Τρέξε Χουάν, τρέξε

Το 1509, ο Ισπανός κονκισταδόρος Αλόνσο ντε Οχέδα γινόταν ο πρώτος που εξερευνούσε τη βορειοδυτική περιοχή της χώρας που θα γινόταν αργότερα η Κολομβία. Εκεί, στις ακτές της Καραϊβικής, ίδρυσε τον πρώτο ισπανικό καταυλισμό με το όνομα Σαν Σεμπαστιάν ντε Ουρουμπά, μαζί με τους 300 άνδρες του, που είχαν πάρει την άδεια από τον βασιλιά της Ισπανίας και ταξίδευαν με όνειρα για χρυσάφι και δόξα. Το δόλιο Σαν Σεμπαστιάν όμως δεν θα μακροημέρευε. Η επιλογή του μέρους μπορεί να φάνταζε καλή αρχικά, αλλά οι Ισπανοί είχαν λογαριάσει χωρίς τους ιθαγενείς της περιοχής, που σίγουρα δεν είχαν μάθει για τον Ξένιο Δία και υποδέχτηκαν τους κονκισταδόρους με επιθετικές διαθέσεις και βέλη με δηλητήριο. Ο Οχέδα άφησε κάποιους άνδρες εκεί και συνέχισε την εξερεύνηση, με την υπόσχεση να γυρίσει πίσω έγκαιρα. Ο καιρός περνούσε, ο Οχέδα δεν επέστρεφε και από τους 300 άνδρες, είχαν μείνει ζωντανοί μόλις οι 45. Το οχυρό τελικά εγκαταλείφθηκε, καθώς οι επιζώντες, μαζί με κάποιες ενισχύσεις, μετακόμισαν στην άλλη πλευρά του κόλπου. Εκεί βρήκαν και κατέλαβαν ένα χωριουδάκι άλλων ιθαγενών (αγροτών με φιλικές διαθέσεις και χωρίς βέλη με δηλητήριο). Ο Οχέδα μετά το φιάσκο αυτό, παραιτήθηκε από κυβερνήτης της “Νέας Ανδαλουσίας”, ζώντας τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε ένα μοναστήρι.

Πεντακόσια περίπου χρόνια μετά, αρκετά πράγματα άλλαξαν στην περιοχή, άλλα όμως έμειναν ίδια. Το Σαν Σεμπαστιάν ντε Ουρουμπά, κάηκε από τους ιθαγενείς λίγο αφότου οι κονκισταδόροι το εγκατέλειψαν. Οι ομορφιές της τροπικής φύσης και οι παραλίες υπάρχουν εκεί. Οι “Ινδιάνοι” της περιοχής εξακολουθούν να μένουν εκεί. Οι φυλές Γκούνα και Ζενού, έχουν ακόμα κάποια μικρά χωριουδάκια που κινούν το ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων εξαιτίας της τεράστιας παράδοσής τους. Και περίπου 2 χιλιόμετρα μακριά από το Σαν Σεμπαστιάν υπάρχει σήμερα η πόλη του Νεκοκλί. Δυστυχώς όμως, ανάμεσα σε αυτά που δεν άλλαξαν, είναι και η βία. Αυτή τη φορά όχι με βέλη γεμάτα με δηλητήριο, αλλά με σφαίρες. Το Νεκοκλί κι η ευρύτερη περιοχή, αποτελούσαν στις δεκαετίες του 1980 και 1990 πεδίο μάχης. Έμποροι ναρκωτικών και παραστρατιωτικοί δεν λογάριαζαν ανθρώπινες απώλειες και οι πυροβολισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Σε αυτό το μέρος γεννήθηκε το 1988 ο Χουάν Γκιγιέρμο Κουαδράδο. Οι γονείς του προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προστατέψουν το παιδί τους. Ο μπαμπάς Γκιγιέρμο, οδηγός φορτηγού για εταιρεία με αναψυκτικά κι η μαμά Μαρσέλα, βλέποντας τη βία να αυξάνεται, αποφάσισαν να συνδυάσουν την ασφάλεια του παιδιού τους με το παιχνίδι. Όποτε ο Χουάν άκουγε πυροβολισμούς έπρεπε να τρέξει και να μπει κάτω από το κρεβάτι του. Στη συνέχεια έβγαινε και οι γονείς του το αγκάλιαζαν γεμάτοι ανακούφιση. Μέχρι που το 1992, χρονιά που η βία είχε κορυφωθεί, οι πυροβολισμοί ακούστηκαν πολύ κοντά στο σπίτι. Ο Χουάν έτρεξε στην ασφάλειά του. Οι ήχοι από τα όπλα σταμάτησαν μετά από λίγο. Οι γονείς του όμως δεν εμφανίστηκαν. Ένας άλλος ήχος έφτασε στα αυτιά του 4χρονου Χουάν. Ο ήχος του κλάματος. Όταν βγήκε έξω, είδε τη μητέρα του πάνω από το άψυχο σώμα του πατέρα του που είχε πέσει θύμα των διασταυρούμενων πυρών δύο συμμοριών. Ένας ακόμα αθώος που έχανε τη ζωή του στον πόλεμο των ναρκωτικών.

