Ο μαρκήσιος-σούπερμαν και η νοικοκυρά πρόεδρος της Ράγιο Βαγιεκάνο

Η Ράγιο Βαγιεκάνο είναι μια ομάδα χωρίς ιδιαίτερες ποδοσφαιρικές επιτυχίες που έχει καταφέρει να είναι δημοφιλής εξαιτίας του χαρακτήρα της, της κουλτούρας του κόσμου της, καθώς δεν αντιπροσωπεύει απλώς μια περιοχή και τους ανθρώπους της, αλλά προσπαθεί να ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία. Πολύς κόσμος όμως ίσως αγνοεί ότι σε μεγάλο βαθμό η αγωνιστική άνοδός της, οφείλεται σε έναν άνθρωπο από αυτούς τους παραδοσιακούς παλιάς κοπής ιδιοκτήτες, βυθισμένους σε λαμογιές και υπερ-γραφικότητες. Στο παρελθόν έχουμε ασχοληθεί με τέτοιες μορφές, όπως ο Χεσούς Χιλ και ο Μανουέλ Ρουίθ ντε Λοπέρα που έγραψαν ιστορία σε Ατλέτικο Μαδρίτης και Ρεάλ Μπέτις αντίστοιχα. Σήμερα θα μιλήσουμε για μια άλλη τέτοια φιγούρα, λιγότερη γνωστή στο ελληνικό κοινό, τον Χοσέ Μαρία Ρουίθ Ματέος που έγραψε ιστορία στα ισπανικά κοινά, αλλά και στο ποδόσφαιρο της χώρας.

Γεννημένος στην περιοχή του Κάδιθ στην Ανδαλουσία, ο Ματέος αρχικά συνέχισε την επιχείρηση του πατέρα του, εξάγοντας κρασί (κυρίως στην Αγγλία). Αργότερα, ίδρυσε μαζί με τα αδέρφια του την εταιρεία Rumasa, η οποία γιγαντώθηκε με τα χρόνια. Μια τεράστια κοινοπραξία που αγόραζε εταιρείες με οικονομικά προβλήματα και επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς, αποκτώντας όλο και περισσότερες επωνυμίες στο χαρτοφυλάκιό της. Η Rumasa είχε στην κατοχή ίσως και πάνω από είκοσι τοπικές τράπεζες από διάφορα μέρη της Ισπανίας, αλυσίδες ξενοδοχείων, οινοποιεία, εμπορικά κέντρα, ασφαλιστικές εταιρείες, φαρμακευτικές εταιρείες, κατασκευαστικές, real-estate, καλλυντικά και πάει λέγοντας. Στο απόγειό της, η Rumasa είχε 230 εταιρείες και 65.000 εργαζόμενους. Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο Ματέος ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα στην Ισπανία. Ένας από τους πιο σημαντικούς επιχειρηματίες και εργοδότες.

https://www.youtube.com/watch?v=mW78OmR9OnM

Ένα βίντεο της εταιρείας του με mood ελληνικού κινηματογράφου

Και… γαλαζοαίματος, καθώς κρατούσε η σκούφια του από ευγενείς, ενώ μάλιστα το 1976 η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου τον έχρισε… Μαρκήσιο της Ολιβάρα, δημιουργώντας αυτόν τον τίτλο, που στη συνέχεια αναγνώρισε επίσημα και η Ισπανία. Εκτός από τα γαλαζοαίματα, ο Ματέος είχε και άλλες ανησυχίες, καθώς ήταν μέλος του Opus Dei, αυτής της σέκτας (ίσως δεν είναι η σωστή λέξη) της Καθολικής Εκκλησίας που έγινε σε πολλούς γνωστή μέσα από τον Κώδικα ντα Βίντσι. Στο Opus Dei γνώρισε και τη γυναίκα του Τερέσα Ριβέρο (κρατήστε το όνομα) με την οποία απέκτησε 13 παιδιά, βοηθώντας στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας της Ισπανίας. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι είχε και ένα 14ο από εξωσυζυγική σχέση.

