Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1954 οι κάτοικοι της Βέρνης ξύπνησαν με έναν λαμπερό ήλιο και μερικά φαινομενικά ακίνδυνα συννεφάκια πάνω από τα κεφάλια τους. Το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας έφτανε στο τέλος του και μετά από 25 παιχνίδια με πάρα πολλά γκολ, ανατροπές και εκπλήξεις, το ιδανικό φινάλε απαιτούσε κι έναν καλοκαιρινό καιρό. Μερικά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη Βέρνη όμως, στο ξενοδοχείο Μπελβεντέρε δίπλα ακριβώς στη λίμνη Τουν, κάποιοι ανήσυχοι Γερμανοί πελάτες περνούσαν το πρωινό στον κήπο κοιτάζοντας συνεχώς προς τα πάνω.
Η απογοήτευση τους δεν κράτησε πάρα πολύ. Το μεσημέρι το σκηνικό είχε αλλάξει αισθητά. Μεγάλα και απειλητικά μαύρα σύννεφα είχαν σκεπάσει πλέον τον ουρανό ενώ οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν ακριβώς την ώρα που επιβιβάζονταν στο λεωφορείο που θα τους μετέφερε στην πρωτεύουσα. Ο προπονητής της Δ. Γερμανίας, Ζεπ Χέρμπεργκερ, πλησίασε τότε τον Φριτς Βάλτερ, του χαμογέλασε και του είπε: “Φριτς, ο καιρός σου”. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Οι Γερμανοί είχαν πλέον ελπίδες.
Υπό κανονικές συνθήκες ο Βάλτερ δεν θα βρισκόταν σε εκείνο το λεωφορείο. Ήταν 35 ετών, τα θεωρητικά καλύτερα χρόνια της καριέρας του είχαν περάσει και λίγο καιρό πριν είχε αποσυρθεί προσωρινά από την εθνική, πριν τον πείσει με τα χίλια ζόρια ο ο Χέρμπεργκερ να επιστρέψει. Αλλά αυτά είναι μόνο μικρές λεπτομέρειες μπροστά στο ότι ο Φριτς Βάλτερ ήταν… προγραμματισμένο να πεθάνει μερικά χρόνια πριν σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, και μετά από παρέμβαση του προπονητή του που τον ήθελε κοντά του για να μπορεί να παίζει με την εθνική, είχε μεταφερθεί σε κάποια θέση γραφείου στη Λούφτβαφε. Όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν στη Γερμανία, πιάστηκε από τους Αμερικάνους που αργότερα τον παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Σύντομα βρέθηκε φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Ρουμανία από όπου αργότερα θα μεταφερόταν στη Σιβηρία, εκεί που βάσει στατιστικών θα τέλειωνε και η πορεία του.
Τελικά ένας ποδοσφαιρικός αγώνας του έσωσε τη ζωή. Για την ακρίβεια, ένα παιχνίδι μεταξύ Ούγγρων και Σλοβάκων φρουρών στο στρατόπεδο στο οποίο χρειάστηκε να προστεθεί ένας ακόμα παίκτης για να συμπληρωθούν οι ομάδες. Ο θεατής ως τότε Βάλτερ προσφέρθηκε να βοηθήσει και παρ’ ότι είχε μείνει σχεδόν μισός από τις κακουχίες κατάφερε σχετικά εύκολα να θαμπώσει τους πάντες με τις ικανότητες του. Ένας Ούγγρος φύλακας τον αναγνώρισε, καθώς τον είχε δει λίγα χρόνια πριν σε ένα παιχνίδι Ουγγαρία-Γερμανία να κάνει ό,τι θέλει την άμυνα της χώρας του, ενημέρωσε τους υπεύθυνους του στρατοπέδου και μετά από παρέμβαση του Στρατάρχη Ζούκοφ ο Βάλτερ αφαιρέθηκε από τη λίστα των κρατουμένων που θα αναχωρούσαν για τις παγωνιές του αφιλόξενου σοβιετικού βορρά. “Έχω παίξει πολλά κρίσιμα παιχνίδια αλλά εκείνος ο αγώνας στο στρατόπεδο ήταν με διαφορά ο πιο σημαντικός της ζωής μου” δήλωσε πολλά χρόνια μετά ο Γερμανός μέσος της Καϊζερσλάουτερν.
