Τζίμι Γκριβς: ο άνθρωπος-γκολ

«Ο Τζίμι Γκριβς ήταν ένας σπάνιος ποδοσφαιριστής που λατρεύτηκε από όλους όσους αγαπούν πραγματικά το ποδόσφαιρο ανεξάρτητα από ποια ομάδα υποστηρίζουν κι αυτό φανερώνει την αξία του τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως άνθρωπος». Η φράση που μόλις διαβάσατε ανήκει στον προπονητή της Αγγλίας Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ και περικλείει, σε λίγες μόνο λέξεις, την αξία αλλά και την κληρονομιά που άφησε στο ποδόσφαιρο της Αγγλίας ο σπουδαίος αυτός επιθετικός όταν και μας «άφησε», στις 19 Σεπτεμβρίου του ’21, στα 81 του χρόνια. Ο Τζίμι Γκριβς γεννήθηκε στο Έσσεξ στο αγαπημένο του Ανατολικό Λονδίνο στις 20 Φεβρουαρίου του 1940 και σταμάτησε ουσιαστικά το ποδόσφαιρο το 1971, μόλις στα 31 του χρόνια, έχοντας προλάβει όμως να διαγράψει μια αξιοζήλευτη καριέρα, κατακτώντας σημαντικούς τίτλους και κάνοντας φυσικά αυτό που ήξερε όσο λίγοι. Να σκοράρει.

Η καριέρα του ξεκίνησε αρκετά νωρίς, μόλις στα 15 του χρόνια, υπογράφοντας για την Τσέλσι σε μια περίοδο που οι «μπλε» ήταν πρωταθλητές Αγγλίας. Μιλάμε για το 1955 όταν και τον ανακάλυψε ο παλιός επιθετικός της Τσέλσι, Τζέιμς Τόμσον, να παίζει ποδόσφαιρο με την ομάδα του σχολείου του. Στην πρώτη του σεζόν με την ομάδα νέων των «μπλε» ο Γκριβς σκόραρε 51 τέρματα και στο τέλος της δεύτερης είχε φτάσει το εξωπραγματικό νούμερο των 122 τερμάτων. Τότε, το καλοκαίρι του 1957 και ενώ δούλευε για να βοηθήσει την οικογένειά του, ο προπονητής της πρώτης ομάδας Τεντ Ντρέικ θα του ζητήσει να γίνει μέλος της πρώτης ομάδας της Τσέλσι προσφέροντάς του επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο Τζίμι Γκριβς ήταν μόλις 17 ετών και θεωρούνταν ήδη το μεγαλύτερο επιθετικό ταλέντο που υπήρχε στο Νησί. Στην πρώτη του σεζόν με την Τσέλσι (τη σεζόν 1957-58) σκόραρε 22 γκολ σε 37 παιχνίδια βοηθώντας την ομάδα να τερματίσει στη μέση της βαθμολογίας και φτιάχνοντας παράλληλα το όνομά του στο ποδόσφαιρο της χώρας. Ο νεαρός Άγγλος εκτός της εξωπραγματικής σχέσης που είχε με τα αντίπαλα δίχτυα ήταν και ένας εξαιρετικός ντριμπλέρ, στα όρια του φαντεζί, που ανέβαζε ακόμα περισσότερο τις ποδοσφαιρικές του μετοχές κάνοντας τα πλήθη να παραληρούν σε κάθε επαφή του με την μπάλα. Στα 20 του, σε μια ηλικία που αρκετοί παίκτες απλά συμπληρώνουν την αποστολή της κάθε ομάδας, ο Γκριβς είχε ήδη φτάσει τα 100 γκολ στην πρώτη κατηγορία, ρεκόρ που φυσικά και παραμένει μέχρι και τις μέρες μας.

