Για να επιλέξει κάποιος επισκέπτης της Μαδρίτης να πάει να παρακολουθήσει ένα παιχνίδι στο Στάδιο του Βαγιέκας πρέπει να είναι έστω και λίγο υποψιασμένος για το που πηγαίνει, από τη στιγμή που στην ίδια πόλη στεγάζονται δυο από τις πιο διάσημες ομάδες του πλανήτη. Ακόμα κι αν η απόφαση παρθεί εντελώς τυχαία (παραβλέποντας με κάποιο τρόπο ακόμα και την επιλογή της πιο πετυχημένης αγωνιστικά Χετάφε), η πρώτη επαφή με το γήπεδο είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα τον πείσει ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα. Κι αν δεν το κάνει η γενικότερη εικόνα του γηπέδου, θα το κάνει η επιγραφή και το γκράφιτι στην είσοδο του πετάλου, της κερκίδας δηλαδή που φιλοξενεί τους Μπουκανέρος, τους οργανωμένους οπαδούς. Τι δουλειά έχει σε ένα ισπανικό πέταλο η μορφή ενός γεματούλη τύπου και ένα όνομα γλωσσοδέτης όπως το “Γουίλφρεντ Αγκμποναβμπάρε”;
Ο Γουίλι, όπως έγινε αργότερα γνωστός σε όλους, εμφανίστηκε στη φτωχογειτονιά του Βαγιέκας κυριολεκτικά από το πουθενά το καλοκαίρι του 1990. Γεννημένος στη Νιγηρία το 1966, ο Αγκμποναβμπάρε κατάφερε από μικρός να ξεχωρίσει με τις εμφανίσεις του κάτω από τα δοκάρια στο τοπικό πρωτάθλημα και να κερδίσει μια θέση στην εθνική ομάδα. Ο ερασιτεχνισμός του εγχώριου πρωταθλήματος όμως δεν έδινε πολλές δυνατότητες για μια άνετη ζωή και όταν ένας τύπος του πρότεινε να πάει να δοκιμαστεί σε ευρωπαικές ομάδες, ο Γουίλι ούτε το σκέφτηκε πολύ, ούτε φοβήθηκε για το άγνωστο. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελο του και πήγε.
Το παρουσιαστικό του, η εποχή και οι περιρρέουσες συνθήκες δεν βοηθούσαν και πολύ. Ήταν γεματούλης, δεν είχε καμία εμπειρία εκτός Αφρικής, δεν είχε κάποιον επαγγελματία δίπλα του να τον προωθήσει και ήταν και μαύρος, σε μια εποχή που ο ρατσισμός κυριαρχούσε και εντός και εκτός γηπέδων. Από όλα τα δοκιμαστικά που έκανε σε Αγγλία και Ισπανία, μόνο μια ομάδα έδειξε ενδιαφέρον. Μια ομάδα που αδιαφόρησε για την προέλευση του καθώς έχει ως σλόγκαν (γραμμένο πλέον και σε μια τοιχογραφία με τη μορφή του Γουίλι): “Στο Βαγιέκας το μόνο χρώμα που έχει σημασία είναι το κόκκινο στη λωρίδα της φανέλας”.
