“Υπάρχουν οι ποδοσφαιριστές που απλά θέλουν να αγωνίζονται στη φυσική τους θέση αλλά υπάρχει και εκείνος ο τύπος που θέλει πάντα να βοηθάει. Την περσινή σεζόν δεν έπαιζε, αλλά ήταν πάντα χαμογελαστός και ανέβαζε τους συμπαίκτες του στα αποδυτήρια. Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Τόσο χαρούμενος γι’ αυτόν”. Αυτά τα λόγια ανήκουν στον προπονητή της Μάντσεστερ Σίτι, Πεπ Γκουαρδιόλα και δεν είναι για κάποιον σούπερ-σταρ των “πολιτών” αλλά για τον Άγγλο κεντρικό μέσο, Φάμπιαν Ντελφ. Έναν παίκτη που πριν μερικούς μήνες βρέθηκε μία ανάσα απ’ το να αφήσει το λαμπερό Έτιχαντ για το μουντό Μπριτάνια, και τη φανέλα της Σίτι γι’ αυτή της Στόουκ, μιας και γνώριζε πολύ καλά πως δεν υπήρχαν και πολλές ευκαιρίες για τον ίδιο στο γεμάτο κορυφαίους παίκτες ρόστερ της Σίτι. Εδώ και μερικές εβδομάδες κόντρα σε όλα τα προγνωστικά που τον ήθελαν να αποτελεί παρελθόν απ’ την ομάδα, ο Ντελφ ζει ένα υπέροχο ποδοσφαιρικό όνειρο μιας και έχει γίνει σημαντικότατο γρανάζι στην 11αδα της ομάδας, παίζοντας όμως όχι ως κεντρικός μέσος, αλλά ως αριστερός πλάγιος μπακ. Με ό,τι φυσικά αυτό συνεπάγεται για τους πλάγιους μπακ στο ποδόσφαιρο που παρουσιάζουν οι ομάδες του Καταλανού προπονητή. Σε μια άκρως απαιτητική θέση δηλαδή. Για πολλούς, την θέση-κλειδί στη λειτουργία του συστήματος του Πεπ.
O Ντελφ ξεκίνησε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Μπράντφορντ στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών αν και το όνομά του άρχισε να απασχολεί σκάουτερς και προπονητές στην ακαδημία της Λιντς, τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας. Λίγο μετά τα 11-12 έτη του. Ήταν τότε που σπουδαίες προσωπικότητες της ομάδας όπως ο Έντι Γκρέι κι ο Γκάρι ΜακΆλιστερ είχαν εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια για τον αριστεροπόδαρο πιτσιρικά και το ταλέντο του. Εκείνο το αδύναμο παιδάκι με την εξαιρετική τεχνική, τις εξωπραγματικές φυσικές αντοχές για την ηλικία του και εκείνη την οξυδέρκεια που δεν είχε καμία σχέση με τα περισσότερα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ακαδημία μαζί του. Η τριετία 2006-2009 τον βρήκε βασικό στη Λιντς (στην τρίτη κατηγορία) και του έδωσε την απαραίτητη ώθηση για να φτιάξει αρκετά γρήγορα το όνομά του.
Την σεζόν 2008-2009 κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική νέων της Αγγλίας και ήταν τόσο καλός με τη φανέλα της Λιντς που ψηφίστηκε “Καλύτερος νέος παίκτης του πρωταθλήματος” και φυσικά “Καλύτερος παίκτης της Λιντς” αναγκάζοντας τον Μάρτιν Ο΄Νιλ να βγάλει απ’ τα ταμεία της Άστον Βίλα 6 εκατομμύρια λίρες για να τον φέρει στο Μπέρμινγχαμ, βλέποντας στο πρόσωπό του τον παίκτη που θα μπορούσε να εξελιχθεί στο νέο ηγέτη της ομάδας και να αντικαταστήσει τον σπουδαίο Γκάρεθ Μπάρι που είχε φύγει για τη Μάντσεστερ Σίτι. Εκείνη την περίοδο η Άστον Βίλα δεν ήταν ο “φτωχός συγγενής” στα γήπεδα της μεγάλης κατηγορίας αλλά ένας αντίπαλος δύσκολος για τον καθένα με παίκτες όπως o Τζέιμς Mίλνερ, ο Άσλεϊ Γιανγκ, ο Στιούαρτ Ντάουνινγκ, ο Εμίλ Χέσκεϊ και ο Στίλιαν Πετρόφ. Ως γνωστόν, το μάτι του σπουδαίου Βορειοιρλανδού προπονητή δεν πέφτει εύκολα στο λάθος. Κάτι φυσικά που δεν συνέβη ούτε στην περίπτωση του Ντελφ.
