2 Ιουνίου 1962. Στην πόλη Βίνα ντελ Μαρ η Βραζιλία αντιμετωπίζει την Τσεχοσλοβακία στο δεύτερο παιχνίδι του 3ου ομίλου του Μουντιάλ της Χιλής. Η παγκόσμια πρωταθλήτρια, που είναι και το μεγάλο φαβορί της διοργάνωσης (όπως και τις περισσότερες φορές), επιτίθεται διαρκώς, δημιουργεί ευκαιρίες αλλά οι Ευρωπαίοι αντέχουν. Κάπου στα μισά του ημιχρόνου ο Πελέ κοντρολάρει τη μπάλα υπέροχα με το στήθος λίγο έξω από τη μεγάλη περιοχή, τη στρώνει μπροστά του και δοκιμάζει ένα καλοζυγισμένο σουτ με το αριστερό πόδι. Ο τερματοφύλακας των Τσεχοσλοβάκων πέφτει σωστά και διώχνει μακριά τη μπάλα. Αυτό ήταν το μικρότερο κακό για τους Βραζιλιάνους.
Δυο δευτερόλεπτα μετά τη φυγή της μπάλας από το πόδι του, το 10αρι της Βραζιλίας σηκώνει ψηλά το χέρι και δείχνει να πονάει. Κάτι δεν πάει καλά. Μιας και δεν επιτρέπονται οι αλλαγές, ο Πελέ σφίγγει τα δόντια και συνεχίζει να παίζει κανονικά. Είναι νέος, σφριγηλός και με κενό ουσιαστικά ιατρικό ιστορικό. Η ζημιά όμως αυτή τη φορά είναι σοβαρή. Μερικά λεπτά αργότερα αποχωρεί από τον αγώνα και, όπως θα γίνει γνωστό λίγο αργότερα, και από το τουρνουά.
Το σοκ στην αποστολή της ‘σελεσάο’ είναι τεράστιο. Ο Πελέ δεν ήταν απλά ένας σημαντικός παίκτης και μια πολύ αναγνωρίσιμη φιγούρα. Ήταν ήδη ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στον κόσμο κι ας ήταν 21 ετών. Ήταν ώριμος για την ηλικία του, ήταν ηγέτης εντός γηπέδου, οργάνωνε όλο το παιχνίδι της ομάδας στο κέντρο, όριζε το ρυθμό στην επίθεση και επιπλέον τέλειωνε και τις φάσεις σαν επιθετικός παγκόσμιας κλάσης. Το παιχνίδι με τους Τσεχοσλοβάκους ήταν το 32ο του με την εθνική και σ’αυτά μετρούσε 34 γκολ, ανάμεσα τους και τα 6 που έβαλε στο προηγούμενο Μουντιάλ σε ηλικία 17 χρονών. Το 34ο γκολ το είχε βάλει λίγες μέρες πριν, στην πρεμιέρα του Μουντιάλ του 1962 απέναντι στο Μεξικό. Στο ίδιο ματς είχε δώσει την ασίστ για το πρώτο γκολ της Βραζιλίας και είχε σημαδέψει και το δοκάρι από ένα φάουλ. Χωρίς αυτόν όλα άλλαζαν. Η Βραζιλία χρειαζόταν έναν νέο ηγέτη για να την οδηγήσει ξανά στο τρόπαιο και τον βρήκε εκεί που μάλλον λίγοι θα έψαχναν: Στο πρόσωπο του Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, γνωστού σε όλους ως Γκαρίντσα.
