ανάλογα του ταλέντου του, ως ρεζέρβα πολυτελείας και πηγή γκρίνιας, μέχρι να φύγει και αυτός πέρσι το καλοκαίρι.
Αυτό που είχαν ονειρευτεί πολλοί φίλοι των «κόκκινων», στα πρόσωπα του Μορένο και του Φλάνο, το βλέπουν, εδώ και περίπου δύο χρόνια, στο ξύπνιο τους, σε κάθε αγωνιστική εντός και εκτός Άνφιλντ, από τους τωρινούς πλάγιους μπακ της ομάδας. Τον Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ στο δεξί άκρο και τον Άντριου Ρόμπερτσον στο αριστερό. Το κατά γενική ομολογία δηλαδή καλύτερο δίδυμο πλάγιων αμυντικών της Ευρώπης (και των περιχώρων). Ένα δίδυμο που γίνεται ακόμα καλύτερο και αποκτά περισσότερους «πόντους» αν συνυπολογίσουμε πως, στην σύγχρονη εποχή που ζούμε των τρελών ποσών, αυτό κόστισε μόλις 9 εκατομμύρια λίρες. Τόσα χρειάστηκαν να βγουν απ’ τα ταμεία και να πάνε στην Χαλ, όταν έπεσε κατηγορία, για να δώσει τον αριστερό της μπακ στην Λίβερπουλ. Απ’ την άλλη, για τον Αλεξάντερ-Άρνολντ δεν χρειάστηκε ούτε μισή λίρα μιας και προέρχεται από την ακαδημία της ομάδας. Αυτό που επίσης χρειάστηκε, και από τους δύο, μιας και δεν τους χαρίστηκε τίποτα, ήταν η σκληρή δουλειά και η τυφλή υπακοή στον προπονητή τους και το πλάνο του.
Το ξεκίνημά τους, όπως ήταν αναμενόμενο για δύο νέα παιδιά που φορούν ξαφνικά μια τόσο βαριά φανέλα, δεν ήταν τόσο καλό. Ο Αλεξάντερ-Άρνολντ έδειχνε εξαιρετικά επιθετικά στοιχεία, άλλωστε από εξτρέμ είχε ξεκινήσει, αλλά έδειχνε αρκετά αδύναμος στην άμυνα. Γι’ αυτό άλλωστε βλέπαμε πολλές φορές και τον Τζο Γκόμεζ στην θέση του δεξιού ακραίου. Ο Ρόμπερτσον απ’ την άλλη, αν και έδειχνε μεγαλύτερη αμυντική προσήλωση, όταν περνούσε τη σέντρα φανέρωνε αρκετά προβλήματα στο κομμάτι της δημιουργίας. Στο ποδόσφαιρο που ο Κλοπ έχει στο μυαλό του, και που το βλέπουμε σε όλες τις καλές ομάδες πλέον, πρέπει να υπάρχουν σε αυτή τη θέση, σε τέλεια ισορροπία, τρία στοιχεία: αμυντική προσήλωση, δημιουργία στη επίθεση, εξαιρετικά (στα όρια του τρομακτικού) τρεξίματα και αντοχές. Δεν γίνεται να παίξεις πλάγιος μπακ στις μέρες μας, σε ομάδα που παρουσιάζει παρόμοιο στυλ ποδοσφαίρου με του Γερμανού, αν δεν τα έχεις και τα τρία. Το δίδυμο της Λίβερπουλ φυσικά και δεν μπορούσε να μείνει μόνο εκεί αλλά το πήγε ακόμα ένα βήμα παραπέρα βελτιώνοντας κατακόρυφα και την ατομική του τεχνική, κάνοντας πλέον πράγματα που δεν βλέπαμε με τέτοια συχνότητα και συνέπεια τα προηγούμενα χρόνια.
