Τόνι Κάρι: ο ήσυχος σταρ του Σέφιλντ

Η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ είναι μία από τις τέσσερις, συνολικά ομάδες στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου που έχουν κατακτήσει πρωτάθλημα και στις τέσσερις επαγγελματικές κατηγορίες. Οι άλλες τρεις είναι η Μπέρλνι, η Γουλβς και η Πρέστον. Οι φίλοι της δηλώνουν (και καλά κάνουν) ακόμα και σήμερα περήφανοι γι’ αυτό, ασχέτως αν η τελευταία φορά που κατέκτησαν κάποιο «μεγάλο» τρόπαιο, και συγκεκριμένα το κύπελλο Αγγλίας, ήταν σχεδόν 100 χρόνια πίσω, το μακρινό 1925. Από όλες τις σπουδαίες μορφές που φόρεσαν την φανέλα με τις κόκκινες ρίγες, ο Τόνι Κάρι θα έχει πάντα περίοπτη θέση στις καρδιές των φανατικών της ομάδας, κι ας μην κατάφερε ποτέ να κατακτήσει κάποιο τίτλο με τις «λεπίδες». Για αυτούς που αγαπούν άλλωστε πραγματικά μία ομάδα (που δεν ανήκει στις παραδοσιακές δυνάμεις μίας χώρας) οι τίτλοι δεν αποτελούν ποτέ κριτήριο για να λατρέψουν κάποιο ποδοσφαιριστή, και ο Κάρι ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία.

Γεννημένος το 1950 βρέθηκε στις ακαδημίες της ΚΠΡ, ενώ παράλληλα δούλευε ως οικοδόμος, και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τις ακαδημίες των Τσέλσι και Γουότφορντ, οι «σφήκες», που αγωνίζονταν στην 3η κατηγορία, θα του δώσουν το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, μόλις στα 17 του, με τον προπονητή της ομάδας Κένεθ Φέρπι να είναι ο πρώτος που κατάλαβε το σπάνιο ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Ο Κάρι ήταν ένα τυπικό δεκάρι που μπορούσε να οργανώσει το παιχνίδι και να σκοράρει από κάθε απόσταση. Αυτό συνέβη από πολύ νωρίς καθώς σκόραρε 6 γκολ στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια που ξεκίνησε ως βασικός. Το όνομά του δεν άργησε να γίνει γνωστό και τον Φεβρουάριο του ’68 έμελλε να γίνει το πάντρεμα που του άλλαξε τη ζωή.

Η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ θα τον αγοράσει για -σχεδόν- 27.000 λίρες και ο ίδιος θα σκοράρει με μία άπιαστη κεφαλιά στο ντεμπούτο του απέναντι στην Τότεναμ, στη νίκη με 3-2. Την ώρα που όλοι περίμεναν να τον δουν στο επόμενο παιχνίδι και να χορτάσουν από φαντεζί ενέργειες, αυτός θα ζητήσει άδεια για να παντρευτεί και εκείνη ήταν η πρώτη φορά που το ποδοσφαιρικό κοινό (και η ομάδα του) ήρθαν σε επαφή με τον ιδιαίτερο -για αρκετούς- τρόπο σκέψης του. «Ένα από τα πιο εκνευριστικά πράγματα στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή είναι το να σε κρίνει ο κόσμος με τον ίδιο τρόπο για αυτά που κάνεις εντός και εκτός γηπέδου» θα πει χρόνια μετά ο ίδιος, αποκαλύπτοντας ένα μέρος της φιλοσοφίας του. Ο Κάρι ήταν ένας εντελώς ισορροπημένος χαρακτήρας που από πολύ νωρίς μπορούσε να διαχειριστεί άψογα τόσο τις συνθήκες ενός αγώνα, όσο σημαντικός και αν ήταν, όσο και την προσωπική του ζωή. Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν πως να παρουσιάσουν την εικόνα τους ως Ποπ είδωλο ενώ παράλληλα δεν έβαλε ποτέ σε δεύτερη μοίρα την καριέρα του, ούτε φυσικά και έδωσε τροφή στα μίντια για την εξωγηπεδική του ζωή.