Βέβαια, σε αντίθεση με τη καρδιά της, η Ράγιο Βαγιεκάνο δεν είχε τόσο μεγάλη τσέπη, αφού σε αντίθεση με τα τελευταία χρόνια (φέτος συνεχίζει για την ώρα την καλή περσινή της επίδοση) τότε αγωνιζόταν σχεδόν μόνιμα στη δεύτερη κατηγορία έχοντας ελάχιστες επιτυχίες. Η πρόταση για τον παίκτη έλεγε πως μπορούν να του καλύψουν το ενοίκιο σε ένα μικρό διαμέρισμα στην περιοχή και να του δίνουν έναν ελάχιστο μισθό για να τα βγάζει πέρα. Ο Γουίλι, μαθημένος έτσι κι αλλιώς στις δυσκολίες, υπέγραψε αμέσως και μέσα σε πολύ μικρό διάστημα έγινε ο βασικός τερματοφύλακας της ομάδας. Από τις πρώτες κιόλας του συμμετοχές έγινε ξεκάθαρο ότι παρά το φαινομενικά αγύμναστο σώμα και τα μπαμπάτσικα μάγουλα δεν είχε κανένα πρόβλημα να εκτιναχθεί ως την άλλη άκρη της εστίας ή να βουτήξει έγκαιρα στις λάσπες που εκείνη την εποχή συναντούσες αρκετές φορές στη μικρή περιοχή των γηπέδων της 2ης κατηγορίας. Αυτή η αυτοθυσία σε συνδυασμό με το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο του και την εξωστρεφή προσωπικότητα του έπαιξαν ρόλο στο να αγαπηθεί από την κερκίδα που από τότε εμφάνιζε μια ροπή προς τη διαφορετικότητα.
Με τον Γουίλι να κάνει εξαιρετικές εμφανίσεις στη δεύτερη σεζόν του στην Ισπανία, η Ράγιο κέρδισε την άνοδο στην Πριμέρα και μπόρεσε επιτέλους να του προσφέρει ένα κανονικό επαγγελματικό συμβόλαιο. Ακόμα κι αυτή η σημαντική αλλαγή στην οικονομική του κατάσταση δεν επηρέασε τον χαρακτήρα του. “Ο Γουίλι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που έχουμε γνωρίσει” ισχυρίζονται οι συμπαίκτες του, “ήταν πάντα πρόσχαρος και πάντα έτοιμος να σε βοηθήσει ό,τι πρόβλημα κι αν είχες χωρίς να το σκεφτεί πολύ”. Σύμφωνα με το βιβλίο του Κίκε Πεινάδο για τη Ράγιο, η οικογένεια του Γουίλι ήταν τόσο γενναιόδωρη που στις γιορτές καλούσε όλο τον κόσμο στο σπίτι της για φαγητό. Χωρίς πρόσκληση, χωρίς να ξεχωρίζει ανθρώπους. “Κάποιες φορές στο σπίτι μαζεύονταν πάνω από 50 άνθρωποι γιατί άφηνε την πόρτα ανοιχτή. Η γυναίκα του μαγείρευε για όλους όσους πήγαιναν. Πάντα γιόρταζαν κάτι, για όποιον είχε όρεξη για γιορτή”.
Παρά την αγωνιστική επιτυχία της ομάδας, ο Αγκμποναβμπάρε δεν ένιωσε ποτέ πως είναι σταρ. Το βράδυ της Κυριακής μπορεί να αντιμετώπιζε τα σουτ του Ρομάριο και του Στόιτσκοφ στο Καμπ Νου και το πρωί της Δευτέρας να έκανε χωρίς τυμπανοκρουσίες τα ψώνια του στα μπακάλικα του Βαγιέκας, χαιρετώντας τους πάντες, πιάνοντας κουβέντα με όποιον ήθελε να του μιλήσει. Κυκλοφορούσε αρκετές φορές με το μετρό, σύχναζε στη γειτονιά και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη. Οι γνωστοί του ισχυρίζονται ότι στήριζε οικονομικά διψήφιο αριθμό συγγενών πίσω στη Νιγηρία. Στον ελεύθερο χρόνο του πήγαινε στις προπονήσεις των ακαδημιών και βοηθούσε τους νέους τερματοφύλακες, τους έδινε συμβουλές, τους εμψύχωνε. Σχεδόν όλοι οι νέοι που έπαιξαν στις μικρές ομάδες της Ράγιο εκείνη την περίοδο έχουν και μια φωτογραφία μαζί του. Αργότερα έγινε και προπονητής τερματοφυλάκων (αφιλοκερδώς) σε μια άσημη, ερασιτεχνική ομάδα της περιοχής.
