Η Μπρέντφορντ και ο τρόπος του Μάθιου Μπέναμ

Όλοι αυτοί που ασχολούνται με το αγγλικό ποδόσφαιρο, εδώ και κάποια χρόνια, δεν γίνεται να μην έχουν προσέξει την Μπρέντφορντ. Την άσημη ομάδα του Δυτικού Λονδίνου που με τον δικό της περίεργο και δυσνόητο -για πολλούς- τρόπο, κατάφερε να βρεθεί από την τρίτη τη τάξει κατηγορία της Αγγλίας, σε λίγα μόλις χρόνια, στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ. Τι κατάφεραν όμως οι «σφήκες» όταν νίκησαν τους «κύκνους» της Σουόνσι με 2-0 στον τελικό της Τσάμπιονσιπ εκτός του να ζήσουν το απόλυτο όνειρο; Μα, να το ζήσουν φτιάχνοντάς το οι ίδιοι. Με αρκετά χαμηλό μπάτζετ και με τον δικό τους ριζοσπαστικό τρόπο, για μεγάλη μερίδα του ποδοσφαιρικού κοινού, που λανθασμένα θεωρεί δύσβατα αυτά τα μονοπάτια εξέλιξης. Οι αλλαγές είναι άλλωστε πάντα δύσκολες για τους φιλάθλους. Ας μη γελιόμαστε. Στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχουμε μάθει με το μοντέλο των δαπανηρών μεταγραφών. Κάποιος, κάπου, αγοράζει μια μικρή ομάδα. Ξεχασμένη πολλές φορές ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους φιλάθλους της. Αρχίζει να σκορπά ένα σωρό χρήματα και την ανεβάζει κατηγορίες καταφέρνοντας κάποιες φορές να την κάνει ακόμα και πρωταθλήτρια. Στην Αμερική του salary cap (μια συζήτηση που έχει αρχίσει να γίνεται και για την Ευρώπη αν και πολύ δύσκολα θα το δούμε ποτέ να εφαρμόζεται στα μέρη μας) εδώ και χρόνια υπάρχει το moneyball. Μια, να την πούμε, τακτική που ξεκίνησε στο Baseball, και το NFL, και που μέσα από ειδικές στατιστικές μετρήσεις μπορείς να βρεις ένα σωρό «διαμάντια», άγνωστους αθλητές δηλαδή, που μπορούν να αγοραστούν φθηνά και να δώσουν βοήθεια στην κάθε ομάδα εκεί που πραγματικά αυτή πονάει στον αγωνιστικό χώρο, γεμίζοντας παράλληλα και τα ταμεία της με την πώληση που -σίγουρα- θα ακολουθήσει, σε κάποια πιο εμπορική ομάδα, που έχει όμως να διαθέσει περισσότερα, μιας και αυτός θα είναι πάντα ο κανόνας στον αθλητισμό. Οι μικροί θα βγάζουν παίκτες και οι μεγάλοι θα τους αγοράζουν. Το σημαντικό είναι οι μικροί να βγαίνουν όσο μπορούν περισσότερο κερδισμένοι από αυτό. Ειδάλλως το χάσμα ανάμεσά τους ολοένα και θα μεγαλώνει και ο θεατής θα βαριέται επειδή θα βλέπει ολοένα και λιγότερες εκπλήξεις.

Από το 2014, που η Μπρέντφορντ ανέβηκε από την League One στην Τσάμπιονσιπ, πάτησε πάνω στα analytics και με τα expected stats ως οδηγό κατάφερε να βρει ένα σωρό άγνωστους ποδοσφαιριστές, στη συνέχεια να τους κάνει δικούς της, με αστεία ποσά, να πάρει από αυτούς όλα όσα της έδειχναν οι αριθμοί ότι μπορεί να πάρει, από τον καθένα, και στη συνέχεια να τους πουλήσει με τη σειρά της, πολλές φορές ακόμα και 10 φορές πάνω από την αξία που τους είχε αγοράσει. Για μια ομάδα όπως η Μπρέντφορντ που δεν είναι βαρύ όνομα, το αντίθετο μάλιστα, και ούτε φυσικά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πλούσιο κλαμπ, αυτός ήταν, και συνεχίζει να είναι, ο μοναδικός τρόπος ώστε να μπορεί να επιβιώνει στο ίδιο κλουβί με τα τόσα θηρία που υπάρχουν στο ποδόσφαιρο της Αγγλίας. Από το 2014 μέχρι και πέρσι η Μπρέντφορντ ήταν κερδισμένη στα ταμεία της πολύ πάνω από 100 εκατομμύρια λίρες μόνο για παίκτες που είχε πουλήσει, αφού πρώτα τους είχε αγοράσει η ίδια. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του σχεδίου και αυτής της άψογης εφαρμογής είναι ο επιθετικός Άντρε Γκρέι που πλέον αγωνίζεται στη Γουότφορντ. Η Μπρέντφορντ τον είχε αγοράσει από την 5η κατηγορία, και τη Λούτον, για 500 χιλιάδες λίρες το 2014, και οι περισσότεροι θεώρησαν τότε τρελή αυτή την κίνηση. Αυτό που κανένας δεν ήξερε, και πως άλλωστε να το ξέρει, ήταν πως αυτή η μεταγραφή είχε γίνει σύμφωνα με τα analytics και τα xG. Το αποτέλεσμα ήταν μόλις ένα χρόνο αργότερα ο ίδιος παίκτης να πωληθεί στην Μπέρνλι για 12 εκατομμύρια λίρες. Για να στηθεί βεβαίως τόσο άρτια όλο αυτό ευθύνονται δύο ονόματα. Η Smartodds και ο ιδρυτής της. Ο ιδιοκτήτης  δηλαδή της Μπρέντφορντ, Μάθιου Μπέναμ. Η εταιρεία δημιουργήθηκε το 2004 με σκοπό να βρίσκει τις καλύτερες ευκαιρίες για ποντάρισμα. Με αυτόν τον τρόπο ο πρώην φοιτητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που άφησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στα οικονομικά για να γίνει επαγγελματίας παίκτης του στοιχήματος κερδίζοντας εκατομμύρια μόλις σε λίγα χρόνια, χρησιμοποίησε τα xStats για να βρει ποδοσφαιριστές που κανένας δεν θα «πόνταρε» ποτέ πάνω τους. Ρίσκαρε λοιπόν και κέρδισε.