Καλοκαίρι του 1961 και τον παίκτη θα προσεγγίσει Ιταλός επιχειρηματίας της εστίασης για να υπογράψει στη Μίλαν. Οι ροσονέρι την προηγούμενη σεζόν είχαν τερματίσει στη 2η θέση πίσω από τη Γιουβέντους και ο προπονητής της ομάδας Τζουσέπε Βιάνι βλέπει στο πρόσωπο του νεαρού Άγγλου τον παίκτη που θα βοηθήσει στο να ξεκλειδώνουν πιο εύκολα οι άμυνες της λίγκας. Βρισκόμαστε άλλωστε στην εποχή του κατενάτσιο και της ιταλικής «τέχνης» της άμυνας με το γκολ να μην είναι καθόλου εύκολη υπόθεση αν και οι κινήσεις του Γκριβς εντός της μεγάλης περιοχής είχαν ήδη δημιουργήσει σχολή. Ο νεαρός δεν θα δείξει ενδιαφέρον αλλά οι όποιες αντιστάσεις θα καταρρεύσουν όταν ακούσει το ποσό της αμοιβής του. Ποιο ήταν αυτό; 7000 λίρες για μία σεζόν την ίδια ώρα που το συμβόλαιό του στους «μπλε» ήταν 6000 λίρες λιγότερες. Φυσικά και οι υπογραφές έπεσαν πιο γρήγορα κι από σπριντ του Roadrunner όταν το κυνηγούσε το Κογιότ με τον ιταλικό αθλητικό Τύπο να μιλάει ήδη για τον νεαρό Άγγλο που θα οδηγούσε τη Μίλαν -και πάλι- στο πρωτάθλημα.

Τελικά η Μίλαν επέστρεψε στο σκουντέτο, αφήνοντας δεύτερη την Ίντερ αλλά ο Γκριβς δεν θα πραγματοποιήσει μια ακόμα σπουδαία σεζόν σε προσωπικό επίπεδο. Τα προβλήματα ήταν πολλά από την αρχή της σεζόν και γιγαντώθηκαν  με την έλευση του Νερέο Ρόκο στη θέση του Βιάνι μιας και ο νεαρός δεν τα έβρισκε με τίποτα με τον προπονητή του. Αν και πρόλαβε να σκοράρει 9 τέρματα (σε 12 εμφανίσεις) άφησε το Μιλάνο για το αγαπημένο του Λονδίνο τον Γενάρη του 1961, με την Τότεναμ του σπουδαίου Μπιλ Νίκολσον να τον κάνει δικό της με το ποσό-ρεκόρ των 99.999 λιρών. Πάντως όσο κι αν δεν ταίριαξε με το ιταλικό ποδόσφαιρο, ο Τζίμι Γκριβς θεωρούσε εκείνο το λίγων μηνών πέρασμα από τη Μίλαν ως σπουδαίο σχολείο για τον ίδιο μιας και έμαθε να λειτουργεί μέσα από άμυνες που ισορροπούσαν στο κομμάτι της σκληράδας και της τακτικής κάτι που τον βοήθησε να μεγαλουργήσει στη συνέχεια της καριέρας του τόσο με την Τότεναμ όσο και με την εθνική Αγγλίας.


Με τον σπουδαίο Μπιλ Νίκολσον

Ο Τζίμι Γκριβς έμεινε στην Τότεναμ από το 1961 μέχρι και το 1970 παίζοντας -σε εκείνη την εξαιρετική ομάδα του Μπιλ Νίκολσον- το καλύτερο ποδόσφαιρο της καριέρας του, δίπλα σε πολλούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές της εποχής και κατακτώντας παράλληλα πολλούς σπουδαίους τίτλους. Δύο Κύπελλα Αγγλίας (1962 και 1967), Δύο Τσάριτι Σιλντ (1962 και 1967) και φυσικά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1963 απέναντι στην Ατλέτικο Μαδρίτης με 5-1 με τον Γκριβς να σκοράρει δύο τέρματα. Αυτό το τρόπαιο ήταν μάλιστα το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο που κατακτούσε αγγλική ομάδα.