Μερικούς μήνες αργότερα ο Βάλτερ επέστρεψε στη Γερμανία ζωντανός αλλά με ένα μικρό κουσούρι. Σε κάποια φάση της αιχμαλωσίας του κόλλησε ελονοσία και από τότε δυσκολευόταν πολύ να αποδώσει όταν υπήρχαν υψηλές θερμοκρασίες. Οι καλύτερες εμφανίσεις του τα επόμενα χρόνια συνοδευόταν συνήθως από μουντό καιρό, κρύο ή ακόμα καλύτερα βροχή και η έκφραση “Fritz Walter Wetter” (“Ο καιρός του Φριτς Βάλτερ”) εντάχθηκε στο καθημερινό λεξιλόγιο των Γερμανών. Κάπως έτσι εκείνο ο αγαπημένος καιρός του Βάλτερ έγινε και αγαπημένος καιρός όλης της Δ. Γερμανίας, αφού ο 35χρονος είχε εξελιχθεί μεταπολεμικά σε ηγέτη της εθνικής ομάδας. Μιας ομάδας που έκανε τη μεγάλη υπέρβαση της εκείνο το καλοκαίρι.
Το Μουντιάλ του 1954 ήταν το πρώτο στο οποίο συμμετείχε η Γερμανία μετά τον πόλεμο, αφού στο προηγούμενο δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής. O Ζεπ Χέρμπεργκερ αφού πρώτα κατάφερε με ένα μαγικό τρόπο να παραμείνει στη θέση του προπονητή παρ’ ότι προπολεμικά είχε συνδεθεί έστω και έμμεσα με το καθεστώς των Ναζί, στη συνέχεια έφτιαξε ένα αρκούντως ανταγωνιστικό σύνολο σχεδόν από το πουθενά. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομάδες του Παγκοσμίου Κυπέλλου, οι Δυτικογερμανοί δεν είχαν στη σύνθεση τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αφού το ποδόσφαιρο στη χώρα βρισκόταν ακόμα σε νηπιακό στάδιο μετά την παράδοση και τη διαίρεση της από τους Συμμάχους. Όλοι οι παίκτες της έβγαζαν τα προς το ζην κάνοντας άλλες δουλειές και απλά στον ελεύθερο χρόνο τους έπαιζαν ερασιτεχνικά μπάλα στα πειραματικά πρωταθλήματα που υπήρχαν πριν τη δημιουργία της Μπουντεσλίγκα. “Η μόνη μας ελπίδα είναι ένα θαύμα” έγραφε το Κίκερ λίγο πριν την πρεμιέρα απέναντι στην Τουρκία. Και το θαύμα έγινε.
Η απόλυτα πειθαρχημένη ομάδα του Χέρμπεργκερ κατάφερε να κάνει μια ανέλπιστα εντυπωσιακή πορεία ως τον τελικό, σκοράροντας μάλιστα ακατάπαυστα. 11 γκολ σε δυο παιχνίδια απέναντι στην Τουρκία στους ομίλους, καθαρή νίκη με 2-0 επί της Γιουγκοσλαβίας στα προημιτελικά και θρίαμβος με 6-1 επί της Αυστρίας στα ημιτελικά. Μοναδικό μελανό σημείο της πορείας ήταν μια βαριά ήττα με 8-3 από τους Ούγγρους στο δεύτερο παιχνίδι που όπως όμως αποδείχτηκε ήταν εντός του προγράμματος, αφού ο Χέρμπεργκερ κατέβασε επίτηδες την ομάδα με πάρα πολλές αλλαγές ώστε να είναι ξεκούραστη για το δεύτερο ματς με τους Τούρκους που θα έκρινε και την πρόκριση στα νοκ άουτ. Ένα εμπόδιο χώριζε μόνο τη Δ. Γερμανία από το πρώτο τρόπαιο της ιστορίας της. Ένα άλλα μεγάλο. Πολύ μεγάλο. Η Ουγγαρία.
