Ουρουγουάη-Βραζιλία: Ένα λατινοαμερικάνικο ντέρμπι που επηρεάζει ζωές

Τον Νοέμβρη του 2013 η Ουρουγουάη κέρδιζε με τα χίλια ζόρια τη συμμετοχή της στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, αφήνοντας εκτός στα πλέι οφ την Ιορδανία. Λίγες μέρες μετά από την πρόκριση, η εταιρεία που ντύνει την εθνική ομάδα κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό. Ένας τύπος ντυμένος με ένα ολόσωμο γαλάζιο σεντόνι κυκλοφορούσε στο Ρίο ντε Τζανέιρο τρομάζοντας τους περαστικούς, τους λουόμενους και τους ντόπιους καταστηματάρχες. Η διαφήμιση έκλεινε με με την εικόνα του καμουφλαρισμένου πρωταγωνιστή μέσα στο ιστορικό Μαρακανά και το σλόγκαν “το φάντασμα του 1950 είναι ήδη στη Βραζιλία”.

Μερικούς μήνες αργότερα, το Μάρτη του 2014, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους της Ουρουγουάης ένα ντοκιμαντέρ με τον λιτό τίτλο “Μαρακανά”. Το όνομα και μόνο του γηπέδου ήταν αρκετό για να καταλάβει ο οποιοσδήποτε πως το θέμα του ήταν ο τελικός του Μουντιάλ του 1950, που στην ιστορία έμεινε γνωστός και ως “Μαρακανάσο”. Για τις ανάγκες της πρώτης προβολής το γήπεδο Σεντενάριο στο Μοντεβίδεο μετατράπηκε σε κινηματογραφική αίθουσα. Περισσότεροι από 10.000 Ουρουγουανοί έδωσαν το παρών (ανάμεσα τους και ο 87χρονος τότε, Αλσίντες Γκίτζα, σκόρερ του νικητήριου τέρματος), είδαν το ντοκιμαντέρ και πανηγύρισαν έξαλλα τα γκολ της Ουρουγουάης, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτά που έβλεπαν στο πανί είχαν συμβεί σε ένα μακρινό παρελθόν, στο οποίο οι περισσότεροι δεν ζούσαν καν.

Τον Μάιο του ίδιου χρόνου και λίγες εβδομάδες πριν η εθνική Ουρουγουάης παίξει το πρώτο της παιχνίδι στο Μουντιάλ, ο προπονητής της, Όσκαρ Ταμπάρες τηλεφώνησε στον έναν εκ των δυο σκηνοθετών και τον ενημέρωσε πως θα προβάλλει το ντοκιμαντέρ στους παίκτες, στην προσπάθεια του να τους εμψυχώσει και να τους κάνει να πιστέψουν στις δυνατότητες τους. Εξήντα τέσσερα χρόνια είχαν περάσει κι όμως το παιχνίδι εκείνο συνέχιζε να ζει στη μνήμη των ανθρώπων και να τους επηρεάζει ψυχολογικά.

Ο αγώνας εκείνος, που η ομάδα του Ομπντούλιο Βαρέλα έκανε την τεράστια έκπληξη και κέρδισε την σχεδόν σίγουρη νικήτρια Βραζιλία μέσα στην έδρα της μπροστά σε 200.000 οπαδούς της, δεν έκρινε μόνο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Επηρέασε και ζωές σε βαθμό που λίγοι μπορούσαν να φανταστούν, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό του τερματοφύλακα της Βραζιλίας, Μοασίρ Μπαρμπόσα, που στιγματίστηκε για πάντα λόγω των γκολ που δέχτηκε. Αλλά δεν επηρεάστηκαν μόνο οι ζωές των 22 πρωταγωνιστών.

Στην πόλη Μπαουρού στα νότια της χώρας, ένα 9χρονο πιτσιρίκι γύρισε σπίτι και βρήκε τον πατέρα του να κλαίει. Με όλη την αφέλεια που συνοδεύει ένα παιδί που έχει μεγαλώσει παίζοντας μπάλα στους δρόμους, ο μικρός προσπάθησε να παρηγορήσει τον απογοητευμένο πατέρα λέγοντας του ότι θα έκανε τα πάντα ώστε η Βραζιλία να φτάσει κάποτε στην κορυφή του κόσμου. Οχτώ χρόνια αργότερα, ο δακρυσμένος πατέρας του 1950 έβαζε ξανά τα κλάματα ακούγοντας στο ραδιόφωνο τη ‘σελεσάο’ να κερδίζει το πρώτο της Μουντιάλ στη Σουηδία. Πρωταγωνιστής της επιτυχίας ήταν ο 17χρονος γιος του. Το όνομα του; Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, γνωστός πλέον και ως Πελέ.

