Για λόγους που δεν γνωρίζουμε (ίσως κατά τύχη, ίσως εξαιτίας του οπαδικού γούστου κάποιου εκ των σεναριογράφων), στο «Ted Lasso» το ρόλο του κακού έχει αναλάβει ο ιδιοκτήτης της Γουέστ Χαμ. Στο σύμπαν της διάσημης σειράς ο Ρούπερτ Μάνιον είναι ένας πάμπλουτος τύπος με αδυναμία στις γυναίκες που μετά το διαζύγιο του αναγκάζεται να δώσει μεγάλο μέρος των μετοχών της ομάδας που υποστήριζε από παιδί. Στη συνέχεια αγοράζει τη Γουέστ Χαμ και μετατρέπεται στον μεγαλύτερο εχθρό της Ρίτσμοντ καθώς η πρώτη του κίνηση είναι… (δεν συνεχίζουμε την πρόταση για να αποφύγουμε τα spoilers). Η πραγματικότητα βέβαια απέχει πολύ από το συγκεκριμένο σενάριο. Η ζωή όμως των πραγματικών ιδιοκτητών της Γουέστ Χαμ θα μπορούσε να γίνει μια μικρή σειρά από μόνη της.
Ο Ντέιβιντ Σάλιβαν και ο Ντέιβιντ Γκολντ έχουν δεκατρία χρόνια διαφορά. Ο πρώτος γεννήθηκε στην Ουαλία, ο δεύτερος στο Λονδίνο. Και οι δυο όμως μεγάλωσαν σε φτωχές οικογένειες και με κάποιον τρόπο βρέθηκαν να δουλεύουν στη βιομηχανία του σεξ. Ο Γκολντ, ως μεγαλύτερος, μπήκε πρώτος στο χώρο όταν ανακάλυψε ότι η πρώτη του δουλειά (να πουλάει ενημερωτικά περιοδικά και βιβλία γνώσεων) δεν είχε πολύ ψωμί. Μετά την όχι και τόσο σοκαριστική διαπίστωση ότι οι Άγγλοι προτιμούν να βλέπουν σέξι φωτογραφίες από το να διαβάζουν ειδήσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ στράφηκε γρήγορα προς άλλη κατεύθυνση. Μαζί με τον αδερφό του πήραν ένα δάνειο, άνοιξαν τέσσερα μικρά μαγαζιά και πουλούσαν περιοδικά σοφτ πορνό και οτιδήποτε άλλο περιείχε τολμηρό περιεχόμενο. Στα 60s η ζήτηση για προκλητικές φωτογραφίες και βίντεο ήταν τεράστια και μέσα σε λίγα χρόνια τα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν και οι ώρες λειτουργίας τους αυξήθηκαν.
Σε κάποιο άλλο σημείο του Λονδίνου, ο Ντέιβιντ Σάλιβαν τα έβρισκε κι αυτός σκούρα δουλεύοντας στο χώρο της διαφήμισης. Χάρη σε έναν γνωστό ανακάλυψε κι αυτός τη δυναμική που υπήρχε στο χώρο του πορνό και σύντομα βρέθηκε κι αυτός χωμένος στα κόλπα. Το όνομα του ήταν σύντομα παντού. Sex shops, πωλήσεις πρόστυχων φωτογραφιών μέσω αλληλογραφίας, πορνοπεριοδικά, παραγωγή αισθησιακών ταινιών, κοινώς οτιδήποτε μπορούσε να σοκάρει μια άκρως συντηρητική μάνα της εποχής. Για μερικά χρόνια Γκολντ και Σάλιβαν ήταν μεγάλοι ανταγωνιστές, μέχρι που το 1972 συνειδητοποίησαν πώς έτσι κατέληγαν χαμένοι και οι δυο. Τότε αποφάσισαν να τα βρουν. “Μου έκανε μια πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ” θα δηλώσει πολλά χρόνια μετά ο Γκολντ. Η ένωση των δυνάμεων τους μετέτρεψε γρήγορα σε κυρίαρχους του παιχνιδιού και στα τέλη των 70s η αυτοκρατορία τους μετρούσε πάνω από 150 sex shops, τα μεγαλύτερα περιοδικά για ενήλικους της εποχής και δεκάδες άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με τον ίδιο χώρο, από μαγαζιά με εσώρουχα μέχρι εταιρείες παραγωγής ταινιών σοφτ πορνό.