Το σοβαρότερο θέμα των Γερμανών με τους Μαγυάρους δεν ήταν το ότι τους είχαν φιλοδωρήσει με 8 γκολ μερικές μέρες πριν στην ίδια διοργάνωση. Αυτό ως ένα σημείο ήταν αναμενόμενο έτσι όπως παρατάχθηκαν, όπως είπαμε και πριν. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Ούγγροι του Πούσκας και του Κότσις δεν έχαναν γενικότερα. Από κανέναν. Η τελευταία τους ήττα είχε καταγραφεί τέσσερα χρόνια και 32 παιχνίδια πριν και στο μεσοδιάστημα είχαν κερδίσει το χρυσό στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι, είχαν κερδίσει ένα ευρωπαϊκό τουρνουά επικρατώντας στον τελικό των Ιταλών με 3-0 μέσα στη Ρώμη και είχαν διασύρει δυο φορές τους Άγγλους μέσα σε λίγους μόλις μήνες. Αρχικά με 6-3 μέσα στο Γουέμπλει και στη συνέχεια με 7-1 στην υποτιθέμενη ρεβάνς στη Βουδαπέστη! Η “Χρυσή ομάδα” των Ούγγρων δεν σε κέρδιζε απλά. Σε διέλυε. Κάτι που αποδείχτηκε και σε εκείνο το Μουντιάλ: 9 γκολ απέναντι στους Νοτιοκορεάτες στην πρεμιέρα, 8 στους Δυτικογερμανούς, 4 στους Βραζιλιάνους στον προημιτελικό και 4 στους παγκόσμιους πρωταθλητές Ουρουγουανούς στον ημιτελικό.
“Κανένας δεν μπορεί να κερδίσει μια τέτοια ομάδα” είχε δηλώσει ο Πέκο Μπάουενς, πρόεδρος της ΠΟ της Δ. Γερμανίας, μετά την 8αρα των ομίλων. Ακόμα κι αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε, κανένας δεν πίστευε ότι αυτός θα είχε για προπονητή τον Χέρμπεργκερ. Ο 57χρονος τεχνικός δεχόταν καθημερινά τα επικριτικά σχόλια των δημοσιογράφων (ειδικά μετά την αλλόκοτη επιλογή 11αδας που έφερε τη συντριβή από τους Ούγγρους) αλλά και δεκάδες επιστολές από οργισμένους συμπατριώτες του, στις οποίες κάποιοι του ζητούσαν να παραιτηθεί από τη θέση του και κάποιοι ολίγον πιο θυμωμένοι τον προέτρεπαν να παραιτηθεί και από… τη ζωή. “Αν δεν καταλαβαίνει το χρέος του απέναντι στους φιλάθλους αυτής της ομάδας καλύτερα να αγοράσει ένα γερό σκοινί και να κρεμαστεί από το κοντινότερο δέντρο” του έγραψε ένας εξ αυτών.