Μαμά και γιος δεν το έβαλαν κάτω. Μετακόμισαν σε μια άλλη περιοχή, με τη Μαρσέλα να βρίσκει δουλειά σε μπανανοφυτείες τα πρωινά (και τον Χουάν να μένει σε θείους), ενώ πήγαινε και σε νυχτερινό σχολείο, έχοντας μαζί τον μικρούλη Χουάν που κοιμόταν δίπλα της την ώρα του μαθήματος. Ο Χουάν λάτρευε την μπάλα, ήταν ένα υπερκινητικό παιδί που γύριζε μονίμως με τα ρούχα λερωμένα από το ποδόσφαιρο. Η μητέρα του όμως δεν ήθελε σε καμία περίπτωση ο γιος της να σταματήσει το σχολείο. Όταν μάλιστα μια φορά ο Χουάν γύρισε έχοντας χτυπήσει το πόδι του, η τιμωρία ήταν να του πάρει για ένα μήνα τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Τον έγραψε όμως σε μια σχολή ποδοσφαίρου κι έτσι ο Κουαδράδο ξεκίνησε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην τοπική Μάντεστερ Κλουμπ του Απαρτάδο. Η ταχύτητά του κι η ικανότητά του με την μπάλα ήταν εντυπωσιακές και γρήγορα έπαιζε απέναντι σε μεγαλύτερα παιδιά. Πολλές φορές περνούσε όλους τους αντιπάλους και αντί να βάλει γκολ, επέστρεφε πίσω ξαναντριμπλάροντας όλη την ομάδα, όπως θυμάται ο πρώτος προπονητής του.

«Αναπληρώνουμε όλον τον χρόνο που χάσαμε όταν ήταν παιδί. Προσπαθούμε να είμαστε μαζί, όσο γίνεται. Έπρεπε να ήμουν δυνατή και να του δώσω τις ευκαιρίες να πετύχει τον σκοπό. Τώρα τον βλέπω να έχει πραγματοποιήσει το όνειρό του και είμαι η πιο χαρούμενη μαμά του κόσμου» – μαμά Μαρσέλα