Ο πρόεδρος το κατέχει το τόπι

Η πρώτη επαφή του Μπέναμ με την ομάδα έγινε το 2005 όταν και δώρησε 500.000 λίρες στη διοίκησή της για να καλυφθεί ένα χρέος που θα την έβαζε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και -όπως λένε σήμερα πολλοί φίλοι της- ίσως την είχε οδηγήσει ακόμα και στον αφανισμό. Φυσικά και αυτή η δωρεά δεν είχε γίνει τυχαία μιας και ο Μάθιου Μπέναμ είναι φανατικός φίλος της Μπρέντφορντ από όταν ήταν παιδί. Μέχρι και το 2012 συνέχισε να δίνει οικονομική βοήθεια στην ομάδα, χωρίς να φαίνεται, και τότε ήταν που μαζί με το επιτελείο του πήρε την μεγάλη απόφαση να αναλάβει την ομάδα υπό έναν όμως όρο. Η ομάδα θα δούλευε πάνω στο δικό του πλάνο και με τη δική του μέθοδο, των analytics, χωρίς δαπανηρές μεταγραφές, με σκοπό να βγάζει χρήματα από πωλήσεις παικτών, μιας και δεν υπήρχαν οι βάσεις για να βρεθούν χρήματα από μεγάλους χορηγούς. Αγωνιστικός στόχος εκείνα τα χρόνια ήταν να καθιερωθεί στην Τσάμπιονσιπ, αφού φυσικά πρώτα ανέβει στην κατηγορία. Κάτι σημαντικό. Η Μπρέντφορντ για να επιβιώσει θα έπρεπε να βγάζει χρήματα πουλώντας παίκτες. Να κερδίζει ομάδες που έδιναν κάθε χρόνο για μεταγραφές τα δεκαπλάσια από αυτά που αυτή μπορούσε να δώσει. Να αγωνίζεται στο μικρό, 11.000 θέσεων, και 120 ετών, Γκρίφιν Παρκ, δυσκολεύοντας το εμπορικό της κομμάτι (πλέον αγωνίζεται στο Μπρέντφορντ Κομιούνιτι χωρητικότητας 17.250 θέσεων). Ακόμα και οι λιγοστοί followers της ομάδας στα σόσιαλ μίντια ήταν εμπόδιο στο να βρει χορηγούς σύμφωνα με τη λογική του πως λειτουργεί το διαδίκτυο ως προς το κομμάτι αυτό. Φυσικά το πιο δύσκολο ήταν ο ριζοσπαστικός τρόπος του ιδιοκτήτη της που ήταν ενάντια στην πλειοψηφία προπονητών, δημοσιογράφων και οπαδών, της εποχής, ξέροντας πως αν όλο αυτό οδηγούσε σε αποτυχία, η χλεύη που θα εισέπραττε ο ίδιος αλλά και το το εγχείρημά του θα ήταν σε τεράστια επίπεδα. Ακόμα και για τους Άγγλους.

