Μια πόλη, δυο ομάδες, ένα ντέρμπι-ποδοσφαιρικός οργασμός

Αν μια μέρα κάποιος σταματούσε στο δρόμο είκοσι τυχαίους ποδοσφαιρόφιλους και τους χάριζε ένα εισιτήριο για όποιο ιταλικό ντέρμπι ήθελαν είναι σχεδόν σίγουρο πως οι περισσότεροι θα επέλεγαν το Derby della Madonnina (Μίλαν-Ίντερ) και το Derby della Capitale (Ρόμα-Λάτσιο), κάποιοι φανατικοί Γιουβεντίνοι θα διάλεγαν το Γιουβέντους-Τορίνο και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένας γραφικός θα επέλεγε το Derby della Lanterna της Γένοβας. Αυτός ο ένας ξέρει.

H Γένοβα είναι μια παραθαλάσσια πόλη στα βόρεια Ιταλίας, γνωστή κυρίως ως γενέτειρα του Χριστόφορου Κολόμβου και ως τόπος διεξαγωγής της αιματοβαμμένης συνόδου των G8 το 2001. Αυτό που αρκετοί εκτός Ιταλίας (και όχι μόνο) αγνοούν είναι πως το ιταλικό ποδόσφαιρο χρωστάει στη Γένοβα πάρα πολλά. Εκεί το 1893 ιδρύθηκε η Τζένοα, η παλιότερη ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα. Το ποδόσφαιρο βέβαια δεν ήταν ο πρωταρχικός στόχος των Άγγλων μεταναστών που δημιούργησαν το σύλλογο, γι’αυτό και στην αρχική ονομασία της ομάδας αναφερόταν μόνο το κρίκετ.

Έπρεπε να φτάσει το 1896 στην πόλη ο Άγγλος γιατρός Τζέιμς Ρίτσαρσον Σπένσλει και, επηρεασμένος από την θεαματική εξέλιξη του παιχνιδιού στην πατρίδα του, να πείσει τους ιδρυτές της ομάδας να φτιάξουν κι ένα ποδοσφαιρικό τμήμα, για να δημιουργηθεί η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Ο Σπένσλει, που μετακόμισε στη Γένοβα με στόχο να φροντίζει τους Άγγλους ναυτικούς που δούλευαν στο λιμάνι, ανέλαβε ρόλο παίκτη-προπονητή και οδήγησε την ομάδα στους πρώτους της τίτλους. Στα 10 χρόνια που έμεινε εκεί, η Τζένοα κατέκτησε 6 πρωταθλήματα Ιταλίας. Στην ιστορία έμεινε ως ένας από τους πατεράδες του ιταλικού ποδοσφαίρου και ως ένας μεγάλος οπαδός του fair play. Ο θάνατος του ουσιαστικά επιβεβαίωσε το δεύτερο χαρακτηριστικό του: Πέθανε στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν κατά τη διάρκεια μιας μάχης προσπάθησε να βοηθήσει έναν τραυματισμένο στρατιώτη των εχθρών!

Μέχρι και το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η Τζένοα κυριαρχούσε στην πόλη και πρωταγωνιστούσε στο ιταλικό ποδόσφαιρο, μετρώντας 9 πρωταθλήματα και ένα κύπελλο. Το καλοκαίρι του 1946 όμως, δυο από τις μικρότερες ομάδες της πόλης, η Αντρέα Ντόρια και η Σαμπιερνταρενέσε, αποφάσισαν να ενωθούν και από την ένωση αυτή προέκυψε η Σαμπντόρια. Ήταν πλέον επίσημο: Η Γένοβα χωρίστηκε στη μέση και μαζί μ’αυτήν και το γήπεδο της πόλης, το οποίο ζήτησε ως έδρα και η νεοϊδρυθείσα ομάδα. Κάπως έτσι προέκυψε το “Derby della Lanterna”, δηλαδή το ‘Ντέρμπι του Φάρου’, ένα όνομα που οφείλει στο πιο διάσημο αξιοθέατο της πόλης που δεσπόζει στο λιμάνι της από το 1128.