Ο Πελέ όμως δεν σταμάτησε εκεί. Δώδεκα χρόνια αργότερα, στο Μουντιάλ του 1970, η Βραζιλία βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με τη γειτόνισσα της και μάλιστα στον ημιτελικό. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που οι δυο πολύ μεγάλοι αντίπαλοι (η Βραζιλία είναι πρώτη σε κατακτήσεις Μουντιάλ αλλά η Ουρουγουάη είναι πρώτη σε Κόπα Αμέρικα, παρά το γεγονός ότι είναι μια μικρή χώρα 3 εκατομμυρίων κατοίκων!) συναντήθηκαν σε αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου μετά το ιστορικό ματς του Μαρακανά. Για άλλη μια φορά οι Βραζιλιάνοι ήταν το μεγάλο φαβορί, έχοντας φτάσει ως εκεί παίζοντας εντυπωσιακό ποδόσφαιρο και σκοράροντας 3 γκολ κατά μέσο όρο σε κάθε ματς. Οι Ουρουγουανοί από την άλλη είχαν φτάσει εκεί αγκομαχώντας. Το deja-vu της κατάστασης ήταν τόσο έκδηλο που στο Μοντεβίδεο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν σκέψεις για μια μαγική επανάληψη του “Μαρακανάσο”. Το επιβεβαίωναν και τα στατιστικά άλλωστε: Η Ουρουγουάη είχε κερδίσει το Μουντιάλ του 1930 και του 1950, οπότε μια νίκη το 1970 θα ήταν μια λογική εξέλιξη.

Όταν μάλιστα οι Ουρουγουανοί, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, άνοιξαν νωρίς το σκορ, όλος ο πλανήτης πρέπει να σκέφτηκε ότι ετοιμάζεται μια δεύτερη μεγάλη ποδοσφαιρική κηδεία. Όμως εκείνη η Βραζιλία δεν ήταν μόνο λόγια και πρώιμα γλέντια, όπως η ομάδα του 1950. Με τον Πελέ στην πιο ώριμη φάση του, και τους Τοστάο, Ζαιρζίνιο και Ριβελίνο σε εξαιρετική φόρμα, οι Βραζιλιάνοι ανέτρεψαν εύκολα το σκορ και προκρίθηκαν με 3-1 στον τελικό.

Η φάση όμως που έμεινε στην ιστορία απ’αυτό το παιχνίδι δεν ήταν κάποιο από τα γκολ. Ήταν μια αντεπίθεση της Βραζιλίας στο 2ο ημίχρονο, όταν ο Τοστάο έβγαλε τον Πελέ απέναντι στον Λαντισλάο Μαζούρκιεβιτς. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, ο ‘Βασιλιάς’ άφησε τη μπάλα να φύγει από τα αριστερά του τερματοφύλακα και κατευθύνθηκε ο ίδιος προς τα δεξιά του. Ο μπερδεμένος Μαζούρκιεβιτς δεν μπόρεσε να σταματήσει κανέναν εκ των δυο αλλά για καλή του τύχη η μπάλα είχε ήδη φύγει λίγο πλάγια, με αποτέλεσμα το πλασέ του Πελέ να μη βρει στόχο για λίγα εκατοστά. Αν η έμπνευση του Βραζιλιάνου φαίνεται απίστευτη σήμερα, καταλαβαίνει κανείς πως είχε φανεί τότε. Όπως χαρακτηριστικά την περιέγραψε ένας Άγγλος δημοσιογράφος: “Ευτυχώς η μπάλα πέρασε δίπλα από το δοκάρι. Αν είχε πάει μέσα, θα έπρεπε απλά να τερματίσουν το άθλημα. Δεν θα υπήρχε τίποτα πλέον για να περιμένουμε”.