Το ένα του πόδι ήταν λίγο πιο κοντό από το άλλο και το σχήμα τους ήταν τέτοιο που όταν ήταν πολύ μικρός αρκετοί πίστευαν ότι θα έχει θέμα ακόμα και με το περπάτημα. Ήταν εθισμένος στο αλκοόλ, όπως και ο πατέρας του. Ο θρύλος λέει πως στην εφηβεία του έχασε την παρθενιά του από μια κατσίκα γιατί πολύ απλά ήταν μεθυσμένος. Ήταν αγράμματος, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα συμβόλαια που υπέγραφε και ήταν ανήμπορος να διαχειριστεί σωστά τα οικονομικά του. Στο σπίτι του υπήρχαν πεταμένα λεφτά κάτω από το στρώμα ή τσαλακωμένα χαρτονομίσματα στοιβαγμένα μέσα σε βάζα και φρουτιέρες, ενώ κάποιες φορές κυκλοφορούσε με παλιά πουκάμισα που είχαν ραμμένα διαφορετικά κουμπιά, με ξεφτισμένα εσώρουχα και με τρύπια παπούτσια.
Ήταν ψυχολογικά ασταθής και στο σχετικό τεστ που του έκαναν οι γιατροί πριν το Μουντιάλ του 1958 το αποτέλεσμα του ήταν 38/123! Οι προπονητές του στην εθνική φοβήθηκαν να τον χρησιμοποιήσουν στα πρώτα παιχνίδια εκείνου του Μουντιάλ γιατί πίστευαν δεν θα το πάρει στα σοβαρά. Ήταν ικανός να σωριάσει έναν αμυντικό με τη ντρίπλα του και αντί να συνεχίσει την προσπάθεια, να περιμένει να σηκωθεί για να τον ντριπλάρει ξανά. Αδιαφορούσε για τις προπονήσεις, για τις αντίπαλες ομάδες, για την ποιότητα των αμυντικών που θα τον μάρκαραν, για τα συστήματα διεξαγωγής και για πολλές άλλες… λεπτομέρειες γύρω από το παιχνίδι. Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, ήταν ο μεγαλύτερος και πιο προικισμένος ερασιτέχνης που έπαιξε ποτέ επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Όταν όμως έμπαινε στο γήπεδο τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε σημασία. Με τη μπάλα στα πόδια ο ταλαιπωρημένος αυτός φτωχοδιάβολος από το Πάου Γκράντε μετατρεπόταν στον καλύτερο ντριπλέρ του κόσμου, στον παίκτη που έκανε τους θεατές να σηκωθούν από τη θέση τους, να χειροκροτήσουν, να γελάσουν, να νιώσουν ζωντανοί και χαρούμενοι. Ήταν ο “Άγγελος με τα στραβά πόδια” (Anjo de Pernas Tortas) που είχε γίνει η “Χαρά των Ανθρώπων” (Alegria do Povo). Τώρα ξαφνικά, στα 28 του, έπρεπε να γίνει και ηγέτης. Και θα γινόταν. Για χάρη μιας γυναίκας.
Η Έλζα Σοάρες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής σκηνής της Βραζιλίας, μια γυναίκα που κατάφερε από τη φτώχεια και τις φαβέλες να γίνει μια από τις πιο εμβληματικές τραγουδίστριες της σάμπα. Στα 12 της αναγκάστηκε από τον πατέρα της να παντρευτεί έναν φίλο του που την κακομεταχειριζόταν, στα 15 της έχασε ένα παιδί από υποσιτισμό, στα 21 της ήταν ήδη χήρα με πέντε παιδιά και ένα πενιχρό εισόδημα από τη δουλειά της ως καθαρίστρια. Για να ταΐσει και να σώσει τα υπόλοιπα παιδιά της έπαιρνε μέρος σε διάφορους ραδιοφωνικούς διαγωνισμούς. Σε έναν από αυτούς εμφανίστηκε τόσο απελπισμένη και με ταλαιπωρημένα ρούχα πιασμένα με παραμάνες που ο σταρ της εκπομπής, Άρι Μπαρμπόσα, τη ρώτησε περιπαιχτικά “Από ποιον πλανήτη μας ήρθε εσύ καλή μου;” για να πάρει την πληρωμένη απάντηση: “Από τον ίδιο πλανήτη που ξεκίνησες κι εσύ Άρι. Από τον Πλανήτη Πείνα”. Λίγα μόλις λεπτά μετά και αφού είχε σιγήσει τους πάντες με τη φωνή της, ο σοκαρισμένος Άρι αναφωνούσε: “Κυρίες και κύριοι, μόλις γεννήθηκε ένα αστέρι”.