Ο τρόπος που παίζουν στην πλευρά τους είναι πραγματικά βγαλμένος από τα καλύτερα σεμινάρια του «πως πρέπει να παίζεται η θέση». Τους βλέπεις και, ειλικρινά, πολλές φορές απορείς αν αυτά γίνονται πραγματικά ή αν τους χειρίζεται κάποιος Ασιάτης 15χρόνος πρωταθλητής στο FIFA σε κάποια ηλεκτρονική κονσόλα. Οι βοήθειες που δίνουν σε όλους τους παίκτες σε πλήρη αρμονία και στις τρεις γραμμές του άξονα, δεν γίνεται να αποδοθούν με λόγια και δεν μπορούν να γίνουν πλήρως κατανοητές ακόμα και από το πιο ευανάγνωστο στατιστικό γράφημα. Αυτά τα γραφήματα των στατιστικών και των ειδικών στατιστικών άλλωστε, που προσωπικά τα λατρεύω, και μας έχουν κάνει τη ζωή ευκολότερη τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές όταν μπλεκόμαστε σε αυτά, μας οδηγούν σε περίεργα μονοπάτια. Ποια είναι αυτά; Μα να μην μπορούμε να απολαύσουμε την εικόνα και να αφεθούμε πλήρως σε αυτή, ως αυτό που είμαστε. Θεατές.
Όταν βλέπεις τους δύο πλάγιους μπακ μιας ομάδας να αλλάζουν με τόση ευκολία την μπάλα σε απόσταση 50 και 60 μέτρων με τον τρόπο που πολλοί από εμάς μάθαμε πως «απαγορεύεται» όταν ήμασταν μικροί και ακούγαμε για «τα βασικά της μπάλας», αναφέρομαι στις παράλληλες μπαλιές, τόσο σε συνθήκες ήπιου build up όσο και σε συνθήκες γρήγορου τρανζίσιον, δεν μπορείς να μην χαμογελάσεις «ποδοσφαιρικά» και πονηρά. Όταν βλέπεις τον Ρόμπερτσον (απέναντι στην Άστον Βίλα) να κινείται προς την αντίπαλη περιοχή με τέτοια άνεση, που θα την ζήλευε και ο καλύτερος εξτρέμ, στο δεύτερο δοκάρι, και να τελειώνει τη φάση με κεφαλιά που θα έκανε τον Όλιβερ Μπίερχοφ να ντραπεί, δεν αξίζει να κοιτάξεις κανένα στατιστικό. Είναι η ουσία, η μαγεία, η άγρια ομορφιά του αθλήματος. Όλα αυτά δεν γίνεται να τα μπλέξεις με αριθμούς. Μπορώ να γράψω τους τρομακτικούς τους αριθμούς αναλυτικά. Δεν θα το κάνω. Μπορείς να τους φανταστείς βλέποντάς τους.
Είναι πολύ εύκολο να συνθέσουν ένα άρτιο δίδυμο στον άξονα δύο ποιοτικοί κεντρικοί μέσοι. Είναι ακόμα ευκολότερο να γίνει κάτι τέτοιο, στο κέντρο της άμυνας, από δύο κεντρικούς αμυντικούς. Να αλλάζουν με εξωπραγματικά ποσοστά επιτυχίας την μπάλα, να καλύπτει ο ένας τον άλλο και να δημιουργήσουν έναν αόρατο «τοίχο» για τον αντίπαλο. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για δύο παίκτες της επίθεσης. Το έχουμε δει άλλωστε να συμβαίνει πολλάκις ακόμα και από παίκτες που δεν ήταν κάτι το τρομερό ως μονάδες. Κυρίως παλιότερα που δέσποζε ο ψηλός και ο κοντός στις περισσότερες επιθετικές γραμμές των ομάδων. Μιλάμε όμως για παίκτες που το πεδίο δράσης τους είναι πολύ κοντά του ενός με του άλλου. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι όταν αυτό γίνεται από δύο παίκτες που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι δύσκολο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο στην κανονική ροή ενός αγώνα.