Ο Ρουίθ Ματέος διέθετε τρομερές διασυνδέσεις. Όταν όμως οι σοσιαλιστές κέρδισαν τις εκλογές για πρώτη φορά και ο Φελίπε Γκονθάλεθ έγινε πρωθυπουργός το 1982, ο Ματέος μπήκε στο μάτι της νέας κυβέρνησης. Ο ίδιος έκανε λόγο για στοχοποίηση και άδικο κυνηγητό από τον Υπουργό Οικονομικών Μιγκέλ Μπογιέρ. Η κυβέρνηση υποστήριζε ότι η Rumasa εμπόδιζε τους εξωτερικούς ελέγχους, οι τράπεζές της εμπόδιζαν την Τράπεζα της Ισπανίας να τις ερευνά, η επιθετική πολιτική εξαγορών ήταν ένα πρόβλημα για μια κοινοπραξία που μάζευε χρέη και διάφορα άλλα που ξεφεύγουν από τη θεματολογία μας. Το 1983 το ισπανικό κράτος “απαλλοτριώνει” τη Rumasa και παίρνει τον έλεγχό της, μια κίνηση που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις, καθώς ήταν εξαιρετικά δραστική λύση και θεωρήθηκε ως εκδικητική. Ο Ματέος βρίσκεται σε συνεχή κόντρα και για τα επόμενα τριάντα χρόνια θα βρίσκεται στα δικαστήρια σχεδόν μονίμως. Επιτίθεται στον υπουργό Μπογιέρ και τον κυνηγάει παντού. Στην κυριολεξία, σε μια από τις δίκες του επιτίθεται και του δίνει μπουνιά μπροστά στις κάμερες, σε μια σκηνή που έμεινε στην ισπανική πολιτική ιστορία. Ο Ματέος επιχείρησε να του επιτεθεί άλλες δύο φορές, τον έβριζε, τον καλούσε να βρεθούν έξω για να το λύσουν άντρας με άντρα και διάφορα άλλα, με αποκορύφωμα την επική στιγμή που εμφανίστηκε ντυμένος ως Σούπερμαν στο δικαστήριο, καθώς ήταν ο υπερήρωας που τα έβαλε με την ισπανική κυβέρνηση. Σε άλλο cosplay εμφανίζεται ως Μπογέρ με στολή κατάδικου, ενώ στήνει και… κηδεία του μισητού υπουργού με ένα φέρετρο να σουλατσάρει στους δρόμους της Μαδρίτης. Θιασώτης του δεν υπάρχει κακή δημοσιότητα, στρέφει συνεχώς τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, μιλάει για κυνήγι μαγισσών και συνεχίζει σε αυτόν τον δρόμο.

Σίγουρα στο σπίτι των Ματέος υπάρχουν αρκετές επιλογές για τις Απόκριες

Στο στόχαστρό του μπαίνει και η σύζυγος του Μπογιέρ, η Ισαμπέλ Πρέισλερ, μια δημοφιλής περσόνα της Ισπανίας πρώην γυναίκα του Χούλιο Ιγκλέσιας (και μητέρα του Ενρίκε). Ο Ματέος εμφανίζεται στο δικαστήριο φορώντας μάσκες με τα πρόσωπα των πρώην της, δηλώνει ότι θα την παντρευόταν γιατί είναι όμορφη, βάζει να γράφουν στους τοίχους του σπιτιού της, να της πετούν κοτόπουλα έξω από την πόρτα της (!), ενώ βγάζει στη δημοσιότητα μια γυναίκα που λέει ότι απέκτησε παιδί με τον Μπογιέρ. Στο αποκορύφωμα, εμφανίζεται ο ίδιος σε διαφήμιση για… σοκολάτες με ένα μοντέλο που της μοιάζει πολύ. Στην προσπάθειά του, βοηθούν και μερικά από τα 13 παιδιά του, που της στήνουν καρτέρι και της πετούν μια τούρτα στο πρόσωπο (με τον σωματοφύλακά της να γλιτώνει το όμορφο πρόσωπό της). Ο Ματέος ανάμεσα στα διάφορα που κάνει κατάφερε μάλιστα να κατέβει στις ευρωεκλογές και να εκλεγεί, με στόχο την ασυλία. Διέφυγε στο εξωτερικό, οι δικαστικές διαμάχες συνεχίστηκαν και για να μην σας κουράζω άλλο, κάποια στιγμή συνελήφθη στη Φρανκφούρτη, εκδόθηκε στην Ισπανία και πέρασε και λίγο καιρό στη φυλακή.  Παρά την απώλεια της εταιρείας του, ο Ματέος επιστρέφει με τη… Nueva Rumasa, λες και πρόκειται για ομάδα ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Η νέα εταιρεία δεν είχε το μέγεθος της παλιάς, αλλά κατάφερε να έχει μέχρι και 6.000 εργαζομένους.