Ο Ντελφ ξεκίνησε αρκετά καλά στο Βίλα Παρκ αλλά ο σοβαρός τραυματισμός που είχε στις 17 Απριλίου του 2010 στο γόνατο σε προπόνηση της ομάδας, και τον άφησε εκτός αγωνιστικής δράσης για περίπου 10 μήνες, του στέρησε το να δουλέψει και να εξελιχθεί άμεσα για το ρόλο που είχε αποκτηθεί, του ηγέτη και οργανωτή της μεσαίας γραμμής. Η επιστροφή του μάλιστα στην αγωνιστική δράση -επειδή ως γνωστόν σε αυτή τη ζωή τίποτα δεν γίνεται τυχαία- έγινε σε ένα παιχνίδι απέναντι στη Μπλάκμπερν, τον Φεβρουάριο του 2011, όταν πέρασε στο γήπεδο ως αλλαγή στη θέση του σκληροτράχηλου Νέιθαν Μπέικερ, του βασικού αριστερού μπακ της Βίλα που είχε τραυματιστεί στο α’ ημίχρονο. Ο Ντελφ είχε αγωνιστεί για ολόκληρο το β’ ημίχρονο ως αριστερός μπακ και ήταν εξαιρετικός σε μια θέση που έπαιζε για πρώτη φορά στην καριέρα του. Φυσικά εκείνη την περίοδο δεν ήθελε καν να σκεφτεί πως θα αγωνιστεί ξανά στο αριστερό άκρο της άμυνας ή οπουδήποτε αλλού εκτός της φυσικής του θέσης. Στον άξονα δηλαδή της Άστον Βίλα ως οργανωτής και -γιατί όχι;- ακόμα και στον άξονα της εθνικής Αγγλίας. Το μεγάλο του όνειρο και το μεγαλύτερο στοίχημα που είχε βάλει άλλωστε μέχρι τότε με τον εαυτό του, ήταν αυτό. Ένα στοίχημα που -εννοείται- πως και κέρδισε.
Οι επόμενες τρεις σεζόν με την φανέλα της Άστον Βίλα ήταν εξαιρετικές -με ένα μικρό πέρασμα ως δανεικός απ’ τη Λιντς και δυστυχώς ακόμα ένα σοβαρό τραυματισμό- και οδήγησε την ιστορική ομάδα ως αρχηγός στον τελικό Κυπέλλου του ’15 απέναντι στην Άρσεναλ. Δυστυχώς οι “Βίλανς” είχαν γνωρίσει την ήττα με το βαρύ 4-0. Οι εμφανίσεις και η ηγετική του παρουσία έκαναν τον Πελεγκρίνι -τότε προπονητή της Σίτι- να τον φέρει στο Έτιχαντ, χωρίς όμως ποτέ να δικαιωθεί γι’ αυτή του την επιλογή. Οι παρουσίες του Ντελφ στην βασική 11αδα ήταν λιγοστές και στα όρια της μετριότητας και οι τραυματισμοί δυστυχώς επέστρεψαν γι’ ακόμα μία φορά, έφεραν τον παίκτη σιγά-σιγά στην άκρη του πάγκου κι από εκεί στην εξέδρα και κάπως έτσι μοιραία, βρέθηκε εκτός της ομάδας που ταξίδεψε για το Γιούρο του 2016, σε μια περίοδο που βάση ταλέντου θα έπρεπε να βρίσκεται στις επιλογές του Ρόι Χότζσον. Αυτή η απόφαση είχε πονέσει πολύ τον Ντελφ, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεωρούσαν πως άξιζε ακόμα και θέση βασικού σε εκείνη την ομάδα. Τα πάντα βέβαια άλλαξαν προς το καλύτερο πριν λίγο καιρό, βάζοντας και πάλι τον Ντελφ στα χείλη όλων όσων αγαπούν το αγγλικό ποδόσφαιρο.