Σε αντίθεση με κάποια από τα υπόλοιπα ντέρμπι στα οποία τις δυο ομάδες χωρίζουν πολιτικές, θρησκευτικές ή κοινωνικές αντιθέσεις, στο ντέρμπι της Γένοβας δεν εντοπίζεται κάποια ουσιαστική διαφορά στους οπαδούς των δυο ομάδων. Ο ντόπιος συγγραφέας Ρέντσο Παροντί σκιαγραφεί τις δυο πλευρές με τον εξής τρόπο: Για τους οπαδούς της Σαμπντόρια, η Τζένοα είναι σαν τη μητρική φιγούρα στην ταινία ‘Ιστορίες της Νέας Υόρκης’ του Γούντι Άλεν. Βρίσκεται πάντα εκεί στο παρασκήνιο και είναι αδύνατον να την παραβλέψεις. Αντίθετα οι οπαδοί της Τζένοα προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους πως η Σαμπντόρια δεν υπάρχει, μια τακτική που έχει ακολουθηθεί στο παρελθόν ακόμα κι από προέδρους που αναφερόταν στο αντίπαλο δέος ως “η άλλη ομάδα”.

Η πλευρά της Τζένοα στηρίζει όλη την επιχειρηματολογία της στο πολύ απλό οπαδικό επιχείρημα “ήμασταν εδώ πολύ πριν από εσάς” και βάσει αυτού αντιμετωπίζει τους αντιπάλους σαν ξένους, φιλοξενούμενους στο γήπεδο αλλά και στην πόλη. Από την άλλη, η πλευρά της Σαμπντόρια ότι χάνει στις λογομαχίες περί ιστορίας (είναι μια από τις νεότερες ομάδες στο Καμπιονάτο) το κερδίζει στο… χόρτο. Σε αντίθεση με την αντίπαλο της που έχει μείνει εδώ και πολλές δεκαετίες μακριά από τους τίτλους, η ‘Σαμπ’ έζησε μια χρυσή περίοδο στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s, όταν και πανηγύρισε ένα πρωτάθλημα, 4 κύπελλα και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων ενώ έφτασε και σε δυο ακόμα ευρωπαϊκούς τελικούς. Έτσι, το επιχείρημα της παλαιότητας απαντάται συνήθως με την καυστική παρατήρηση ότι σχεδόν κανένας εν ζωή οπαδός της Τζένοα δεν έχει δει την ομάδα του να πανηγυρίζει μια κούπα.

Το γεγονός ότι τα ντέρμπι τους δεν κρίνουν τίτλους (ίσα-ίσα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν κρίνει ποια ομάδα θα υποβιβαστεί), δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο το πάθος και την ένταση που εντοπίζει κανείς σ’αυτά. Οι Ιταλοί λένε πως το Derby della Lanterna είναι ένα ντέρμπι που παίζεται από ιταλικές ομάδες, με μια βρετανική όμως αύρα και λατινοαμερικάνικο πάθος. Κοινώς, ένας τέλειος, σχεδόν ουτοπικός, συνδυασμός για οποιονδήποτε αγαπάει το ποδόσφαιρο. Οι δυο πλευρές μισούν η μια την άλλη, φωνάζουν κανονικά όλα τα γνωστά… αγαπησιάρικα συνθήματα, κάνουν σεξουαλικές χειρονομίες προς τους απέναντι σε κάθε γκολ αλλά παραδόξως η κατάσταση δεν ξεφεύγει σχεδόν ποτέ, κάνοντας το ντέρμπι της Γένοβας ένα από τα λιγότερο βίαια της χώρας.

Οι οπαδοί προσεγγίζουν το γήπεδο δίπλα-δίπλα χωρίς φόβο, πίνουν συχνά στα ίδια μπαρ πριν και μετά το τέλος και δεν διστάζουν να φωτογραφηθούν μαζί, ο καθένας με τα λάβαρα της ομάδας του. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι οικογένειες στην πόλη που είναι μοιρασμένες, κάτι που αποτυπώνεται και στη λέξη που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τους απέναντι: “Τα ξαδέρφια”. Η κόντρα τους περιορίζεται στα συνθήματα, στις ειρωνείες και σε πολύ μεγάλο βαθμό στην καζούρα που ακολουθεί μετά, αφού αυτά τα ματς δεν τελειώνουν ποτέ με το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή.

Όταν το 1990 η Τζένοα κέρδισε στα τέλη Νοέμβρη το ντέρμπι με 1-2, χάρη σ’ένα υπέροχο φάουλ του Μπράνκο, η φωτογραφία του σκόρερ τυπωμένη σε μια κάρτα ευχών έγινε το Νο1 δώρο στην πόλη εκείνα τα Χριστούγεννα. Από τότε κάθε φορά που ένα ντέρμπι παίζεται κοντά στην εορταστική περίοδο ο ηττημένος ξέρει πως σύντομα θα λάβει μια ευχετήρια κάρτα που θα του ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι.