Και επιτέλους ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για μπάλα. Άνοιξη του 1991. Η Ράγιο Βαγιεκάνο αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και είναι σε διαδικασία να γίνει ανώνυμη εταιρεία. Ο Ματέος δέχεται ένα τηλεφώνημα. «Η Βαγιέκας σε χρειάζεται. Έλα να βοηθήσεις, θα κάνεις κοινωνικό έργο, είναι ευκαιρία». Ο ίδιος δεν έχει καμία ιδέα από μπάλα, επικοινωνεί με τον φίλο του Χεσούς Χιλ για να πάρει μια γνώμη. «Η Βαγιέκας είναι μια περιοχή που αρέσει στον κόσμο, θα ανέβεις κοινωνικά, αλλά πρόσεχε. Στο ποδόσφαιρο χάνεις χρήματα. Υπολογίζω γύρω στα 200 εκατομμύρια πεσέτες τον χρόνο», του λέει ο μπαρουτοκαπνισμένος ιδιοκτήτης της Ατλέτικο. Ο Ματέος τελικά αναλαμβάνει. Η μέλισσα που για χρόνια βλέπουμε στη φανέλα της Ράγιο είναι της Rumasa, της εταιρείας του. Η δε μασκότ, ο Ριαγίτο, έχει ως κίνηση σήμα κατατεθέν τη γροθιά του του Ρουίθ Ματέος στον υπουργό Μπογέρ.

Απίστευτα κακή διαφήμιση στην οποία ο Ματέος εμφανίζεται να εκτελεί πέναλτι ως παίκτης της Ράγιο, με αντίπαλο τον αγαπημένο του εχθρό Μπογιέρ που τον τρέμι, διαφημίζοντας ένα… γλυκό των εταιρειών του.

Η Ράγιο είναι γνωστή για τις κοινωνικές ανησυχίες της και μεταξύ άλλων γίνεται και η πρώτη ισπανική ομάδα που είχε γυναίκα για πρόεδρο. Αλλά το προνόμιο αυτό δεν είχε αγαθά κίνητρα. Ο Ματέος για νομικούς λόγους θέλει να αποφύγει να υπογράφει ο ίδιος και έτσι μετά από τρία χρόνια προεδρίας σκέφτεται αλλαγή σκυτάλης. «Μια μέρα ο Χοσέ Μαρία μου είπε “θέλεις να γίνεις πρόεδρος της Ράγιο;” Είναι πολύ εύκολο. Θα κάθεσαι στα επίσημα την ώρα του αγώνα και μετά θα γυρίζεις σπίτι. Είχα πάει μία φορά στη ζωή μου σε γήπεδο, στη Μούρθια, και αυτό επειδή είχαμε ένα ραντεβού για μια τράπεζα».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην κυρία Τερέζα Ριβέρο, τη σύζυγο του Ματέος. Η κυρία Τερέζα που ως «σωστή καθολική σύζυγος» δεν εργάζεται και απλώς κάνει παιδιά, αποδέχεται την πρόταση και έτσι αρχίζει μια νέα περίοδος γραφικότητας. Κανείς δεν ξέρει τι είναι αλήθεια και τι αστικός μύθος, αλλά λέγεται ότι η κυρία Ριβέρο έφερνε μαζί παντοφλίτσες, έβγαζε τα παπούτσια και τις φορούσε στο “box” του ιδιοκτήτη. Δεν ήξερε πού έπρεπε να βάλει γκολ η ομάδα, τι είναι οφσάιντ, ενώ συχνά την έπαιρνε λιγάκι ο ύπνος και όταν ξυπνούσε φώναζε «πέναλτι». Με τον καιρό όμως, άρχισε να κολλάει το μικρόβιο της μπάλας. Να ενημερώνεται, να βλέπει εκπομπές, αναλύσεις και σιγά σιγά να γίνεται πιο κανονική πρόεδρος. Με μία εξαίρεση. Εξαιτίας της σεμνότητάς της δεν μπαίνει ποτέ στα αποδυτήρια με τους γυμνούς ποδοσφαιριστές. Δεν το βρίσκει σωστό, λέει. Τους περιμένει στην έξοδο, όταν είναι ντυμένοι και παρφουμαρισμένοι για να τους δώσει ένα φιλί και να τους πει μπράβο. Αλλά εκτός από μία κυρία με μαλλί κομμωτηρίου, δείχνει και άλλο πρόσωπο όταν μετά από μία ήττα στηρίζει τον κόουτς και τα χώνει στους παίκτες που θέλουν να τον φάνε. «Οι παίκτες πληρώνονται για να παίζουν, όχι για να μιλάνε. Δεν μπορούν να έχουν άποψη και δεν μπορούν να παραπονιούνται όταν πληρώνονται στην ώρα τους».