Σε προσωπικό επίπεδο από το 1963 μέχρι και το 1965 ήταν ο πρώτος σκόρερ στο αγγλικό πρωτάθλημα, ένα ρεκόρ που όπως ήταν φυσικό τον οδήγησε και στην Εθνική για το Μουντιάλ του 1966 ως ο βασικός επιθετικός στις επιλογές του συντηρητικού, εντός και εκτός γηπέδων, Σερ Αλφ Ράμσεϊ. Αν και αγωνίστηκε βασικός και στα τρία παιχνίδια του ομίλου (με Ουρουγουάη, Μεξικό και Γαλλία) δεν κατάφερε να σκοράρει και μάλιστα στάθηκε αρκετά άτυχος όταν είδε τον σκληροτράχηλο μέσο Ζοζέφ Μπονέλ να τον τραυματίζει στο 2-0 επί των τρικολόρ, αφήνοντάς τον με 14 ράμματα στο πόδι, ουσιαστικά ανίκανο να βοηθήσει στο υπόλοιπο της διοργάνωσης. Ο τραυματισμός έδωσε την ευκαιρία στον Τζεφ Χερστ να πάρει θέση στο αρχικό σχήμα, κάτι που συνεχίστηκε και στον τελικό επί των Γερμανών, με τον Χερστ μάλιστα να σκοράρει και το μυθικό χατ-τρικ που ουσιαστικά οδήγησε τους Άγγλους στην κορυφή του κόσμου για πρώτη -και μοναδική- φορά στην ιστορία τους.

Αν και ο ίδιος δεν το παραδέχτηκε ποτέ, εκείνος ο τραυματισμός και η απουσία του από τον τελικό του Γουέμπλεϊ, ήταν ουσιαστικά η αιτία που όξυνε το ήδη υπάρχον πρόβλημά του με το ποτό βυθίζοντας τον ίδιο σε μια άκρως προβληματική περίοδο, κυρίως τη δεκαετία του 1970, όταν και είχε σταματήσει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Την ίδια περίοδο μάλιστα -και λόγω του ποτού- είχε χωρίσει και από τη γυναίκα του, σε μια σχέση-ζωής που κρατούσε από το 1958. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι μετά την τελευταία του σεζόν με τη Γουέστ Χαμ, το 1970-1971, και λόγω του ποτού, «δεν θυμάμαι τίποτα από τα 70s».

Ευτυχώς για τον ίδιο κατάφερε να νικήσει τους δαίμονές του (και το ποτό) στα τέλη της δεκαετίας, κερδίζοντας -εκτός της καριέρας που έκανε στα μίντια ως ποδοσφαιρικός σχολιαστής βρίσκοντας και πάλι την αγάπη του για το ποδόσφαιρο- και τη γυναίκα του (και μητέρα των παιδιών του), μένοντας μαζί της μέχρι το τέλος, χωρίς όμως να παντρευτούν ξανά. «Είμαι ένας αλκοολικός που έχει να πιει ποτό εδώ και πολλά χρόνια» συνήθιζε να λέει αστειευόμενος μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του για το πάθος που παραλίγο να του στερήσει -αν και το έκανε για κάποια χρόνια- τα πάντα.

Ο Τζίμι Γκριβς σκόραρε 366 γκολ για τα εγχώρια πρωταθλήματα με τις Τσέλσι, Μίλαν, Τότεναμ και Γουέστ Χαμ (έχοντας 0.69 γκολ ανά αγώνα στην Αγγλία) αριθμός που αποτελούσε ρεκόρ μέχρι το 2017 όταν και το έσπασε ο -ποιος άλλος- Κριστιάνο Ρονάλντο, και παραμένει πέμπτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Αγγλίας με 44 γκολ σε 57 αγώνες (με 0.77 γκολ το παιχνίδι) έχοντας και το απόλυτο ρεκόρ για χατ-τρικ με έξι, σε μια διεθνή καριέρα που κράτησε ουσιαστικά μόλις για 7 χρόνια, παίρνοντας μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα. «Πανηγύριζα με όλους τους συμπαίκτες μου στο Γουέμπλεϊ σε μια στιγμή απίστευτης χαράς και μοναδικού θριάμβου αλλά βαθιά μέσα μου γνώριζα πως δεν είχα αγωνιστεί στο κορυφαίο παιχνίδι που μπορεί να βρεθεί ένας ποδοσφαιριστής. Το παιχνίδι που ονειρευόμουν από μικρό παιδί. Τον τελικό ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου» θα πει ο ίδιος για το πως βίωσε τον τελικό συμπληρώνοντας, χρόνια αργότερα, πως εκείνη η στιγμή ουσιαστικά με οδήγησε στο να μην μπορώ να χαρώ στο 100% κανένα ματς από όσα ακολούθησαν».