Ο ίδιος ο Χέρμπεργκερ παρέμενε ψύχραιμος και αισιόδοξος. “Πράγματι οι ελπίδες μας είναι ελάχιστες απέναντι σε έναν τόσο καλύτερο αντίπαλο. Πολύ δύσκολα θα τους σταματήσουμε” φέρεται να είπε σε έναν Γερμανό δημοσιογράφο λίγες μέρες πριν τον τελικό. “Όλα αυτά όμως αν έχει ήλιο. Αλλά τι θα γίνει αν βρέχει;”
Εκτός από τον λάτρη της καταιγίδας και των λασπωμένων τερέν Φριτς Βάλτερ ο προπονητής της Γερμανίας είχε έναν ακόμα άσο στο μανίκι του σε περίπτωση βροχής. Έναν τσαγκάρη! Ο 54χρονος “Άντι” Ντάσλερ, που ήταν υπεύθυνος για τα παπούτσια των ποδοσφαιριστών, είχε φτιάξει ένα νέο μοντέλο πιο ελαφρύ και με ειδικές, βιδωτές τάπες που μπορούσαν να αλλαχθούν πολύ εύκολα ανάλογα με την κατάσταση του καιρού. Πολλοί μπορεί να μην έχουν ακουστά το όνομα του αλλά σίγουρα ξέρουν το όνομα της εταιρείας αθλητικών ειδών που είχε δημιουργήσει μερικά χρόνια πριν: Adi Dassler.
Ο τελικός διεξήχθη νωρίς το απόγευμα μπροστά σε 62.000 θεατές. Η Ουγγαρία άνοιξε πολύ γρήγορα το σκορ με τον Φέρεντς Πούσκας, που ήταν αμφίβολος μέχρι και λίγο πριν τη σέντρα γιατί είχε τραυματιστεί στη φάση των ομίλων και είχε χάσει όλα τα επόμενα παιχνίδια. Στο 8ο λεπτό ο Ζόλταν Τσίμπορ έκανε το 2-0 μετά από ένα τραγικό λάθος στην άμυνα των Γερμανών. Όλοι πίστεψαν πως ο αγώνας είχε ολοκληρωθεί σχεδόν πριν καν αρχίσει. Οι ερασιτέχνες υποκλίθηκαν πολύ εύκολα στην ανωτερότητα των καινοτόμων Ούγγρων που, σε αντίθεση με τις περισσότερες ομάδες της εποχής, έκαναν επίθεση όλοι μαζί και αμύνονταν όλοι μαζί σαν καλοκουρδισμένη μηχανή στην οποία κάθε γρανάζι της μπορούσε να λειτουργήσει σωστά οπουδήποτε κι αν το τοποθετούσες στο γήπεδο. “Ήμασταν οι πρώτοι που παίξαμε το λεγόμενο «Ολοκληρωμένο ποδόσφαιρο»” δήλωνε με περηφάνια στα γεράματα του ο Πούσκας.
O αγώνας όμως δεν είχε τελειώσει. Με ένα γρήγορο γκολ του Μόρλοκ με κοντινή προβολή και μια κεφαλιά του Χέλμουτ Ραν οι Γερμανοί έφεραν το παιχνίδι στα ίσα πριν καν συμπληρωθεί το 20λεπτο. Ακόμα κι αυτή η επιστροφή έμοιαζε σαν θαύμα για την ώρα. Οι απτόητοι Ούγγροι συνέχισαν στον ίδιο ρυθμό και δημιούργησαν αρκετές ευκαιρίες αλλά ο 37χρονος Τόνι Τουρέκ, που καθόταν στην εστία των Γερμανών, έκανε το παιχνίδι της ζωής του. Με τη βροχή να πέφτει συνεχώς και το γήπεδο να βαραίνει όλο και περισσότερο τα δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν στο δεύτερο ημίχρονο. Με κορυφαίο τον ακούραστο Βάλτερ, που ήταν παντού στο κέντρο, και με τα κατάλληλα παπούτσια για τέτοιο καιρό το αουτσάιντερ του τελικού κυριάρχησε στο δεύτερο μισό της επανάληψης και στο 84′ ολοκλήρωσε τη μυθική ανατροπή. Η μπάλα στρώθηκε στον Ραν λίγο έξω από την περιοχή, αυτός έκανε μια προσποίηση και με δυνατό αριστερό συρτό σουτ την έστειλε στα δίχτυα. Ουγγαρία-Δ. Γερμανία 2-3!