Την επόμενη δεκαετία το ενδιαφέρον τους στράφηκε και σε άλλους κλάδους. Ένα μέρος των χρημάτων διοχετεύτηκε στην αγορά ακινήτων και ένα άλλο στον χώρο των εφημερίδων. Φυσικά και δεν μιλάμε για σοβαρές, πολιτικές εφημερίδες με κύρος και αρχές. Μιλάμε για «κίτρινες», εριστικές φυλλάδες στις σελίδες των οποίων κυριαρχούσαν συγκεκριμένα μέρη του γυναικείου σώματος και ρεπορτάζ, που στην καλύτερη των περιπτώσεων αποκαλείς αμφιλεγόμενα. Η εκδοτική εταιρεία Sport Newspapers που δημιούργησαν το 1986 περιλάμβανε πολλά έντυπα αλλά ως ναυαρχίδες είχε τη Daily Sport και τη Sunday Sport.
Δυο εφημερίδες ταμπλόιντ που σίγουρα έχεις πετύχει κάποια στιγμή στη ζωή σου ακόμα κι αν δεν έζησες ποτέ στην Αγγλία, αφού κάποια από τα εξώφυλλα τους κυκλοφορούν ακόμα στο διαδίκτυο. Εξώφυλλα που έχουν ως μοναδικό στόχο να σοκάρουν με κάποια φανταστική και ακραία ιστορία από αυτές που ο τίτλος και μόνο σε κάνει να σκέφτεσαι ότι δεν γίνεται να έφτασαν έως το τύπωμα. Μιλάμε για ρεπορτάζ που ισχυρίζονται ότι το τέρας του Λοχ Νες είναι στην πραγματικότητα ένα υποβρύχιο των Ναζί, ότι στο νότιο πόλο βρέθηκε θαμμένο ένα διώροφο κόκκινο αγγλικό λεωφορείο, ότι ο Χίτλερ ήταν γυναίκα, ότι στη Σελήνη εντοπίστηκε ένα βομβαρδιστικό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ότι στον Άρη κάποιος έφτιαξε ένα άγαλμα του Έλβις. Γιατί όχι άλλωστε; Κάποια άλλα ασχολούνται με το σεξ, με την… αφόδευση (σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος) και με τους νάνους (που είναι σχεδόν πάντα σεξομανείς), ενώ αρκετά καταπιάνονται με ένα άλλο αγαπημένο θέμα πολλών, τους εξωγήινους. Εκεί εντοπίζεται και το κορυφαίο, κατά την ταπεινή μας άποψη, που είναι ένα αποκαλυπτικό θέμα με τον θεσπέσιο τίτλο: “Οι εξωγήινοι μετέτρεψαν τον γιο μου σε ψαροκροκέτα”. Ω, ναι. Όπως ακριβώς το διαβάσατε.