  

Το κοινό του Μπράμαλ Λέιν θα τον λατρέψει καθώς έβλεπε στο πρόσωπό του έναν κορυφαίο «αρχιτέκτονα» που μπορούσε να διαβάσει τέλεια το χώρο και το παιχνίδι χτίζοντας για τους συμπαίκτες του ακόμα και τους λιγότερο ταλαντούχους ενώ την ίδια ώρα ο ίδιος έδινε συνεχώς τροφή στους δημοσιογράφους για να φτιάξουν ακόμα καλύτερα την ποδοσφαιρική του περσόνα. Εκείνη, του όμορφου ξανθομάλλη κεντρικού που έμοιαζε με ροκ σταρ. Μιλάμε για κάποιον που την ώρα που έκανε μία επικών διαστάσεων «ποδιά» στον Έμλιν Χιούζ, στο χορτάρι του Άνφιλντ, μπορούσε να στείλει φιλάκια στο ΚΟΠ χωρίς να τον παρεξηγήσει το κοινό των «κόκκινων».

Στην τελευταία του μάλιστα σεζόν στο Μπράμαλ Λέιν χάρισε στο κοινό της Αγγλίας μία από εκείνες τις στιγμές που μπαίνουν για πάντα στο κάδρο της ιστορίας. Ήταν ένα ματς απέναντι στη Λέστερ όταν ο Κάρι έκανε ένα δυνατό τάκλιν στον Άλαν Μπίρτσιναλ με τους δύο παίκτες να πέφτουν όμως μαζί και συγχρονισμένα στο λασπερό τερέν. Οι δύο τους, που διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις, θα κοιταχτούν και αφού καταλάβουν ότι είναι καλά θα προσποιηθούν ότι φιλιούνται. Ο τυχερός φωτογράφος που απαθανάτισε τη στιγμή θα πουλήσει τη φωτογραφία για πολλά χρήματα αλλά η ιστορία έχει και συνέχεια. Χρόνια αργότερα, όταν ο Κάρι θα ερωτηθεί για το συμβάν, αστειευόμενος θα δηλώσει «Ήταν μια χαλαρή και αυθόρμητη στιγμή. Σκεφτείτε ότι η φωτογραφία έγινε τόσο διάσημη που κατάφερε να μπει ακόμα και εξώφυλλο σε γνωστό γκέι περιοδικό της Γερμανίας».

Εκτός γηπέδου, αυτός ο άριστος επαγγελματίας και σταρ εντός των τεσσάρων γραμμών, ήταν ένας ήσυχος και ντροπαλός νέος που προτιμούσε να περνά τον χρόνο του με την οικογένειά του και τους καλούς του φίλους. «Όλοι θέλουν να νιώθουν αγάπη και θαυμασμό από το κοινό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να ακούς τους φανατικούς της κερκίδας να ξελαρυγγιάζονται για σένα αλλά εκτός γηπέδου φίλε μου θέλω κι εγώ να ζω όπως εσύ. Την ώρα που τρώω με τη γυναίκα μου σε κάποιο ωραίο εστιατόριο δεν είναι καθόλου ευγενικό να υπογράφω αυτόγραφα, ενώ κρυώνει το φαγητό μου, ούτε φυσικά να πρέπει να εξηγώ όλα αυτά που πιστεύεις ότι έκανε λάθος ο προπονητής μας στο τελευταίο παιχνίδι που γνωρίσαμε την ήττα. Όσο βαριά κι αν ήταν».

Η οχταετία στο Σέφιλντ θα τελειώσει το 1976 (313 εμφανίσεις και 54 γκολ μόνο για το πρωτάθλημα) όταν μετά τον υποβιβασμό της ομάδας η Λιντς θα τον κάνει δικό της. Ο Κάρι θα μείνει στο Δυτικό Γιορκσάιρ μέχρι και το 1979 με το κοινό και εκεί να τον λατρεύει για τις μοναδικές στιγμές που τους χάρισε. Θα ακολουθήσει η ΚΠΡ. Θα τη βοηθήσει να φτάσει το 1982 στον τελικό του Κυπέλλου, αλλά εκεί θα αρχίσουν και οι σοβαροί τραυματισμοί που έβαλαν νωρίς (στα 32 του) τέλος στην καριέρα του σε υψηλό επίπεδο. Το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας, το 1984, θα τον οδηγήσει σε μία αρκετά σκοτεινή περίοδο που -δυστυχώς- έχουν βρεθεί πολλοί επαγγελματίες αθλητές.