Οι φίλαθλοι λάτρευαν τον Γουίλι γιατί ο Γουίλι, αν και θεωρητικά ήταν ένας ξένος, έκανε όλα όσα πρεσβεύει η Ράγιο, έπαιζε με τον τρόπο που θέλουν οι φίλοι της Ράγιο, ζούσε και σύχναζε στα μέρη που ζει η Ράγιο. Ο Γουίλι ήταν η Ράγιο. Η αγάπη του κόσμου ήταν τέτοια που η ιαχή “Γουίλι, Γουίλι, Γουίλι” ακουγόταν στα περισσότερα εντός έδρας ματς ενώ εκείνα τα χρόνια σε όλα τα ξύλινα ποδοσφαιράκια στην περιοχή του Βαγιέκας ο τερματοφύλακας ήταν πάντα βαμμένος μαύρος!
Εκτός των ορίων του Βαγιέκας όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά. Ο ρατσισμός στα γήπεδα της Ισπανίας ήταν ένα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, γι’αυτό και οι μαύροι ποδοσφαιριστές ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Ο Αγκμποναβμπάρε ήταν αποδέκτης ρατσιστικών επιθέσεων σε αρκετά γήπεδα της χώρας, αφού και η θέση του διευκόλυνε τους αντιπάλους οπαδούς να πλησιάσουν και να του πιάσουν… κουβέντα.
Τον Μάιο του 1993 έκανε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του μέσα στο Μπερναμπέου. Χάρη σ’αυτόν η Ράγιο έκανε τη μεγάλη έκπληξη και έφυγε από την έδρα της σπουδαίας συμπολίτισσας της με τον βαθμό της ισοπαλίας (1-1), αφού ο Νιγηριανός τερματοφύλακας έπιασε ακόμα και πέναλτι που εκτέλεσε ο Μίτσελ. Το ρεπορτάζ εκείνου του αγώνα είναι ενδεικτικό του τι βίωνε ο Αγκμποναβμπάρε σε αρκετά παιχνίδια. Στη διάρκεια του αγώνα από την κερκίδα των οπαδών της Ρεάλ ακουγόταν συχνά-πυκνά διάφορα συνθήματα, όπως “αράπη, πήγαινε μάζεψε βαμβάκι”, ενώ μετά το τέλος του ο ρατσιστικός οχετός βρήκε πέρασμα ακόμα και μέσα από τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης! Στο βραδινό αφιέρωμα για το παιχνίδι ένας δημοσιογράφος ρωτούσε τους θεατές τη γνώμη τους για την τρομερή απόδοση του τερματοφύλακα των φιλοξενούμενων και όλη η Ισπανία είδε και άκουσε δεκάδες νεαρούς να φωνάζουν ανενόχλητοι μπροστά στην κάμερα “Κου-Κλουξ-Κλαν” και άλλα εμετικά συνθήματα. Όταν ζητήθηκε από τον Γουίλι να σχολιάσει τα όσα άκουσε, αυτός χαμογέλασε όπως πάντα, ανασήκωσε τους ώμους και δεν έδωσε συνέχεια.
Στα έξι χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της Ράγιο κατέγραψε κοντά στις 200 εμφανίσεις, έζησε έναν υποβιβασμό αλλά και δυο ανόδους και κέρδισε μια μόνιμη θέση στην εθνική Νιγηρίας, συμμετέχοντας ακόμα και στο Μουντιάλ του 1994 ως αναπληρωματικός πίσω από τον Πίτερ Ρουφάι. Ένας τραυματισμός τη σεζόν 1995-96 τον άφησε εκτός για μερικούς μήνες και εξαιτίας του έχασε τη θέση του στην αρχική ενδεκάδα. Το καλοκαίρι του 1996 αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Έθιχα, που έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία, και εκεί κρέμασε τα γάντια του σε ηλικία μόλις 31 ετών και εξαφανίστηκε. Όσο ξαφνικά μπήκε στη ζωή του Βαγιέκας, τόσο ξαφνικά έφυγε από το προσκήνιο. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε η φήμη και το σταριλίκι.