Παρά τους κωμικούς τίτλους της (ή εξαιτίας κι αυτών) στις καλές εποχές της η Sunday Sport έφτασε να πουλάει σχεδόν 700.000 φύλλα, μεγαλώνοντας κι άλλο την περιουσία των αφεντικών της. Στις κατηγορίες ότι με κάθε νέα έκδοση της το επίπεδο της δημοσιογραφίας έξυνε όλο και περισσότερο τον πάτο ο Σάλιβαν απάντησε κάποτε (αφού είχε πουλήσει πανάκριβα τις εφημερίδες) με απόλυτη ειλικρίνεια: “Γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι αγόραζαν την εφημερίδα για το σεξ, για να χαζέψουν τις πρόστυχες φωτογραφίες. Με αυτού του είδους τα θέματα απλά τους δίναμε και μια επιπλέον δικαιολογία”. Σε μια πιο γενική τοποθέτηση για την επαγγελματική του πορεία και για το πώς έκανε τα λεφτά του, ο ίδιος άνθρωπος έχει πει: “Δεν νιώθω καμία ντροπή. Έχω κάνει πολλούς ανθρώπους ευτυχισμένους. Αν ήμουν κατασκευαστής όπλων ή κατασκευαστής τσιγάρων και τα προϊόντα μου σκότωναν εκατομμύρια πελάτες μου, θα είχα αμφιβολίες για τη δουλειά μου. Εγώ όμως ήμουν μαχητής της ελευθερίας. Eνήλικες εμφανίζονται σε αυτά τα περιοδικά και ενήλικες τα αγοράζουν. Πιστεύω στο δικαίωμα των ενηλίκων να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις και εφόσον δεν βλάπτουν κανέναν, θα πρέπει να μπορούν να κάνουν ό,τι τους αρέσει στη ζωή τους.”
Ο Ντέιβιντ Σάλιβαν στο “φτωχικό του”
Κάθε σειρά που σέβεται τον εαυτό της έχει και μερικά στοιχεία δράματος και τραγωδίας. Αυτά δεν έλειψαν από τις ζωές των δυο επιχειρηματιών. Μια από τις πιο διάσημες σχέσεις του Σάλιβαν, η Μέρι Μίλινγκτον, που ήταν πρωταγωνίστρια σε αρκετές από τις ταινίες του και μια από τις πιο διάσημες Βρετανίδες σταρ των ταινιών για ενήλικους εκείνη τη δεκαετία, αυτοκτόνησε σε ηλικία 33 ετών. Από την άλλη ο Γκολντ είχε τα δικά του προβλήματα. Ας τον αφήσουμε καλύτερα να τα περιγράψει μόνος του μέσα από ένα σύντομο τουίτ που ανέβασε το 2012: “Μια μέρα του 1972 είδα στην πισίνα μου τη γυναίκα μου να κάνει σεξ με τον καλύτερο μου φίλο και την ίδια μέρα ανακάλυψα πως ο πατέρας μου κλέβει τις μετοχές μου”.
Όταν τα λεφτά από όλα τα παραπάνω έγιναν τόσα πολλά που δεν ήξερε τι να τα κάνει, το επιτυχημένο δίδυμο στράφηκε στο ποδόσφαιρο. Πρώτη του επιλογή ήταν η Γουέστ Χαμ. Ο Γκολντ είχε μεγαλώσει σε ένα σπίτι κυριολεκτικά δέκα βήματα από το γήπεδο της, την υποστήριζε από παιδί και είχε αγωνιστεί για χρόνια στις ακαδημίες της. Μαζί αγόρασαν το 30% των μετοχών αλλά η εμπλοκή τους ήταν σύντομη. Στις αρχές των 90s η λονδρέζικη ομάδα δεν είχε χώρο για ανθρώπους που προέρχονταν από τόσο αμφιλεγόμενους χώρους. Κανένας από τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά κι έτσι το 1993 πούλησαν τις μετοχές τους και κατευθύνθηκαν προς το Μπέρμιγχαμ. Εκεί αγόρασαν την τοπική Σίτι, την οποία και κράτησαν ως το 2009 όταν και αποφάσισαν να ψάξουν για μια νέα ομάδα πιο κοντά στην έδρα των επιχειρήσεων τους. Εκείνη την εποχή δυο λονδρέζικες ομάδες έψαχναν για ιδιοκτήτη. Η Τσάρλτον και η Γουέστ Χαμ.