Για άλλη μια φορά ένα ματς Ουρουγουάη-Βραζιλία δεν τέλειωσε για όλους με το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή. Όπως ο Μπαρμπόσα (και αρκετοί ακόμα από τους παίκτες της ‘σελεσάο’) στιγματίστηκε από το παιχνίδι του 1950, κάπως έτσι ο αγώνας αυτός σημάδεψε και τον Λαντισλάο Μαζούρκιεβιτς. Όσο κι αν ο ίδιος επέμενε για χρόνια πως “το πιο σημαντικό απ’όλα είναι να θυμόμαστε ότι τελικά δεν σκόραρε” και παρ’όλο που η καριέρα του ήταν αντικειμενικά σπουδαία (αναδείχτηκε καλύτερος τερματοφύλακας εκείνου του Μουντιάλ, κατέκτησε αρκετές κούπες, ανάμεσα τους ένα Λιμπερταδόρες κι ένα Διηπειρωτικό και θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες της Ουρουγουάης), στη μνήμη όλου του κόσμου ο ίδιος καταχωρήθηκε ως ο τερματοφύλακας τον οποίο “έκανε χαζό” ο Πελέ, έκφραση που εν μέρει χρησιμοποιήθηκε από κάποια μεγάλα ΜΜΕ ακόμα και στους τίτλους που ανακοίνωναν το θάνατο του!

Αρκετές δεκαετίες μετά, οι περισσότεροι εκ των πρωταγωνιστών εκείνων των δυο ιστορικών αγώνων δεν ζούνε πλέον. O Ομπντούλιο Βαρέλα έφυγε από τη ζωή το 1996, o Μπαρμπόσα το 2000, o Γκίτζα το 2015 (την ίδια ακριβώς μέρα που συμπληρωνόταν 65 χρόνια από τον τελικό του Μαρακανά!) και ο Μαζούρκιεβιτς το 2013. Ο Πελέ δεν ξέχασε πάντως τον άνθρωπο που ξεγέλασε αρκετά χρόνια πριν και έστειλε λουλούδια στην κηδεία του.

Στο Μουντιάλ του 2014 η επιθυμία πολλών να δούνε μια επανάληψη του αγώνα του 1950 δεν πραγματοποιήθηκε για λίγο. Το πρόγραμμα των αγώνων έφερνε τις δυο χώρες αντιμέτωπες στον προημιτελικό αλλά η Ουρουγουάη δεν φάνηκε πιστή στο ραντεβού, μένοντας εκτός στην προηγούμενη φάση από την Κολομβία. Την κατάληξη της Βραζιλίας την ξέρουμε όλοι.

Σήμερα το βράδυ στο Σεντενάριο του Μοντεβίδεο, η 2η στη βαθμολογία Ουρουγουάη φιλοξενεί την πρωτοπόρο και αήττητη εδώ και 1,5 χρόνο Βραζιλία, σε ένα μεγάλο παιχνίδι που ίσως κρίνει και την πρόκριση στο επόμενο Μουντιάλ. Τέτοιες μέρες τρία χρόνια πριν, οι Ουρουγουανοί στο ίδιο ακριβώς μέρος πανηγύριζαν, βλέποντας στην οθόνη τον εμβληματικό αρχηγό Ομπντούλιο Βαρέλα να πείθει τους συμπαίκτες του ότι το ματς δεν είναι χαμένο και ότι οι Βραζιλιάνοι δεν είναι ανίκητοι.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα η ‘Σελέστε’ έχει παίκτες-προσωπικότητες που συνεχίζουν την παράδοση και κρατάνε την μικρή αυτή χώρα στην ελίτ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Και μπορεί ο θρυλικός Βαρέλα να μη ζει πλέον αλλά στην Ουρουγουάη έχουν βρει τρόπο να τον συνδέσουν με την τωρινή φουρνιά. Όπως αποκαλύφθηκε πριν λίγο καιρό, ο ‘Μαύρος αρχηγός’, όπως ήταν το παρατσούκλι του, και ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής ομάδας, Λούις Σουάρες έχουν κάτι κοινό: Έζησαν, με διαφορά μερικών δεκαετιών, και οι δυο στο ίδιο ακριβώς σπίτι, σε μια φτωχή γειτονιά του Μοντεβίδεο!

Πόσες πιθανότητες είχε κάτι τέτοιο; Πάνω-κάτω όσες είχε και η Ουρουγουάη εκείνο το μεσημέρι του 1950, όταν η ανίκητη Βραζιλία άνοιγε το σκορ στο 2ο ημίχρονο, 200.000 κόσμος χοροπηδούσε στις κερκίδες και ένας μελαψός τύπος με γαλάζια έπιανε τη μπάλα με τα χέρια και έλεγε στους συμπαίκτες του: “Ωραία, τώρα πάμε να κερδίσουμε”.