Η μαμά του λόχου

Η κυρία Ριβέρο γίνει μια καλτ φυσιογνωμία στις εξέδρες του γηπέδου και ο κόσμος αρχίζει να τη συμπαθεί. Έχει τους παίκτες σαν παιδιά της (άλλωστε όταν έχεις 13, τι είναι μερικά ακόμα) και είναι μια συμπαθής φίγουρα. Κανείς δεν πιστεύει ότι αυτή διοικεί την ομάδα, αλλά η Ράγιο πάει καλά και η πρόεδρος γίνεται σύμβολο. Η ομάδα ανεβαίνει στην Α’ εθνική της Ισπανίας, κάποιες φορές σώζεται, άλλες όχι, επιστρέφει όμως και πάλι και γενικά ζει τα καλύτερα χρόνια της ιστορίας της, με συχνή παρουσία στη Λα Λίγκα. Φέρνει καλούς παίκτες, όπως ο Ούγκο Σάντσες («δεν θα πω ψέματα, είμαι 35 ετών, δεν μπορώ να τρέχω όπως στα 25 μου»), αρκετούς καλούς προπονητές όπως ο Χουάντε Ράμος ή ο Μανθάνο και γενικά γίνεται γνωστή, ειδικά όταν καταφέρνει βγει στην Ευρώπη μέσω της θέσης Fair Play και μάλιστα να κάνει και πολύ καλή πορεία, φτάνοντας στα προημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 2001. Την ίδια στιγμή η κυρία Ριβέρο φτιάχνει και στηρίζει τη γυναικεία ομάδα της Ράγιο που τα πηγαίνει εξαιρετικά. Παράλληλα, επιτελεί κοινωνικό έργο, βοηθώντας φτωχούς ανθρώπους στη γειτονιά Βαγιέκας. Βάζει από την τσέπη της χρήματα για να πληρώσει τα λεωφορεία των οπαδών σε ένα κρίσιμο ματς για την άνοδο, έρχεται κοντά με τον κόσμο της ομάδας. Τα μέλη ψηφίζουν υπέρ της πρότασης το γήπεδο της ομάδας να πάρει το όνομά της. Με ποσοστό 74%, το γήπεδο της Ράγιο μετατρέπεται το 1999 σε Εστάδιο Τερέζα Ριβέρο. Όνομα που θα διατηρήσει μέχρι το 2011 όταν και θα έρθει το τέλος της περιόδου Ματέος.