Tο καλοκαίρι του 1962 η Σοάρες βρισκόταν κι αυτή στη Χιλή για μια σειρά εκδηλώσεων που σχετίζονταν με το Μουντιάλ. Εκεί γνώρισε και τον Λούις Άρμστρονγκ που γοητεύτηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να δοκιμάσει την τύχη της στις ΗΠΑ. Η Σοάρες όμως δεν ήθελε να φύγει από την πατρίδα της γιατί λίγους μόλις μήνες πριν είχε ερωτευτεί έναν ποδοσφαιριστή που, όπως και αυτή, ξεκίνησε από την απόλυτη εξαθλίωση, έζησε μια ζόρικη ζωή αλλά κατάφερε να γίνει θρύλος στον τομέα του. Ο έρωτας του Γκαρίντσα με τη Σοάρες ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που η Βραζιλία στάθηκε στα πόδια της μετά το πλήγμα που υπέστη με τον τραυματισμό του Πελέ.
Με τη βασίλισσα της σάμπα στις κερκίδες ο Γκαρίντσα εμφανίστηκε στο τουρνουά άλλος άνθρωπος. Αρκετά χρόνια μετά η Σοάρες αποκάλυψε πως ένα βράδυ λίγο πριν την έναρξη της διοργάνωσης ο Μανέ της είχε υποσχεθεί ότι θα κερδίσει αυτό το κύπελλο για χάρη της, μια υπόσχεση που επιβεβαιώνει και ο φροντιστής της εθνικής ομάδας. Σύμφωνα μ’αυτόν, εκείνη ήταν ο μόνος λόγος που ο Μανέ για πρώτη φορά στη ζωή του πρόσεχε το πόσο έπινε, έκανε προπόνηση και ενδιαφερόταν σοβαρά για τους αγώνες.
Ο παίκτης που τέσσερα χρόνια πριν απορούσε γιατί γινόταν όλος ο χαμός μετά το τέλος του τελικού με τη Σουηδία (καθώς πίστευε ότι το τουρνουά ήταν σαν το πρωτάθλημα και πως θα έπρεπε να παίξουν ξανά με όλους άλλη μια φορά), είχε τώρα εστιάσει όλο του το είναι στο να χαρίσει στην αγαπημένη του αυτό το τρόπαιο. Το να αντικαταστήσεις επάξια τον Πελέ δεν ήταν φυσικά εύκολο αλλά αν υπήρχε εκείνη την εποχή ένας που μπορούσε να το κάνει ήταν κάποιος που στην πρώτη κανονική προπόνηση που έκανε στη ζωή του, σε ηλικία 20 ετών όταν δοκιμαζόταν στη Μποταφόγκο, ανάγκασε τον βασικό αριστερό μπακ της εθνικής Βραζιλίας, Νίλτον Σάντος, να πιάσει μόνος του τον πρόεδρο της ομάδας και να του πει: “Κάνε ό,τι μπορείς για να τον πάρουμε, για να μη χρειαστεί να παίξω ξανά αντίπαλος του.”
Στο πρώτο παιχνίδι χωρίς τον Πελέ, η Βραζιλία αντιμετώπισε στον τελευταίο αγώνα των ομίλων την Ισπανία του Πούσκας, βρέθηκε πίσω στο σκορ στο 35′ και κινδύνευε ακόμα και με πρόωρο αποκλεισμό. Στο δεύτερο ημίχρονο όμως ο Γκαρίντσα ανέλαβε δράση. Οι επελάσεις του από δεξιά διαδέχονταν η μια την άλλη και η πίεση απέφερε καρπούς. Η Βραζιλία κατάφερε να ισοφαρίσει στο 72′ και τελικά να πάρει το παιχνίδι στο 86′ μετά από δική του ασίστ, αφού προηγουμένως είχε ντριπλάρει δυο αντιπάλους.