Ο κόουτς Τόμας Φρανκ

Για να αρχίσει να δουλεύει όλο αυτό, ο Μπέναμ έφερε στην ομάδα δύο τεχνικούς διευθυντές που μαζί του θα έτρεχαν το όλο εγχείρημα. Ο Φιλ Τζάιλς και ο Ράσμους Άντερσεν δεν είναι οι άνθρωποι που θα πάνε να τσεκάρουν παίκτες και θα σου μιλήσουν για τα φανταχτερά τους τσαλιμάκια και τα τεχνικά τους χαρίσματα. Είναι δύο τεχνοκράτες του ποδοσφαίρου, από αυτούς με τα κοστούμια που ξέρουν όμως άψογα να τρέξουν δίπλα σε μια νέα εποχή και γιατί όχι, ακόμα και να την ξεπεράσουν. Φυσικά υπάρχει και ο προπονητής. Τον έχουμε ξεχάσει τόση ώρα. Ο Τόμας Φρανκ. Ένας προπονητής που δεν έχει όμως ουδεμία σχέση με τους υπόλοιπους προπονητές της κατηγορίας. Στους αγώνες βρίσκεται μονίμως σε επικοινωνία, με ακουστικό, με την ομάδα του που κάθεται μπροστά στα λάπτοπ της και του δίνει συνεχώς πληροφορίες και αποτελέσματα των μετρήσεων που γίνονται εκείνη την ώρα. Για τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μαρκ Γουορμπάρτον, ο προπονητής που ανέβασε δηλαδή την ομάδα στην Τσάμπιονσιπ το 2015 έχοντας το υψηλότερο ποσοστό νικών στη ιστορία της με 53.85% απολύθηκε επειδή πολύ απλά δεν ήθελε να συμμετάσχει σε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας μιας και όπως είχε πει στον Μπέναμ «Εγώ είμαι της παλιάς σχολής, όλα αυτά που μας λες δεν έχουν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, πώς είναι δυνατόν να μου πει κάποιος που δεν έχει ακουμπήσει ποτέ μια μπάλα ποιος είναι ο ιδανικότερος παίκτης για την ομάδα μου, χωρίς να τον έχω δει». Σε κάποια άλλη εποχή θα είχε απόλυτο δίκιο. Στη σύγχρονη όμως δική μας κανένας δεν μπορεί να το πει αυτό με σιγουριά.

Αυτό λοιπόν το μοντέλο οδήγησε την Μπρέντφορντ στην Πρέμιερ Λιγκ και με αυτό το μοντέλο θα συνεχίσει και φέτος. Οι μεταγραφές άλλωστε που έχουν γίνει, μέχρι αυτή την ώρα, είναι τρεις και έχουν αγγίξει μαζί -σχεδόν- τις 35 εκατομμύρια λίρες, ένα αρκετά μικρό ποσό σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους, μεγάλο όμως για την ίδια. Το μοντέλο της Μπρέντφορντ εννοείται πως έχουν αρχίσει να το χρησιμοποιούν αρκετές ομάδες, με τη Λίβερπουλ να είναι το καλύτερο -πρόσφατο- παράδειγμα. Μια ομάδα δηλαδή που έφτασε στην κορυφή έχοντας όμως και ιστορία, και φανέλα, και φυσικά πολλά χρήματα να δαπανήσει. Δυστυχώς μόνο με τη μελέτη των αριθμών ή μόνο με τη φανέλα, και χωρίς χρήματα, δεν μπορεί να έρθει καμία κορυφή. Ακόμα και στην ταινία Moneyball για την ομάδα Oakland Athletics του μπέιζμπολ όσο και αν αυτή μεταμορφώθηκε προς το καλύτερο δουλεύοντας με βάση τα ειδικά στατιστικά κάποιου που δεν είχε ιδέα από το άθλημα, στο τέλος, το πρωτάθλημα κατέληξε όχι στην ίδια αλλά στην ομάδα που είχε μεγαλύτερο ταλέντο και πολύ περισσότερα χρήματα. Η Μπρέντφορντ σήμερα το βράδυ για την 1η αγωνιστική της σεζόν 2021/2022 θα βρεθεί απέναντι στην Άρσεναλ, μπροστά στο κοινό της, στο ντεμπούτο της στην Πρέμιερ Λιγκ, έχοντας ως πρώτο στόχο να καταφέρει να μη θαμπωθεί από τη λάμψη της μεγάλης κατηγορίας. Δεν θα είναι εύκολο. Οι φίλοι του αγγλικού ποδοσφαίρου περιμένουν να δουν τον Άιβαν Τόνεϊ, το αστέρι της που αγωνίζεται στην επίθεση και αποκτήθηκε πέρσι για 5 εκατομμύρια λίρες με την αξία του να έχει εξαπλασιαστεί, και οι οπαδοί της θα ζήσουν με το άγχος του αν θα τα καταφέρει να πετύχει τον μεγάλο της στόχο. Την παραμονή. Μένει να δούμε πόσο μπορεί να αντέξει μια ομάδα με αυτό το μοντέλο σε ένα πρωτάθλημα που, ευτυχώς ή δυστυχώς, οι βαριές φανέλες και τα εκατομμύρια των ιδιοκτητών θα έχουν πάντα τον πρώτο ρόλο.