Στα τελευταία λεπτά του αγώνα οι Μαγυάροι έκαναν ό,τι μπορούσαν να ισοφαρίσουν αλλά μια φορά τους σταμάτησε ο Τουρέκ με μια δύσκολη επέμβαση και μια ο Ουαλός επόπτης που σήκωσε το σημαιάκι του για οφσάιντ ακυρώνοντας το γκολ που είχε μόλις πετύχει ο Πούσκας. “Τέλειωσε! Ο αγώνας τέλειωσε. Η Γερμανία είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια” φώναζε με όλη του την ψυχή στο φινάλε ο Χέρμπερτ Ζίμερμαν, ο τυχερός Γερμανός δημοσιογράφος που κλήθηκε να περιγράψει το παιχνίδι στο ράδιο. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, μαζί με την περιγραφή του έμεινε και ο ίδιος στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που με τα λόγια του έκανε ευτυχισμένη μια ολόκληρη χώρα που ελλείψει πολλών τηλεοράσεων είχε στηθεί πάνω από τα ραδιόφωνα της.
Οι έως τότε ανίκητοι Ούγγροι δυσκολεύτηκαν να συμβιβαστούν με την ήττα. Αρχικά τα παράπονα τους εστιάστηκαν στη διαιτησία. Σύμφωνα με αυτούς, πριν από το 2-2 που έκανε ο Ραν υπάρχει φάουλ πάνω στον τερματοφύλακα από έναν Γερμανό επιθετικό που πήδηξε για να πιάσει κεφαλιά ενώ θεωρούν ότι το γκολ του Πούσκας στο φινάλε είναι έγκυρο, κάτι που κανένας πλέον δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει καθώς σε φιλμ έχει καταγραφεί μόνο η κατάληξη της φάσης. Στη συνέχεια οι κατηγορίες έγιναν πιο σοβαρές.
Λίγο καιρό μετά τον τελικό ο Πούσκας ισχυρίστηκε πως οι αντίπαλοι ξερνούσαν στο τέλος στα αποδυτήρια γιατί ήταν ντοπαρισμένοι, μια δήλωση που προκάλεσε συζητήσεις που συνεχίζονται μέχρι και στις μέρες μας παρ’ όλο που δεν έχουν κάποια ουσιαστική σημασία από τη στιγμή που η χρήση ουσιών δεν απαγορευόταν ακόμα τότε. Από τις διάφορες έρευνες και αποκαλύψεις που έγιναν πολλά χρόνια μετά προέκυψε ότι πράγματι υπάρχει η πιθανότητα πριν τον τελικό να έγιναν ενέσεις με μεθαμφεταμίνη, που συχνά αναφέρεται και ως “το ναρκωτικό των ναζί” αφού το χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο γιατρός της ομάδας και οι παίκτες που βρίσκονταν ακόμα εν ζωή όταν ανέκυψε ξανά το θέμα το 2004 αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι συνέβη κάτι τέτοιο.