Νέα άθλια διαφήμιση για τα ίδια γλυκά, με την πρόεδρο να λέει ότι η φυσική κατάσταση των παικτών της Ράγιο οφείλεται στο γλυκάκι (που έχει περισσότερες πρωτεΐνες από το γιαούρτι)

Η αλήθεια είναι ότι η ομάδα ανέβηκε επίπεδο μετά την εξαγορά της. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Όπως όμως η πρώτη Rumasa, έτσι κι η δεύτερη αρχίζει να έχει προβλήματα. Μαζί της φυσικά και η Ράγιο. Ο Χεσούς Χιλ δικαιώνεται για τη μαύρη τρύπα των οικονομικών του ποδοσφαίρου. Ο Ματέος αλλάζει τα χρήματα από τις διάφορες εταιρείες του, από τη μία τσέπη στην άλλη, αρκετά μάλλον χάνονται σε φορολογικούς παραδείσους και πλέον δυσκολεύεται να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Η νοικοκυρά κυρία Ριβέρο κάνει ό,τι μπορεί και σίγουρα έχει καλές ιδέες, αλλά οι γιοι (έξι τον αριθμό) που εμπλέκονται με την καθημερινότητα της Ράγιο, κάνουν κακοδιαχείριση και η ομάδα το 2011 φτάνει σε χρέη 40 εκατομμυρίων Ευρώ. Το 2017 και ενώ η οικογένεια έχει αποχωρήσει από τη Ράγιο, η κυρία Ριβέρο θα καταδικαστεί για φοροδιαφυγή αρκετών εκατομμυρίων Ευρώ με συνολικά επτά χρόνια φυλάκιση. Τα οικονομικά όργια που γίνονται στην ομάδα είναι πολλά. Μαύρα χρήματα, πληρωμές παικτών σε… σακούλες, σπόνσορες-φαντάσματα και πάει λέγοντας. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι η νοικοκυρά με τις παντοφλίτσες ήταν ο ιθύνων νους της απάτης, αλλά οι υπογραφές είναι υπογραφές. Ο Ρουίθ Ματέος δικαιώνεται που δεν παρέμεινε πρόεδρος για να γλιτώσει, αλλά έτσι κι αλλιώς έχει ήδη πεθάνει στο μεσοδιάστημα (το 2015) και δεν θα δει τη γυναίκα του να σέρνεται στα δικαστήρια.

Ο Ρουίθ Ματέος τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, στιλάτος και τρέντι, έχει αφεθεί ελεύθερος εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει

Το 2011 η Ράγιο πωλείται με περίπου 960€ στον Ραούλ Μαρτίν Πρένσα που καλείται να πληρώσει και όλα τα χρέη του συλλόγου. Η εποχή του μαρκήσιου γαλαζοαίματου και της νοικοκυράς-μαμάς τελειώνει άδοξα, οι καλές στιγμές ξεχνιούνται και μένει το τεράστιο οικονομικό άνοιγμα και οι διάφορες λαμογιές. Είναι μια από αυτές τις ιστορίες που ειδικά τη δεκαετία του 1990 ήταν συχνές στο ποδόσφαιρο. Η Ράγιο σίγουρα έζησε καλές στιγμές σε αυτή την 20ετή περίοδο της οικογένειας. Αλλά πολλές φορές, οι καλές στιγμές χτίζονται με παρασκήνιο που όταν αποκαλύπτεται είναι αργά. Ο κόσμος της Ράγιο έκανε αγώνα για την αλλαγή ιδιοκτησίας. Ένας νέος κύκλος ξεκίνησε το 2011, κύκλος που κι αυτός έχει σκαμπανεβάσματα, με τον κόσμο να έρχεται σε κόντρα με τη νέα ιδιοκτησία πολλές φορές και για πολλά ζητήματα. Η Ράγιο συνεχίζει να είναι ένας ιδιαίτερος σύλλογος, να μάχεται ανάμεσα στην προσπάθεια να υπακούει στις ιδέες του, να συμβιβάζεται με διάφορους ιδιοκτήτες, να θέλει την ομάδα να πηγαίνει καλά, αλλά να προσπαθεί να βρει μια ισορροπία στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.