Αέρας μεγάλης ανανέωσης πνέει από το περασμένο καλοκαίρι στο Στάμφορντ Μπριτζ με τον Φράνκι Λάμπαρντ να έχει φρεσκάρει το ρόστερ των «μπλε» δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα σε αρκετά νέα και γεμάτα ταλέντο πρόσωπα να βγουν μπροστά, να παλέψουν και να προσπαθήσουν να αρπάξουν ό,τι τους αναλογεί. Κάτι ανάλογο, αν και σε μεγαλύτερο βαθμό τότε, το είχαμε ζήσει και το καλοκαίρι του 2012. Όταν ο Ρομπέρτο Ντι Ματέο είχε φέρει στην ομάδα πολλούς νεαρούς και άκρως ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, με τους Αζάρ και Κουρτουά ως κορυφαία ονόματα. Φυσικά και δεν έκαναν όλοι τους, όπως ήταν και το λογικό, σπουδαία καριέρα. Κοινός παρονομαστής του τότε και του τώρα είναι πως και τις δύο φορές οι σεζόν που είχαν προηγηθεί βρήκαν τους Λονδρέζους τροπαιούχους Ευρώπης. Το ’12 κατέκτησαν το Τσάμπιονς Λιγκ, σε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία της διοργάνωσης, και πέρσι το Γιουρόπα Λιγκ, σε μία όμως πιο φυσιολογική πορεία μέχρι την κορυφή. Σημαντική παράμετρος πως αυτά τα ταλέντα προέρχονταν, κυρίως, από άλλες χώρες ενώ τώρα είναι παίκτες γεννημένοι στην Αγγλία.
Οι δύο νεαροί παίκτες που έχουν κλέψει το μεγαλύτερο κομμάτι της φετινής δόξας είναι ο επιθετικός Τάμι Άμπραχαμ και φυσικά ο μέσος Μέισον Μάουντ. Με την περίπτωση του δεύτερου θα ασχοληθούμε σήμερα μιας και φαντάζει αυτός με τις περισσότερες πιθανότητες για να εξελιχθεί σε ηγέτη, στηριζόμενος στο σπάνιο ταλέντο του, αφού διαθέτει χαρακτηριστικά που ευτυχώς για όλους μας τα συναντάμε πλέον συχνότερα και στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ, σε πρόσωπα νεαρών Άγγλων που, όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, δείχνουν να έχουν εξελίξει κατά πολύ το μονοδιάστατο και βαρετό, για πολλούς, μέχρι πριν μερικά χρόνια, παιχνίδι τους. Φυσικά σε αυτό τον βοηθάει και η θέση του, μιας και είναι η ίδια με αυτή από την οποία για πολλά σερί χρόνια, ηγούνταν και έδινε με μαθηματική προσέγγιση ισορροπία μεταξύ της άμυνας και της επίθεσης ο τωρινός προπονητής του. Το σύγχρονο μοντέλο της θέσης φυσικά και έχει εξελιχθεί σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, αλλά οι αρμοδιότητες που αυτή έχει παραμένουν οι ίδιες. Φυσικά και ο Λάμπαρντ είναι από τους πιο ικανούς για να την διδάξουν.
O Μάουντ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του ’99 στο Πόρτσμουθ και μεγάλωσε σε μια ήσυχη και συνηθισμένη οικογένεια που λάτρευε το ποδόσφαιρο και την Πόρτσμουθ. Ο πατέρας του υπήρξε ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και όταν κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια ακολούθησε προπονητική καριέρα σε άσημες ομάδες της Non League όπως η Χάβαντ Τάουν και η Νιούπορτ. Είναι κι ο άνθρωπος που ευθύνεται για το «μικρόβιο» που κόλλησε ο μικρός από τη στιγμή που στάθηκε στα πόδια του. «Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν περπάτησε ήταν να κλοτσήσει μια μπάλα που του πέταξε ο πατέρας του» δήλωσε η μητέρα του σε πρόσφατη συνέντευξη. «Το αμέσως επόμενο ήταν να τον γράψουμε σε μια ποδοσφαιρική ακαδημία ακριβώς την στιγμή που άρχισε να μιλάει». Ο μικρός αγάπησε αμέσως το ποδόσφαιρο. Πολλές φορές έκανε εξάσκηση μόνος, πριν πάει σχολείο, αλλά και πριν ξαπλώσει το βράδυ, ενώ ενδιάμεσα, και μετά το σχολείο, έκανε προπόνηση με την άσημη ομάδα στην οποία μάθαινε τα απολύτως βασικά. Μόλις στα έξι του χρόνια ήταν το κορυφαίο ταλέντο της περιοχής με τον πατέρα του να βλέπει στο πρόσωπο του γιου του την καριέρα που ο ίδιος θα ήθελε να κάνει αλλά ποτέ δεν κατάφερε. Τότε ορκίστηκε να στηρίξει τον μικρό σε κάθε του βήμα.