Η τριάδα που έπαιρνε τις αποφάσεις. Στη μέση η Κάρεν Μπρέιντι, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Μπέρμιγχαμ Σίτι και νυν αντιπρόεδρος της Γουέστ Χαμ
Το δίδυμο επέλεξε με ευκολία τη Γουέστ Χαμ και στις αρχές του 2010, με καθυστέρηση δυο περίπου δεκαετιών, βρέθηκε να κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών της. Ο Γκολντ έκανε το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα. Ο Σάλιβαν, αν και θεωρητικά συμπαθούσε κι αυτός το σύλλογο από παλιά, το έβλεπε περισσότερο ως μια ακόμα μπίζνα. Το έργο τους δεν ήταν πάντως παιχνιδάκι. Η Γουέστ Χαμ προερχόταν από μια καταστροφική από άποψη διοίκησης τετραετία, βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας, είχε αρκετά υπερκοστολογημένα συμβόλαια τα οποία δύσκολα μπορούσες να ξεφορτωθείς, είχε δανειστεί χρήματα βάζοντας ως εγγύηση μελλοντικά έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και, το χειρότερο όλων, είχε και ένα συσσωρευμένο χρέος που ξεπερνούσε τα 110 εκατομμύρια λίρες.
Τα χρήματα που έβαλαν τον πρώτο καιρό αποτέλεσαν σανίδα σωτηρίας για το σύλλογο. Η συνέχεια δεν αποδείχτηκε όμως ανάλογη. Ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών συνοδεύτηκε και από μεγάλες δηλώσεις, που μιλούσαν για σημαντικές αγωνιστικές επιτυχίες, αλλαγή επιπέδου και καθιέρωση της ομάδας στις θέσεις που οδηγούν στην Ευρώπη. Όπως αποδείχτηκε, στο ποδόσφαιρο η επιτυχία έρχεται πιο δύσκολα απ’ότι στη βιομηχανία του σεξ. Στα 13 αυτά χρόνια που βρίσκονται εκεί, η Γουέστ Χαμ έχει τερματίσει στην πρώτη εξάδα μόνο μια φορά. Τις περισσότερες από αυτές τις σεζόν, περιορίζεται σε θέσεις στο κάτω μισό της βαθμολογίας, όπως δηλαδή και πριν την αλλαγή ιδιοκτησίας. Η φετινή πετυχημένη ευρωπαϊκή πορεία, που ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες με την παρουσία στον τελικό του Κόνφερενς Λιγκ (τον πρώτο ευρωπαϊκό τελικό μετά τα 60s και τα 70s, όταν και είχε φτάσει δυο φορές στον τελικό του Κυπελλούχων), είναι η εξαίρεση στον κανόνα που λέει ότι ο σύλλογος ούτε άλλαξε επίπεδο, όπως είχαν υποσχεθεί οι νέοι ιδιοκτήτες του, ούτε έχει βρει κάποια αγωνιστική σταθερότητα.
Η δυσφορία των φιλάθλων έχει εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους όλα αυτά τα χρόνια. Στο χειρότερο από όλα τα επεισόδια, o Σάλιβαν χτυπήθηκε από ένα κέρμα που πετάχτηκε από την μεριά των εξαγριωμένων οπαδών σε έναν εντός έδρας αγώνα με τη Μπέρνλι, την άνοιξη του 2018. Οι φίλοι της Γουέστ Χαμ ισχυρίζονται ότι η διοίκηση λαμβάνει συνεχώς λάθος αποφάσεις, ότι δεν έχει κάποιο σοβαρό μακροχρόνιο πλάνο και ότι την ενδιαφέρει μόνο το κέρδος. Σε κάποια από τις συνεντεύξεις του ο Γκολντ είχε απαντήσει λέγοντας: “Μοιάζω με άνθρωπο που ήρθε εδώ για να βγάλει κι άλλα λεφτά; Ήμουν ένα φτωχό παιδί που σε κάθε ευκαιρία που έβρισκε χωνόταν στο γήπεδο να δει τη Γουέστ Χαμ. Όλη μου την παιδική ηλικία παίζαμε στη 2η κατηγορία. Τώρα είμαστε σταθερά στην Πρέμιερ Λιγκ. Έχουμε πράγματι κάποια προβλήματα αλλά συνολικά κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση.”