Η ουγγρική κυβέρνηση και ο κόσμος δεν εντόπισαν πάντως ελαφρυντικά στην απρόσμενη αυτή τραγωδία. Οι παίκτες βρέθηκαν στο επίκεντρο της κριτικής ενώ κάποιοι εξ αυτών κατηγορήθηκαν ακόμα και για στήσιμο. Αρκετά από τα προνόμια τους αναιρέθηκαν, ορισμένοι συγγενείς τους έχασαν… συμπτωματικά τις δουλειές τους ενώ και η αντιμετώπιση των ίδιων από τον κόσμο στο δρόμο άλλαξε ριζικά. Ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς αποκάλυψε πως όταν επέστρεψαν στη Βουδαπέστη η αποστολή κρατήθηκε για λίγο σε ένα μέρος εκτός της πρωτεύουσας όπου ο γενικός γραμματέας του ΚΚ και κάποια μέλη της μυστικής αστυνομίας της χώρας τους διαβεβαίωσαν πως παρά την αποτυχία δεν θα υπήρχαν κυρώσεις. “Μπορώ ακόμα να ακούσω τον ήχο της φωνής τους. Όταν ειπώθηκε η πρόταση αυτή, ήξερα ότι σήμαινε το ακριβώς αντίθετο. Ήξερα ότι κάτι κακό θα συμβεί και ότι κινδυνεύω. Αργότερα αποδείχτηκε πως είχα δίκιο.” Μερικούς μήνες αργότερα ο Γκρόσιτς κατηγορήθηκε για προδοσία και παρ’ ότι γλίτωσε τελικά την καταδίκη, καθώς δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την πανίσχυρη τότε Χόνβεντ και να συνεχίσει την καριέρα του σε μια μικρή ομάδα που έπαιζε στις χαμηλότερες κατηγορίες.
Στη Γερμανία, από την άλλη, τα πανηγύρια κράτησαν εβδομάδες. Οι παίκτες θεωρήθηκαν ήρωες, ο Χέρμπεργκερ κέρδισε επιτέλους την εκτίμηση του κοινού και του Τύπου, ο αρχηγός Βάλτερ που σήκωσε το πρώτο τρόπαιο στην ιστορία της εθνικής απέκτησε θρυλική υπόσταση, η ραδιοφωνική περιγραφή του νικητήριου τρίτου γκολ έγινε κάτι σαν εθνικό ποίημα που ήξεραν απ’έξω όλοι οι κάτοικοι της χώρας και το τρένο που μετέφερε την αποστολή στην πατρίδα αναγκάστηκε να κάνει στάση σε όλες τις πόλεις από τις οποίες πέρασε, αφού σε κάθε σταθμό χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν την άφιξη του καθισμένοι ακόμα και πάνω στις γραμμές.
Η σημασία αυτής της νίκης, που πλέον είναι γνωστή ως “Το θαύμα της Βέρνης” αναλύεται μέχρι και σήμερα και δεν περιορίζεται στα ποδοσφαιρικά πλαίσια. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο η καταρρακωμένη Γερμανία πετύχαινε κάτι σπουδαίο που ένωνε όλους τους κατοίκους της και τους χάριζε μια αίσθηση αυτοπεποίθησης που είχαν χάσει ολοκληρωτικά μετά την ήττα του Χίτλερ. “Ξαφνικά ήμασταν ξανά κάποιοι” δήλωσε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο δεύτερος αρχηγός μετά τον Βάλτερ που σήκωσε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. “Για όλους όσους μεγάλωσαν στη μιζέρια των μεταπολεμικών χρόνων αυτό που έγινε στη Βέρνη ήταν μια σπουδαία έμπνευση. Χάρη σε εκείνο όλη η χώρα ανέκτησε την αυτοεκτίμηση της.”
Κάποιοι άλλοι το πηγαίνουν ακόμα παραπέρα. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γιοαχίμ Φεστ αλλά και τον πολιτικό επιστήμονα Άρθουρ Χάινριχ η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ουσιαστικά γεννήθηκε εκείνη τη μέρα που οι παίκτες του Χέρμπεργκερ έκαναν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των Μουντιάλ και έδειξαν στους συμπατριώτες τους πως το μέλλον δεν είναι τόσο ζοφερό όσο πίστευαν ως τότε. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, το ακριβές μέγεθος της επίδρασης δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα και σήμερα, έξι δεκαετίες μετά τον τελικό της Βέρνης, όταν ο ουρανός μαυρίζει και οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν στο έδαφος, όλο και κάποιος Γερμανός θα βρεθεί να σχολιάσει: “Αυτός είναι ο καιρός του Φριτς Βάλτερ”.