«Ο μοναδικός παίκτης που βρέθηκε, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, στην πρώτη ομάδα της Τσέλσι και προέρχεται απ’ τις ακαδημίες της είναι ο Τζον Τέρι. Αυτός ο μεγιστάνας ο Αμπράμοβιτς μπορεί να αγοράσει όποιον θέλει. Στην ομάδα παίζουν οι καλύτεροι του πλανήτη και κερδίζουν τίτλους. Έχουν τον Μουρίνιο. Δεν ξέρω αν θα πάρεις την ευκαιρία σε μια τέτοια ομάδα, όσο καλός και να γίνεις». Αυτό του είπε ο πατέρας του, το καλοκαίρι του 2005, όταν οι άνθρωποι της Τσέλσι χτύπησαν την πόρτα τους ώστε να τον εντάξουν στο δυναμικό των ακαδημιών τους. Την ίδια ώρα τον ήθελε και η ομάδα της πόλης του. Η Πόρτσμουθ. Σε μια παράλογη, για πολλούς, κίνηση ο Μάουντ και ο πατέρας του επέλεξαν τελικά τους «μπλε» και τον δύσβατο δρόμο. Να δουλέψει δηλαδή στην κορυφαία ομάδα εκείνης της περιόδου και να παλέψει με πολλούς άλλους κορυφαίους νεαρούς που είχαν μαζευτεί στο Λονδίνο με μοναδικό όνειρο να γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ντέκλαν Ράις. Ο νεαρός διεθνής αμυντικός μέσος της Γουέστ Χαμ. Στο γήπεδο ξεκίνησε μια κόντρα για το ποιος θα γίνει καλύτερος. Εκτός γηπέδου ξεκίνησε μια σχέση που στις μέρες μας έχει εξελιχθεί σε μια δυνατή και αληθινή φιλία.
Δύο ώρες την ημέρα ο μικρός τις έχανε στο τρένο μέχρι να φτάσει στο προπονητικό κέντρο και ακόμα δύο μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι του. Δεν κουράστηκε ποτέ και δεν έκλαψε ποτέ. Στο τρένο έκανε τα μαθήματά του και παράλληλα όνειρα με τον ίδιο να φοράει την φανέλα της Τσέλσι, και της Αγγλίας, σε όλα τα μεγάλα γήπεδα του κόσμου. Εκεί γνώρισε, και λάτρεψε, πολλές σπουδαίες μορφές του κλαμπ όπως τον «αρχηγό» Τέρι, τον «γίγαντα» Ντρογκμπά, τον «ευγενικό» Κόουλ, τον «σούπερ» Λάμπαρντ και αρκετά αργότερα τον «χαβαλετζή» Νταβίντ Λουίζ. Έτσι τους αποκαλούσε ο ίδιος βλέποντας στα δικά τους πρόσωπα την δική του μελλοντική καριέρα. Μόλις στα 13 του έγινε μέλος στις μικρές εθνικές και αγωνίστηκε σε όλα τα επίπεδα φτάνοντας να πανηγυρίσει τίτλους με τα «λιοντάρια», τόσο σε ομαδικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο, ενώ παράλληλα «μάγευε» με την φανέλα των μικρών της Τσέλσι. Μέχρι να κλείσει τα 18 είχε προλάβει να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ νέων, το Κύπελλο Νέων Αγγλίας (δύο φορές) και το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα U-19 με την εθνική Αγγλίας, καπαρώνοντας και το βραβείο του MVP της διοργάνωσης. Και όμως, το καλοκαίρι του 2017 ο Αντόνιο Κόντε δεν τον πίστεψε. Ο δανεισμός στην Φίτεσε φάνταζε ως καλή λύση και κάπως έτσι ο μικρός έφυγε για την χώρα του Βαν Γκογκ, του Ρέμπραντ και του Κρόιφ για να παίξει επιτέλους «κανονικό» ποδόσφαιρο.