Το αγωνιστικό δεν είναι το μόνο σημείο τριβής ανάμεσα στις δυο πλευρές. Οι Γκολντ και Σάλιβαν δήλωσαν από την πρώτη στιγμή πως ο μεγαλύτερος στόχος τους ήταν να πουλήσουν το μικρό και παρωχημένο πλέον Άπτον Πάρκ και να μετακομίσουν στο Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου, που θα ήταν διαθέσιμο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, η ιδέα της μετακίνησης δεν ενθουσίασε πολλούς αρχικά αλλά με τον καιρό το κλίμα άλλαξε.
Οι ιδιοκτήτες έπεισαν τον κόσμο ότι με αυτή την αναβάθμιση η Γουέστ Χαμ θα αυξήσει κατά πολύ τα έσοδα της από το γήπεδο, θα μειώσει τις τιμές των εισιτηρίων και θα μπορέσει έτσι να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός καλύτερου ρόστερ, που θα διεκδικεί κάθε χρόνο την έξοδο στην Ευρώπη. Όταν δε η διοίκηση της κατάφερε να συνάψει μια εξαιρετική συμφωνία για να νοικιάσει το στάδιο για 99 χρόνια (μια συμφωνία τόσο συμφέρουσα που προκάλεσε αντιδράσεις από άλλες ομάδες του Λονδίνου), η πλειοψηφία των φιλάθλων της τάχθηκε τελικά υπέρ της μετακόμισης.
Το Άπτον Παρκ εγκαταλείφθηκε και αργότερα γκρεμίστηκε, ο μέσος όρος προσέλευσης στα εντός έδρας ανέβηκε ραγδαία (από 30-35.000 έχει φτάσει φέτος τις 60.000) αλλά αγωνιστικά η ομάδα δεν κατάφερε να πλησιάσει τις ομάδες του Big 6. Σαν να μην έφτανε αυτό, η δέσμευση των ιδιοκτητών ότι το Ολυμπιακό Στάδιο θα αναδιαμορφωθεί έτσι που θα προσφέρει μια αντίστοιχη γηπεδική εμπειρία με αυτή του προηγούμενου ιστορικού γηπέδου του συλλόγου έμεινε στα λόγια. Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θεωρεί πως το στάδιο με τις τεράστιες αποστάσεις από τον αγωνιστικό χώρο λόγω του στίβου είναι άκρως αντί-ποδοσφαιρικό και πως η μαγεία που υπήρχε τη μέρα των αγώνων στο Άπτον Παρκ έχει χαθεί ολοκληρωτικά.
Πριν από λίγους μήνες ο Ντείβιντ Γκολντ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών. Για την ώρα ο Ντέιβιντ Σάλιβαν δηλώνει πως δεν σκέφτεται το ενδεχόμενο να πουλήσει τις μετοχές του αλλά χωρίς τον φίλο και συνεργάτη δίπλα του το σενάριο αυτό δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον. Μέχρι να γίνει αυτό, ένα σεβαστό κομμάτι του κόσμου θα παραμένει ξενερωμένο. Ένας οπαδός της ομάδας περιέγραψε την κατάσταση σε ένα παλιότερο αφιέρωμα του Athletic: “Υποστηρίζω τη Γουέστ Χαμ από τα 5 μου. Αισθάνομαι ότι μας έχουν ταΐσει τόσα πολλά ψέματα από τότε που μετακομίσαμε στο Στάδιο του Λονδίνου. Όταν φύγαμε από το Άπτον Παρκ, το διοικητικό συμβούλιο είπε ότι έτσι θα αλλάξουμε επίπεδο και θα παίζουμε συχνά στην Ευρώπη αλλά δεν έχουν εκπληρώσει αυτές τις υποσχέσεις. Ακόμη και η εμπειρία της ημέρας του αγώνα δεν είναι πλέον διασκεδαστική. Είναι σαν να παίζουμε σε ένα άψυχο γήπεδο”.