Έχουμε γράψει για τον Φαν Ντάικ και τον ηγετικό ρόλο που έχει στην ομάδα αλλά πλέον δε νομίζω να υπάρχει κανένας που να θεωρεί πως η Λίβερπουλ θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς κάποιον από τους δύο πλάγιους αμυντικούς της. Αν σκεφτούμε το γήπεδο του ποδοσφαίρου ως σκακιέρα, οι δύο πλάγιοι μπακ της Λίβερπουλ θα ήταν οι πύργοι. Δύο πύργοι όμως που μπορούν να παίξουν και σαν ιππείς, και σαν αξιωματικοί με διαγώνιες και ελεύθερες κινήσεις. Παντού. Σκεφτείτε το λίγο. Αυτό φυσικά που κάνει την ιστορία ακόμα πιο ιδιαίτερη είναι πως μια ομάδα που θεωρείται, και είναι, φύσει επιθετική, δεν μπορείς να την σκεφτείς χωρίς την αμυντική της γραμμή.
Ο Αλεξάντερ-‘Αρνολντ ευθύνεται και για την παρακάτω στιγμή μαγείας:
Πριν περίπου 25 χρόνια σε κάποιο μουσικό περιοδικό είχε γίνει μια ψηφοφορία για τις 50 σπουδαιότερες προσωπικότητες της Hard Rock μουσικής. Στην πρώτη 20αδα είχαν βρεθεί μαζί οι δύο κιθαρίστες των Judas Priest. Ο Τίπτον και ο Ντάουνινγκ. Ο αρθρογράφος έγραφε πως αυτοί οι δύο, σαν μονάδες, δεν είναι κορυφαίοι. Είναι σίγουρα πολύ καλοί αλλά όχι κορυφαίοι. Ο τρόπος όμως που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο είναι μοναδικός και αυτό τους κάνει ένα κορυφαίο δίδυμο. Έτσι πρέπει να λειτουργεί η μονάδα για την ομάδα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δύο πλάγιους αμυντικούς της Λίβερπουλ. Είναι σίγουρα δύο εξαιρετικοί παίκτες αλλά αν τους χωρίσεις, και τους χωρέσεις μόνους τους, σε άλλη ομάδα, λογικά, θα χάσουν μεγάλο μέρος της «μαγείας» και της δύναμής τους. Αυτή η χημεία που αναβλύζει μέσα από τον τρόπο παιχνιδιού του Κλοπ και κάνει την ομάδα να φαντάζει σαν διψασμένη αγέλη που κυνηγάει με λύσσα την επιστροφή της στην κορυφή της Αγγλίας μπορεί να χαθεί βγάζοντας ένα τόσο σημαντικό γρανάζι.
Το απόγευμα της Κυριακής η αήττητη Λίβερπουλ υποδέχεται την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Σίτι στην δυσκολότερη πίστα, ως ώρας, για να φτάσει μέχρι το τέλος. Το έργο δύσκολο και το «μαξιλαράκι» ασφαλείας στο +6, αλλά αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να κάνει σοβαρή ζημιά αυτός δεν είναι άλλος από τον Γκουαρδιόλα και το δικό του μανιασμένο σινάφι που δεν θέλει με τίποτα να παραδώσει τα σκήπτρα. Το δίδυμο των πλάγιων μπακ των «κόκκινων», όπως και αυτό των «πολιτών», αναμένεται να έχει πολλή δουλειά και, αν σταθεί στα δικά του υψηλά επίπεδα, λογικά θα καθορίσει μεγάλο μέρος του αποτελέσματος. Το μόνο σίγουρο είναι πως εδώ και δύο χρόνια η Λίβερπουλ έχει βρει τους σύγχρονους πλάγιους μπακ που έψαχνε για χρόνια στο πρόσωπο δύο άσημων παιδιών που γνώριζαν ελάχιστοι και πίστευαν ακόμα λιγότεροι.