Όταν ήταν μικρός και έπαιζε στους δρόμους του Λουξεμβούργου ο Πολ Φιλίπ είχε το ίδιο όνειρο με εκατομμύρια άλλα παιδιά. Ήθελε να γίνει διάσημος ποδοσφαιριστής. Μεγαλώνοντας ανακάλυψε πως στη χώρα στην οποία είχε γεννηθεί το να γίνεις διάσημος ποδοσφαιριστής ήταν πρακτικά ανέφικτο ακόμα κι αν το ταλέντο σου ξεπερνούσε αυτό των υπόλοιπων παιδιών της ηλικίας σου. Ο μικρός Πολ δεν το έβαλε κάτω, στα 20 του πήρε μεταγραφή στο Βέλγιο και εκεί κατάφερε να κάνει μια αξιοπρεπέστατη καριέρα ως μέσος πριν τελικά κρεμάσει τα παπούτσια του στα 35 του το 1985, έχοντας και 54 συμμετοχές με την εθνική ομάδα.
Λίγους μόλις μήνες αργότερα, η ΠΟ του Λουξεμβούργου του ζήτησε να αναλάβει προπονητής της εθνικής κι αυτός δεν μπορούσε να αρνηθεί. Για τα επόμενα 16 χρόνια καθόταν στον πάγκο μιας ομάδας που είχε πρωταρχικό, και για την ακρίβεια μοναδικό, στόχο να αποφύγει όσους περισσότερους διασυρμούς μπορούσε. Ο στόχος δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός από τη στιγμή που μιλάμε για μια από τις μικρότερες χώρες της Ευρώπης με πληθυσμό κοντά στους 600.000 κατοίκους, που ειδικά εκείνη την εποχή στελεχωνόταν αποκλειστικά με ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές.
Ο Πολ Φιλίπ που έχει περάσει από όλα τα πόστα της εθνικής
Δάσκαλοι, γιατροί, οικονομολόγοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι έβρισκαν το απόγευμα λίγο χρόνο από τις δουλειές τους για να προπονηθούν με την ομάδα τους που αγωνιζόταν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της χώρας και μια στο τόσο μαζευόταν και με μερικούς άλλους ερασιτέχνες από τις υπόλοιπες ομάδες για να εκπροσωπήσουν τη χώρα στα προκριματικά των διεθνών διοργανώσεων. Εκτός όμως από το μέγεθος, το Λουξεμβούργο είχε να αντιμετωπίσει ένα ακόμα εμπόδιο στην προσπάθεια του να φτιάξει μια ανταγωνιστική εθνική.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες του πλανήτη που τα περισσότερα παιδιά ποντάρουν στο ποδόσφαιρο για να καταφέρουν να ζήσουν μια ευκατάστατη ζωή, στο Λουξεμβούργο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όταν μεγαλώνεις σε μια από τις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, με έναν από τους μεγαλύτερους μέσους μισθούς, το να σνομπάρεις μια καλοπληρωμένη δουλειά σε οποιονδήποτε τομέα για να αφοσιωθείς στο ποδόσφαιρο, που εντός των τειχών παίζεται και λειτουργεί ακόμα σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ακούγεται σαν τρέλα.
Η έτσι κι αλλιώς μικρή δεξαμενή παικτών από την οποία είχε να διαλέξει παίκτες ο Φιλίπ μίκραινε κι άλλο και το αποτέλεσμα ήταν η εθνική ομάδα της χώρας να είναι σταθερά ένας σάκος του μποξ για τις μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες ομάδες της ηπείρου. Όταν τελικά αποσύρθηκε από τον πάγκο της, στα τέλη του 2001, τα στατιστικά ήταν αρκετά αποθαρρυντικά για οποιονδήποτε ήλπιζε για κάτι καλύτερο στο μέλλον: Μέχρι εκείνο το σημείο, στα 67 προηγούμενα χρόνια των προκριματικών αγώνων Μουντιάλ και Euro, το Λουξεμβούργο μετρούσε 6 επίσημες νίκες. Έξι νίκες σε περισσότερα από 160 παιχνίδια! Στα τελευταία του ματς ως προπονητής της, στα προκριματικά του Μουντιάλ 2002, η ομάδα είχε 10/10 ήττες, έφαγε 6 γκολ από τη Γιουγκοσλαβία, 5 από την Ελβετία ενώ ηττήθηκε και δυο φορές, μέσα-έξω, από τα, ακόμα μικρότερα, Νησιά Φερόε.
Έχοντας πιάσει σχεδόν πάτο στην κατάταξη της ΦΙΦΑ, οι άνθρωποι της ΠΟ της χώρας αποφάσισαν πως κάτι πρέπει να αλλάξει. Μέσα στα επόμενα χρόνια, και με πρόεδρο πλέον τον ίδιο τον Πολ Φιλίπ που ολοκλήρωσε έτσι το τρίπτυχο ‘παίκτης-προπονητής-πρόεδρος’ της εθνικής, εφαρμόστηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που είχε ως στόχο να αναπτυχθεί το ποδόσφαιρο στη χώρα, με τις κατάλληλες υποδομές και με σωστή στελέχωση. Εκείνη την εποχή άνοιξε κοντά στην πόλη Μοντερκάνζ ένα ποδοσφαιρικό σχολείο που θα λειτουργούσε ως κέντρο εκπαίδευσης νέων παικτών. Μέσα στα επόμενα χρόνια το σχολείο εξελίχθηκε από όλες τις απόψεις.