Ήταν 30 Σεπτεμβρίου όταν η Σίτι ταξίδεψε στο Στάμφορντ Μπριτζ για να αγωνιστεί με την Τσέλσι. Την προηγούμενη αγωνιστική, κόντρα στην Κρίσταλ Πάλας, ο Γκουαρδιόλα είχε δει τον βασικό του αριστερό μπακ, Μπέντζαμιν Μεντί να τραυματίζεται σοβαρά στο γόνατο και να αφήνει την ομάδα χωρίς παίκτη -στη θέση του- μέχρι και τον Απρίλιο μιας και τότε είναι προγραμματισμένο να επιστρέψει ο Γάλλος αν φυσικά πάνε όλα καλά με την αποκατάστασή του. Ο Ντελφ είχε μετρήσει μέχρι εκείνο το σημείο συνολικά 20′ στο πρωτάθλημα, 90′ στο Λιγκ Καπ και 25′ στην έδρα της Φέγενορντ στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τότε είχε περάσει στη θέση του Νταβίντ Σίλβα ως αριστερός εσωτερικός μέσος στο τελευταίο κομμάτι ενός παιχνιδιού που ήταν στο 0-4 υπέρ των Άγγλων.
Στο παιχνίδι με την Τσέλσι, όλοι “πάγωσαν” όταν είδαν τις βασικές 11αδες των ομάδων. Στο αριστερό άκρο στην άμυνα της Σίτι δεν ήταν ο Ντανίλο (που θα ήταν η λογική επιλογή αν δεν είχε ξεκινήσει τόσο μέτρια τη σεζόν) ή κάποιος άλλος “μπαρουτοκαπνισμένος” παίκτης των “πολιτών” αλλά ο Φάμπιαν Ντελφ στο μεγαλύτερο στοίχημα της μέχρι τότε καριέρας του με τη φανέλα της Σίτι. Τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Αν ο Ντελφ έπαιζε καλά, και με τη δεδομένη απουσία του Μεντί, θα κέρδιζε φανέλα βασικού. Αν ο Ντελφ δεν έπαιζε καλά, θα βρισκόταν πάλι μεταξύ πάγκου και εξέδρας και θα έβαζε στον Γκουαρδιόλα ακόμα μία μεγάλη σπαζοκεφαλιά. Το βάρος ήταν μεγάλο, τόσο για τον ίδιο τον παίκτη όσο και για τον σπουδαίο προπονητή του, που όπως είναι γνωστό: ζει για να κερδίζει τέτοιου είδους “ποδοσφαιρικά στοιχήματα”.
Η Σίτι επικράτησε με 0-1 χάρη στο φοβερό γκολ του Ντε Μπρούιν αλλά το βραβείο του mvp της αναμέτρησης είχε πάει δικαίως στον Φάμπιαν Ντελφ από όλους όσους δεν στέκονται απλά στις φανταχτερές ενέργειες και τα όμορφα τέρματα. Στην πρώτη του παρουσία στην 11αδα των “πολιτών” από τον περασμένο Απρίλη, αγωνιζόμενος μάλιστα όχι στην φυσική του θέση, ο Φάμπιαν Ντελφ ήταν εξωπραγματικός. Μέτρησε 70 σωστές πάσες, απ’ τις 77 που έκανε συνολικά, και είχε 101 επαφές με την μπάλα. Τις περισσότερες μάλιστα από οποιονδήποτε άλλο παίκτη σε εκείνη την αναμέτρηση. Έχοντας το 65% από αυτές στο κομμάτι που έκανε επίθεση η ομάδα του, τελειώνοντας τον αγώνα πρώτος σε επιτυχημένα τάκλιν και κλεψίματα.