Τότε όμως γνώρισε τον άνθρωπο που μαζί με τη μητέρα του θα καθόριζε τη ζωή του. Ο Νέλσον Γκαγιέγο, σκάουτερ της Ντεπορτίβο Κάλι, είχε ενημερωθεί για τον πιτσιρικά Κουαδράδο και αποφάσισε να τον δει σε ένα τουρνουά. Ο Κουαδράδο ζήτησε από τη μαμά του να τον αφήσει να πάει, αρκετοί άνθρωποι βοήθησαν οικονομικά κι ο μικρός Χουάν έκανε ένα ταξίδι 10 ωρών με λεωοφορείο για να βρεθεί στις δοκιμές. Ο Γκαγιέγο είχε εμπειρία από ταλέντα όπως ο Φαουστίνο Ασπρίγια κι ο Χουάν Πάμπλο Άνχελ και όταν οι άλλοι έβλεπαν ένα κοντό, αδύνατο παιδί, ο ίδιος πίστεψε ότι πέτυχε ένα σπουδαίο ταλέντο. Κάπως έτσι, ο Κουαδράδο άφησε στα 13 του τη μητέρα του πίσω για να μετακομίσει. “Δεν θα σε απογοητεύσω, θα πετύχω και θα είμαι εγώ αυτός που θα σε στηρίζω, δεν θα χρειάζεται να δουλεύεις πια“, της υποσχέθηκε. Αφοσιώθηκε στην μπάλα, συνέχισε και τελείωσε το σχολείο και κάθε Σαββατοκύριακο γύριζε πίσω στην αγαπημένη μαμά του. Ο Γκαγιέγο έγινε μέντορας, σχεδόν πατέρας του. Μαζί με τη γυναίκα του, ήθελαν όχι μόνο να κάνουν τον Κουαδράδο καλό ποδοσφαιριστή, αλλά να τον στέλνουν στο σχολείο και να τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο.  Ο Κουαδράδο άλλαξε τη διατροφή του, έπαιρνε βιταμίνες, έκανε βάρη, αλλά πάντα έπεφτε σε κάποιον προπονητή που δεν ήθελε έναν τόσο μικροκαμωμένο ποδόσφαιρο. Μπορεί να ήταν γρήγορος, αλλά όλοι στέκονταν στη σωματοδομή του. Πέρασε από τους μικρούς της Ντεπορτίβο Κάλι, από διάφορες ερασιτεχνικές ομάδες της Κολομβίας, με τον Γκαγιέγο να κάνει τα πάντα για να του βρει ομάδα. Δοκιμάστηκε μέχρι και στην Αργεντινή (σε Λανούς και Μπόκα), αλλά οι Αργεντίνοι του είπαν ότι στα 19 του ήταν πολύ “μεγάλος” για ταλέντο. Η επιμονή και το πάθος του για το ποδόσφαιρο και οι προσπάθειες του Γκαγιέγο, έφεραν τελικά την ευκαιρία. Ο Κουδράδο στα 20 του πήγε στην Ιντεπεντιέντε Μεντεγίν για να παίξει ως δεξί μπακ και να καλύψει ένα κενό της ομάδας.

Οι εμφανίσεις του ήταν εξαιρετικές και σχεδόν αμέσως πέρασε τον Ατλαντικό για την Ιταλία και την Ουντίνεζε. Από εκεί και πέρα η πορεία του είναι πάνω κάτω γνωστή. Στη Φιορεντίνα κάνει όνομα, στην Τσέλσι δεν πιάνει ιδιαίτερα, αλλά το Τορίνο γίνεται τελικά το σπίτι του από το 2015 και μετά. Περνάει καλές και κακές στιγμές. Κερδίζει τίτλους με τη Γιούβε, χάνει τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ, αποθεώνεται, κριτικάρεται για τις αμυντικές του αδυναμίες, παίζει εδώ και χρόνια στην εθνική Κολομβίας. Και κυρίως συνεχίζει να τρέχει και να δημιουργεί. Να τρέχει όχι πια από τον φόβο των πυροβολισμών, αλλά προκαλώντας ο ίδιος τον φόβο στους αντιπάλους αμυντικούς.

Μπορεί να έχει φτάσει πλέον τα 32 του, αλλά σε μια χρονιά που η Γιουβέντους δεν τα πάει καλά και δίνει μάχη για να επιστρέψει στη διεκδίκηση του τίτλου, ο Κουαδράδο ξεχωρίζει. Ο Πίρλο τον χρησιμοποιεί συνεχώς κι ο Κουαδράδο δημιουργεί πονοκεφάλους από τη δεξιά πτέρυγα της Γιουβέντους. Πριν λίγες ημέρες, ο Πάολο Μοντέρο είπε ότι ο Κολομβιανός είναι σε απίστευτη κατάσταση, θυμίζει τον… Γκαρίντσα και κάνει μεγαλύτερη διαφορά κι από τον ίδιο τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Πιο σημαντικά όμως και από το γεγονός ότι σε μια τέτοια ηλικία παίζει εξαιρετικά, είναι τα όσα κάνει εκτός γηπέδων. Ο Κουαδράδο που δεν πίνει, δεν ξενυχτά και απλά του αρέσει η μουσική και ο χορός, έχει φτιάξει ένα ίδρυμα πίσω στο Νεκοκλί για τα φτωχά παιδιά της πόλης. Και έχει φτιάξει και τη δική του εταιρεία ρούχων, προσλαμβάνοντας άνεργους από την περιοχή και στηρίζοντας την πατρίδα του. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, φρόντισε ώστε 360 οικογένειες να έχουν προμήθειες. Γιατί μπορεί ο ίδιος κι η μητέρα του να τα κατάφεραν και να γλίτωσαν, αλλά τα πράγματα στην Κολομβία δεν έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν ανάγκη κι ο Κουαδράδο δεν τους ξεχνά.