Οι εγκαταστάσεις εκσυγχρονίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που πλέον βρίσκει κανείς εκεί ακόμα και κλειστό, πλήρως εξοπλισμένο, γήπεδο, προσελήφθησαν καλύτεροι προπονητές ακαδημιών και από άλλες χώρες ενώ δημιουργήθηκε και ένα δίκτυο με σκάουτερς αλλά και με γνωστές και λιγότερο γνωστές επαγγελματικές ομάδες των γειτονικών χωρών που είναι πρόθυμες να δώσουν ευκαιρίες στα καλύτερα ταλέντα που βγαίνουν από το σχολείο.
Ο έφηβος που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μπορεί πλέον, χάρη και στη δικτύωση που υπάρχει, να βρει ένα καλό συμβόλαιο σε κάποια ομάδα της Γαλλίας, του Βελγίου ή της Γερμανίας, κάτι που τον αποτρέπει από το να παρατήσει το ποδόσφαιρο για χάρη κάποιας άλλης δουλειάς. Με αυτόν τον τρόπο κερδίζει και η εθνική που μπορεί πλέον να εκπροσωπηθεί από επαγγελματίες παίκτες και όχι από ανθρώπους που παίζουν για την πλάκα τους μετά από ένα 8ωρο σε κάποιο γραφείο. Ο Πολ Φιλίπ το περιγράφει συνοπτικά: “Κάποια στιγμή τα βάλαμε κάτω και αποφασίσαμε ότι πρέπει οι παίκτες μας να παίζουν σε κάποιο επαγγελματικό πρωτάθλημα, δηλαδή πρέπει να φύγουν στο εξωτερικό. Επειδή δεν γίνεται όμως να τους στείλεις έξω έτσι απλά, έπρεπε να φτιάξουμε το προηγούμενο βήμα. Ξεκινάμε να παρακολουθούμε παίκτες από όταν είναι 9-10 ετών. Τους καλύτερους τους παίρνουμε στο κέντρο της εθνικής και εκεί τους εκπαιδεύουμε. Εκεί περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας και τα σ/κ πηγαίνουν και παίζουν με τις ομάδες τους. Όταν γίνουν 16-17 χρησιμοποιούμε το δίκτυο μας για να τους βρούμε μια ομάδα σε κάποια καλή γειτονική χώρα.”
Ο Λοκ Χολτς, προπονητής του Λουξεμβούργου από το 2010
Τα αποτελέσματα από ένα τόσο μεγαλεπήβολο σχέδιο όπως ήταν αναμενόμενο άργησαν να φανούν αλλά είναι όλο και πιο ορατά τα τελευταία χρόνια. Μόνο την τελευταία 10ετια το Λουξεμβούργο έκανε στα προκριματικά όσες νίκες είχε κάνει τα προηγούμενα 75 χρόνια. Στο διάστημα αυτό η ομάδα του Λοκ Χολτς, τον οποίο είχε παίκτη ο Φιλίπ στην εθνική στα 90s, πήρε κάποιες ιστορικές ισοπαλίες (όπως το 1-1 το 2014 μέσα στην Ιταλία και το 0-0 το 2017 μέσα στη Γαλλία), τερμάτισε 1η στον όμιλο της και αυτόματα κέρδισε την άνοδο από την κατηγορία D στην κατηγορία C του Nations League και δυσκόλεψε αρκετούς μεγάλους αντιπάλους, που στο παρελθόν της έβαζαν γκολ από τα αποδυτήρια.
Φυσικά οι ήττες είναι ακόμα πολύ περισσότερες από τις νίκες, καθώς μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια χώρα που ουσιαστικά βασίζεται σε μερικές εκατοντάδες ποδοσφαιριστές εκ των οποίων επαγγελματίες σε σοβαρό επίπεδο είναι περίπου 20, αλλά η αλλαγή παραμένει θεαματική και αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στην κατάταξη της ΦΙΦΑ. Το 2006 το Λουξεμβούργο βρισκόταν στη θέση 186 και φυσικά στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με τις ευρωπαϊκές ομάδες. Το 2017 η ομάδα είχε σκαρφαλώσει στην 83η θέση παγκοσμίως για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Το νέο, ανανεωμένο Λουξεμβούργο έστειλε μια ακόμα προειδοποιητική βολή πριν λίγες μέρες στο εναρκτήριο παιχνίδι των προκριματικών για το Μουντιάλ, όταν και κέρδισε με 0-1 μέσα στην Ιρλανδία μια ομάδα που βρίσκεται 50 θέσεις πιο ψηλά στην κατάταξη. Οι περισσότεροι παίκτες της εντεκάδας που πέτυχε το μεγάλο διπλό είναι επαγγελματίες, ξεκίνησαν από το σχολείο στο Μοντερκάνζ και αγωνίζονται σε ομάδες του εξωτερικού.
Σε έναν όμιλο που υπάρχει ακόμα η Πορτογαλία και η Σερβία, οι ελπίδες πρόκρισης παραμένουν μηδαμινές, κι αυτό το ξέρει καλά ο Πολ Φιλίπ που πλέον έχει να αντιμετωπίσει κι ένα αναπάντεχο πρόβλημα. Τον αυξανόμενο ενθουσιασμό των φιλάθλων: “Είμαστε ένα χωριό. Δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ παγκόσμιοι πρωταθλητές. Νομίζω πως επειδή οι φίλαθλοι μας βλέπουν ότι βελτιωνόμαστε συνεχώς τα τελευταία χρόνια, πιστεύουν ότι σύντομα θα καταφέρουμε μεγάλα πράγματα. Δεν ισχύει όμως αυτό. Φτάσαμε στο σημείο που το πρόβλημα μας είναι πως θα εξηγήσουμε στους οπαδούς μας ότι δεν γίνεται να συνεχίσει η άνοδος μας με τους ρυθμούς που αυτή γίνεται τα τελευταία 6 χρόνια. Είμαστε μικρή χώρα και πάντα θα είμαστε μικρή χώρα.”