Ο Καταλανός προπονητής δεν πίστευε στα μάτια του και φυσικά (επειδή ο Πεπ είναι ο Πεπ) δεν στάθηκε μόνο στα νούμερα αλλά και στα στοιχεία που δεν καταγράφει η στατιστική και βλέπει ένας προπονητής. “Έπρεπε να προσέχει τα ανεβάσματα του Αθπιλικουέτα και παράλληλα να βοηθά τον Οταμέντι στις μπαλιές που έφευγαν στην πλάτη του. Να προσέχει τη γραμμή του οφ-σάιντ και να κλείνει ως εσωτερικός μέσος στα ανεβάσματα του Σίλβα. Να βοηθά στο “χτίσιμο” της επίθεσης απ’ την άμυνα και παράλληλα να δέχεται πολλές πρώτες μπάλες σε συνθήκες πίεσης. Ε λοιπόν, τα έκανε όλα αυτά δίχως μάλιστα να χάσει δύσκολη μπαλιά. Ήταν -σχεδόν- το τέλειο παιχνίδι”. Ο Ντελφ είχε μόλις κερδίσει το μεγάλο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του και ο Γκουαρδιόλα είχε μόλις βρει τον αντικαταστάτη του Μεντί στο πρόσωπο ενός παίκτη που λίγο καιρό πριν είχε βρεθεί με το ενάμιση πόδι στην πόρτα της εξόδου, με μεγάλη μερίδα του φίλαθλου κοινού να θεωρεί πως δεν ταιριάζει καν στο ποδόσφαιρο που παρουσιάζουν οι ομάδες του Καταλανού.
Από εκείνη τη μέρα ο Φάμπιαν Ντελφ έχει “ριζώσει” για τα καλά στο αριστερό άκρο, στην άμυνα της Μάντσεστερ Σίτι, συνθέτοντας ένα φοβερό δίδυμο -σύγχρονων- πλάγιων μπακ με τον εξαιρετικό Κάιλ Γουόκερ. Η Σίτι παρουσιάζει το ομορφότερο ποδόσφαιρο που μπορείς να βρεις σε ολόκληρη την Ευρώπη -μέχρι αυτή την ώρα τουλάχιστον- και ο Άγγλος, αν φυσικά συνεχίσει έτσι και παραμείνει υγιής, βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για να βρεθεί (πραγματοποιώντας και το μεγάλο του όνειρο) στο ρόστερ των Άγγλων για το Μουντιάλ της Ρωσίας. Για την ώρα, έχει ακόμα ένα δύσκολο έργο να βγάλει εις πέρας μιας και σήμερα η ομάδα του αγωνίζεται με την Άρσεναλ στο Έτιχαντ, με τους “πολίτες” όμως να έχουν και σε αυτό το παιχνίδι τον τίτλο του φαβορί. Αυτό που μένει είναι να το αποδείξουν και στο γήπεδο. Απ’ την άλλη, όταν ο Γκουαρδιόλα το καλοκαίρι δαπανούσε κάτι παραπάνω από 120 εκατομμύρια λίρες για να φέρει τους πλάγιους μπακ που θα ταίριαζαν άψογα στο σύστημά του (Μεντί, Ντανίλο και Γουόκερ δηλαδή), ποιος να το περίμενε πως θα έβρισκε λύσεις σε αυτό το κομμάτι, από κάποιον που αποκτήθηκε πριν μερικά χρόνια για μόλις 8 εκατομμύρια λίρες, για να ξεκουράζει τους βασικούς αμυντικούς μέσους της ομάδας και όπως έλεγαν (και έγραφαν) αρκετοί τότε: “Για να έχει η Σίτι και κανα Άγγλο ποδοσφαιριστή.”