Σε μία εποχή που τα χρήματα δεν εξασφάλιζαν μία πλουσιοπάροχη ζωή ο Τόνι Κάρι βρέθηκε κυριολεκτικά στον πάτο. Ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να παίξει, η προπονητική ήταν κάτι αρκετά ξένη για τον ίδιο και κάπως έτσι βρέθηκε ουσιαστικά άφραγκος, ψάχνοντας για το επόμενο βήμα του. Δούλεψε ως ταξιτζής και υπάλληλος σε βίντεοκλαμπ χωρίς καμία επιτυχία και μόλις η γυναίκα του τού ζήτησε διαζύγιο ένιωσε να χάνει τα πάντα. Εκείνος ο χαμογελαστός και αισιόδοξος άνθρωπος είχε δώσει τη θέση του σε έναν σκοτεινό τύπο που μετά τη δουλειά του άραζε στο σπίτι και έπινε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος έφτασε να σκέφτεται ακόμα και να βάλει τέλος στην ίδια του τη ζωή. Η κατάθλιψη ήταν εκεί, τον είχε αγκαλιάσει και προσπαθούσε να τον βουτήξει ακόμα πιο βαθιά. Ευτυχώς δεν τα κατάφερε.

Η ομάδα που του είχε φτιάξει την καριέρα (η Σέφιλντ) ήταν αυτή που τώρα θα του έσωζε τη ζωή. Το 1986 οι «λεπίδες» θα διοργανώσουν ένα παιχνίδι προς τιμήν του Τόνι Κενγουόρθι, παλιού αμυντικού της ομάδας, και θα ζητήσουν και από τον Κάρι να αγωνιστεί δίπλα σε αστέρες όπως ο Τζορτζ Μπεστ, ο Άλαν Χάντσομ, ο Φρανκ Γουόρθινγκτον αλλά και ο τραγουδιστής Πολ Χίτον της indie ροκ μπάντας The Housemartins. Η προσέλευση του κόσμου ήταν τεράστια και η αγάπη που έδειξαν στον Κάρι ώθησε την ομάδα να διοργανώσει και τον δικό του, φιλανθρωπικό αγώνα ένα χρόνο αργότερα, και πάλι, με τεράστια επιτυχία. Τα πάντα έδειχναν να βρίσκουν το δρόμο τους, οδηγώντας τον πρώην σπουδαίο ποδοσφαιριστή σε μία νέα καριέρα, με βάση πλέον τα γραφεία της ομάδας που λάτρεψε και λατρεύτηκε, σε έναν νέο οργανωτικό ρόλο που κρατάει ακόμα και στις μέρες.

Αν υπάρχει ένα παράπονο από την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο δεν είναι άλλο από την κακή μεταχείριση που αντιμετώπισε από τους προπονητές της εθνικής. Ο Σερ Αλφ Ράμσεϊ τον είχε επιλέξει το 1972 αλλά η έλευση του σκληρού Ντον Ρέβι που δεν τα πήγαινε καλά με τους ντελικάτους μέσους και ήθελε παίκτες άλλων, πιο σκληρών χαρακτηριστικών τον έβαλε ουσιαστικά σε δύσκολη θέση. Ακόμα κι έτσι, αγωνίστηκε σε 17 παιχνίδια σκοράροντας μάλιστα και 3 γκολ, χωρίς να βρεθεί όμως σε κάποιο μεγάλο τουρνουά.

Αν ο Τόνι Κάρι έπαιζε σήμερα λογικά θα ήταν ένας πολυεκατομμυριούχος. Στην εποχή του κατάφερε να βγάλει καλά χρήματα μόνο όταν αγωνίστηκε με τα χρώματα της Λιντς, ρίχνοντας φταίξιμο και στον ίδιο καθώς είχε απορρίψει πρόταση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (την οποία αντιμετωπίζει το βράδυ της Τετάρτης η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ). Όπως έλεγε αστειευόμενος «Έπρεπε να είχα πάει στο Ολντ Τράφορντ. Όταν με ήθελαν σαν τρελοί δεν ήθελα εγώ και όταν τους προσέγγισα εγώ δε με ήθελαν αυτοί. Κάπως έτσι, είχα πάντα χώρο στη ντουλάπα μου καθώς δεν υπήρχαν χρήματα για ανανέωση γκαρνταρόμπας».