Κάποιες φορές μάλιστα η καζούρα προηγείται του αγώνα. Το 1983 η Τζένοα είχε αποκτήσει από τη Βάσκο τον Βραζιλιάνο Ελόι, για τον οποίο οι εφημερίδες της εποχής έλεγαν πως μπορούσε να κάνει μαγικά ακόμα και με ένα λεμόνι. Όπως συμβαίνει συνήθως σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, οι φήμες απείχαν από την αλήθεια όσο η γη από το φεγγάρι. Ο ξανθομάλλης και μυστακοφόρος Βραζιλιάνος αποδείχτηκε απελπιστικά μέτριος, αργός και λίγο τεμπέλης στο παιχνίδι του ενώ και το περπάτημα του εντός γηπέδου θύμιζε βάδισμα μαϊμούς. Έτσι, λίγο πριν τη σέντρα του πρώτου ντέρμπι της χρονιάς δυο οπαδοί της Σαμπντόρια έκοβαν βόλτες στο χόρτο κρατώντας μια μαϊμού που είχαν δανειστεί από το ζωολογικό κήπο, η οποία φορούσε τη φανέλα του Ελόι.

Αν στο γιορτινό αυτό οπαδικό κλίμα, στις εμπνευσμένες χορογραφίες της κάθε κερκίδας και στο πάθος των παικτών προσθέσεις και τη μεταβλητή ‘γήπεδο’ καταλαβαίνεις αμέσως γιατί όποιος έχει ζήσει το συγκεκριμένο παιχνίδι έχει παραδοθεί στη γοητεία του. Το Λουίτζι Φεράρις είναι ένα πανέμορφο και άκρως ποδοσφαιρικό γήπεδο αγγλικών προδιαγραφών που αν και παμπάλαιο (έχει περάσει πλέον τα 100!), διατηρεί ακόμα την αίγλη του. Η κάθε ομάδα έχει το δικό της πέταλο, στο οποίο κυριαρχούν οι σημαίες, τα καπνογόνα και τα πανιά διαφόρων μεγεθών, συνθέτοντας μια υπέροχη εικόνα που έχει εκλείψει από αρκετά παραδοσιακά ευρωπαϊκά ντέρμπι τα τελευταία χρόνια.

Σήμερα το βράδυ το Λουίτζι Φεράρις θα χωριστεί για 97η φορά (η Σαμπντόρια μετράει 37 νίκες, έναντι 24 της αντιπάλου της) στα δυο. Οι οπαδοί της Τζένοα θα καλύψουν τα 2/3 του, ως τυπικά γηπεδούχοι. Μπορεί οι δυο ομάδες να βρίσκονται σε τελείως διαφορετική κατάσταση, με τους γηπεδούχους να είναι πλέον στη ζώνη του υποβιβασμού έχοντας 1 νίκη σε 11 παιχνίδια και τους φιλοξενούμενους να βρίσκονται στην 6η θέση και να ονειρεύονται τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά το παρελθόν έχει δείξει πως σε αυτά τα ματς αυτά τα δεδομένα πάνε πολύ συχνά περίπατο. Ο προπονητής της Τζένοα, Ιβάν Τζούριτς, που πιθανόν παίζει και το κεφάλι του στο ματς αυτό, αποφάσισε να κλείσει την ομάδα του σε ένα προπονητήριο εκτός πόλης, ώστε να μείνουν οι παίκτες του μακριά από τη γκρίνια που έχουν προκαλέσει οι τελευταίες εμφανίσεις.

Μαζί με το Λουίτζι Φεράρις σήμερα θα χωριστεί και όλη η Γένοβα, μια πόλη που έχει αποδείξει επανειλημμένα πως ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο (τις εποχές που και οι δυο ομάδες πρωταγωνιστούσαν στο Καμπιονάτο, ο συνολικός μέσος όρος θεατών στα εντός έδρας ξεπερνούσε τις 63.000, ένα νούμερο αναμφίβολα εντυπωσιακό σε μια πόλη 600.000 κατοίκων). Το ‘Ντέρμπι του Φάρου’ μπορεί να μην έχει τη φήμη των υπολοίπων ντέρμπι της χώρας αλλά όσοι το έχουν ζήσει ξέρουν ότι υπερβαίνει κατά πολύ την αγωνιστική δυναμική των δυο αντιπάλων. “Είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα ιταλικά ντέρμπι, γιατί είναι το λιγότερο μοχθηρό. Η αντιπαλότητα των δυο πλευρών βασίζεται κυρίως στην καζούρα ή σε φάρσες, όπως η οργάνωση ψεύτικων κηδειών για τους αντιπάλους. Είχα την τύχη να ζήσω όλα τα μεγάλα ντέρμπι της χώρας και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο ξεχωριστό απ’όλα” δήλωσε κάποτε ένας εκ των τυχερών. Το όνομα του; Μαρσέλο Λίπι.