Για πολύ καιρό ελάχιστοι γνώριζαν τι απέγινε, παρ’ότι συνέχιζε να ζει σε μια γειτονιά δίπλα στο Βαγιέκας. Η μόνη του δημόσια εμφάνιση ήταν όταν οι Μπουκανέρος τον κάλεσαν σε μια εκδήλωση κατά του ρατσισμού, όπου και αποθεώθηκε. Μέχρι που μια μέρα μια εκπομπή της τηλεόρασης που έπαιρνε συνεντεύξεις από εργαζομένους σε διάφορους τομείς, τον πέτυχε τυχαία να δουλεύει στον τομέα των αποσκευών στο αεροδρόμιο. Όπως αποδείχτηκε από τη συνέντευξη εκείνη, η ζωή του μετά τη μπάλα δεν ήταν καθόλου εύκολη. Μερικά χρόνια μετά την απόσυρση του η γυναίκα του διαγνώσθηκε με καρκίνο. Για να τη βοηθήσει ο Γουίλι ξόδεψε όσα λεφτά του είχαν απομείνει από αυτά τα λίγα που κέρδισε στα λίγα χρόνια που είχε επαγγελματικό συμβόλαιο. Καθώς αυτά δεν έφταναν έπιασε δουλειά σε μια μεταφορική, έκανε ένα πέρασμα από ένα βενζινάδικο και τελικά κατέληξε να κουβαλάει αποσκευές στο αεροδρόμιο. Ο θάνατος της αποδείχτηκε το μόνο χτύπημα που δεν μπορούσε να αντέξει.
Τα παιδιά του επέστρεψαν στη Νιγηρία και ο ίδιος έμεινε μόνος, να παλεύει να συντηρηθεί στη ζωή. Λίγο μετά την εμφάνιση του στην τηλεόραση διαγνώσθηκε και αυτός με καρκίνο. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρατήσει κρυφό το πρόβλημα του. Οι πρώην συμπαίκτες του και οι οπαδοί της Ράγιο το έμαθαν και αμέσως ξεκίνησε έρανος για να καλυφθούν τα ιατρικά έξοδα αλλά και για να μπορέσουν να έρθουν τα παιδιά του για να τον δουν. Η συμμετοχή του κόσμου του Βαγιέκας ήταν συγκλονιστική αλλά δεν αρκούσε. Η υγεία του χειροτέρεψε ραγδαία και το πρωί της 27ης Ιανουαρίου 2015 σε ηλικία μόλις 49 ετών ο Γουίλφρεντ Αγκμποναβμπάρε έφυγε από τη ζωή σε ένα νοσοκομείο της Μαδρίτης χωρίς να προλάβει να αποχαιρετίσει τα παιδιά του που, λόγω ενός προβλήματος με τη βίζα τους, έφτασαν στην Ισπανία την επόμενη μέρα.
Τρεις μέρες μετά η Ράγιο υποδέχτηκε τη Ντεπορτίβο λα Κορούνια. Πριν από την έναρξη του αγώνα οι άνθρωποι και των δυο ομάδων άφησαν λουλούδια δίπλα στο τέρμα που βρίσκεται μπροστά από το πέταλο που κάθονται οι Μπουκανέρος (ένα πέταλο που, όπως είδαμε, φέρει στην είσοδο το όνομα του και σε διάφορα σημεία του τοιχογραφίες και πανό στη μνήμη του). Στη συνέχεια στήθηκαν στο κέντρο του γηπέδου για να κρατηθεί ενός λεπτού σιγή. Μέσα στην απόλυτη ησυχία κάπου από την κερκίδα ακούστηκε μια κραυγή. “ΓΟΥΙΛΙ”. Αμέσως ακολούθησε όλο το γήπεδο. “Γουίλι! Γουίλι! Γουίλι!” Στο Βαγιέκας οι ήρωες δεν χρειάζεται να έχουν βάλει 200 γκολ, ούτε να έχουν σηκώσει πρωταθλήματα και κύπελλα. Στο Βαγιέκας οι ήρωες πρέπει να είναι καλοί άνθρωποι.