Στα προημιτελικά τους πρωταθλητές περίμενε η Αγγλία. Για να τον ιντριγκάρει ο Νίλτον Σάντος του είπε ότι κάποιος Άγγλος είχε ισχυριστεί δημόσια πως οι ντρίπλες του είναι υπερτιμημένες. Με την εκλεκτή της καρδιάς του να τον παρακολουθεί από τις εξέδρες και έναν προκλητικό αντίπαλο να τον αμφισβητεί, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό. Ο Γκαρίντσα σκόραρε δυο φορές (τη μια μάλιστα με το κεφάλι), ο Βαβά πρόσθεσε ένα ακόμα μετά από ριμπάουντ σε σουτ του Γκαρίντσα και η Βραζιλία επικράτησε με 3-1. “Ηταν ο Στάνλεϊ Μάθιους, ο Τομ Φίνεϊ και ένας γητευτής φιδιών, όλα σε ένα” έγραψε την επόμενη μέρα γι’αυτόν στην κριτική του αγώνα ο Άγγλος ανταποκριτής. Και η παράσταση του δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί.
Στον ημιτελικό με την οικοδέσποινα Χιλή βρήκε δίχτυα άλλες δυο φορές μέσα στα πρώτα 32 λεπτά, αποκαλύπτοντας ένα ταλέντο που κανένας δεν ήξερε πως είχε έως τότε. Στο μυαλό όλων ήταν αυτός που συνήθως ζάλιζε, κυριολεκτικά, τους αντιπάλους με τις ντρίπλες του, τους εξουδετέρωνε και στη συνέχεια έδινε την ευκαιρία στους επιθετικούς του να τελειώσουν τη φάση. Ο διαφορετικός Γκαρίντσα του 1962 όμως έπρεπε να καλύψει και τα γκολ του Πελέ και το έκανε με τα τέσσερα γκολ του σε προημιτελικό και ημιτελικό, ένα ανέλπιστο νούμερο αν αναλογιστεί κανείς ότι στις προηγούμενες 34 συμμετοχές του με το εθνόσημο είχε 5 γκολ όλα κι όλα. Η Βραζιλία κέρδισε τελικά το παιχνίδι με 4-2 και τα εγκώμια των αντιπάλων προέρχονταν αυτή τη φορά από τη Ν. Αμερική. “Από ποιον πλανήτη έχει έρθει ο Γκαρίντσα;” ρωτούσε την επόμενη μέρα η τοπική εφημερίδα Ελ Μερκούριο. “Πώς να μαρκάρεις αυτόν που δεν μαρκάρεται;” αναρωτήθηκε ο Νέλσον Ροντρίγκες, διάσημος Βραζιλιάνος θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος.
Το τελευταίο εμπόδιο της Βραζιλίας πριν τον δεύτερο σερί τίτλο ήταν η, γνώριμη τους από το παιχνίδι των ομίλων, Τσεχοσλοβακία. Πριν από αυτή όμως, ανέκυψαν δυο αναπάντεχα θέματα. Αρχικά η κόκκινη κάρτα που είδε ο Γκαρίντσα στα τελευταία λεπτά του αγώνα με τη Χιλή, όταν αντέδρασε σε ένα άσχημο μαρκάρισμα. Στην εκδίκαση της υπόθεσης την επόμενη μέρα ο Περουβιανός διαιτητής δήλωσε ότι ίσως η αντίδραση του παίκτη δεν ήταν και τόσο ακραία τελικά και με σύμμαχο και τον κόσμο, που δεν ήθελε να δει έναν παγκόσμιο τελικό χωρίς έναν ακόμα σούπερ σταρ (αφού ο Πελέ παρέμενε εκτός δράσης), οι Βραζιλιάνοι κέρδισαν την έφεση και το διάσημο 7αρι το δικαίωμα να αγωνιστεί κανονικά στον τελικό.
Τη μέρα του τελικού όμως εμφανίστηκε ένα νέο ζήτημα. Ο Γκαρίντσα ξύπνησε με έναν τρομερό πονοκέφαλο και έναν πυρετό που έφτασε μέχρι τους 38,5°C. Δεν υπήρχε όμως καμία περίπτωση να χάσει το παιχνίδι. Αυτό ήταν το Μουντιάλ του και δεν γινόταν να δει το φινάλε του από τις εξέδρες. Οι ασπιρίνες έκαναν τη δουλειά τους ως ένα σημείο και παρ’ότι δεν σκόραρε αυτή τη φορά, ήταν ξανά κομβικός απασχολώντας συνεχώς δυο και τρεις αντιπάλους. Η Βραζιλία κέρδισε με 3-1, παρ’ότι έμεινε πίσω στο σκορ στην αρχή, και έγινε για δεύτερη σερί φορά παγκόσμια πρωταθλήτρια χάρη σε έναν άνθρωπο που δώδεκα χρόνια πριν, στο Μουντιάλ του 1950, ήταν τόσο στον κόσμο του που την ώρα του καταραμένου τελικού με την Ουρουγουάη είχε πάει για ψάρεμα.
Σύμφωνα με το μύθο, με το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή η Έλζα Σοάρες λιποθύμησε από τη χαρά της στις κερκίδες. Η παράνομη ως τότε σχέση τους (αφού ο Γκαρίντσα ήταν ακόμα παντρεμένος) τα επόμενα χρόνια θα γινόταν νόμιμη και θα περνούσε από τόσα κύματα που χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να τα καταγράψει. Ένας συνδυασμός δράματος, πάθους και ανείπωτης τραγωδίας, με θανάτους, βίαια σκηνικά, εξορία αλλά και μπόλικη αγάπη. Μια παθιασμένη σχέση που απασχόλησε για χρόνια μια ολόκληρη χώρα, ένας έρωτας από αυτούς που στο χωριό μας τους αποκαλούν λαϊκά “larger than life”.
Το Μουντιάλ του 1962 ήταν και η τελευταία πραγματικά σπουδαία παράσταση του Μανέ. Οι καταχρήσεις, οι εθισμοί, οι τραυματισμοί και η χαοτική προσωπική του ζωή κατέστρεψαν εν τέλει ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έβγαλε ποτέ η Βραζιλία αλλά τουλάχιστον δεν κατάφεραν να αμαυρώσουν τα όσα είχε πετύχει μέχρι τότε. Όπως λέγεται συχνά, οι Βραζιλιάνοι που πρόλαβαν εκείνη τη χρυσή εποχή σέβονται τον Πελέ αλλά λατρεύουν τον Γκαρίντσα. Στο Μουντιάλ της Αγγλίας και σε ηλικία 32 ετών φόρεσε για τελευταία φορά την κίτρινη φανέλα στο παιχνίδι με την Ουγγαρία. Ήταν ξεκάθαρα εκτός φόρμας και ταλαιπωρημένος από την άστατη ζωή του. Η Βραζιλία, που έπαιζε και χωρίς τον τραυματία Πελέ, ηττήθηκε με 1-3. Ήταν το 50ο του παιχνίδι με την εθνική. Ήταν το μοναδικό από τα 50 που έφυγε ηττημένος.
Τον Γενάρη του 1983 πέθανε από κίρρωση του ήπατος. Ήταν μόλις 49 ετών. Έζησε τα τελευταία του χρόνια ολομόναχος, μακριά από την Έλζα και το παιδί τους, σε μια κατάσταση μόνιμης μέθης, πάμφτωχος και κατεστραμμένος σωματικά και ψυχολογικά. Στην ταφόπλακα του είναι χαραγμένη η επιγραφή «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα». Σ’ ένα τοίχο εκεί κοντά κάποιος έχει γράψει με σπρέι «Σ’ ευχαριστούμε Γκαρίντσα που έζησες».
Στην αρχή της φετινής χρονιάς η Βραζιλία αποχαιρέτησε και την Έλζα Σοάρες. Τυχαία ή όχι, έφυγαν ακριβώς την ίδια ημερομηνία, στις 20 Ιανουαρίου.