Στην Ολλανδία ξεκίνησε ως μέλος της δεύτερης ομάδας αλλά πολύ γρήγορα βρέθηκε στην πρώτη και υπό τις οδηγίες του Χενκ Φρέιζερ κέρδισε μια θέση στο βασικό σχήμα. Η Ολλανδία τον έκανε πιο ολοκληρωμένο παίκτη και του άλλαξε προς το καλύτερο το στυλ, δουλεύοντας πάνω σε ένα νέο μοντέλο, για τον ίδιο, με περισσότερη κίνηση χωρίς την μπάλα και μια εκνευριστική εμμονή στην βελτίωση της ατομικής τεχνικής. Η Φίτεσε μπορεί να τερμάτισε 6η αλλά ο Μάουντ είχε κερδίσει το πρώτο μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό του, σε μια πρώτη ομάδα, παίρνοντας παράλληλα και το βραβείο του παίκτη της χρονιάς για την Φίτεσε. Ο Λάμπαρντ τον πίστεψε και ζήτησε τον δανεισμό του στην Ντέρμπι, την ομάδα που είχε αναλάβει, έχοντας υψηλούς στόχους, στο δυσκολότερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Αυτό της Τσάμπιονσιπ. Εκεί βρήκε τον Χάρι Γουίλσον, τον παλιό του μέντορα Άσλεϊ Κόουλ και φυσικά τον Φικάγιο Τομόρι. Η σεζόν ήταν εξαιρετική σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο φτάνοντας μέχρι και τον τελικό ανόδου στο Γουέμπλεϊ, γνωρίζοντας όμως την ήττα από την Άστον Βίλα. Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας των «μπλε» από τον Λάμπαρντ, σε μια νέα εποχή για το κλαμπ, τον έφερε, μαζί με τον Τομόρι, με συμβόλαιο πενταετούς διάρκειας στο Στάμφορντ Μπριτζ και εδώ και περίπου τρεις μήνες όλη η ποδοσφαιρική Ευρώπη τρίβει τα μάτια της με τα κατορθώματά του.
Σε πλήρη αντίθεση με πολλούς νέους σταρ, που μοιάζουν λες και βγήκαν από βιντεοκλίπ καλλιτεχνών της ελληνικής τραπ σκηνής, ο Μάουντ μένει μακριά από τα φώτα της διασημότητας για τους λάθος λόγους. Δεν μοστράρει τατουάζ και πάρτι και συνεχίζει να κάνει κολλητή παρέα με τον Ράις, το παιδάκι που γνώρισε στα 7 του στην ακαδημία της Τσέλσι. Έχει μετρήσει 8 συμμετοχές στην φετινή Πρέμιερ Λιγκ, και τις 8 ως βασικός, και έχει συμμετοχή στο 27% των γκολ της ομάδας του με τέσσερα (4) τέρματα και μία (1) ασίστ, αγωνιζόμενος κυρίως ως κεντρικός χαφ (4 φορές), δίπλα στον αμυντικό μέσο, αλλά και ως δεκάρι (4 φορές), κυρίως πίσω από τον εξαιρετικό επιθετικό και καλό του φίλο Τάμι Άμπραχαμ. Στα γήπεδα της Αγγλίας μετράει 2,5 σουτ, 32 πάσες με ποσοστό επιτυχίας 80,5%, 2 επιτυχημένα τάκλιν, 0,6 κλεψίματα, 2 ντρίμπλες και 2,1 key passes ανά παιχνίδι, φτάνοντας το ατομικό του rating στις 7,40 μονάδες, και όλα αυτά από ένα 20χρόνο παιδί που καταφέρνει να ηγηθεί, τόσο γρήγορα, σε μια ομάδα γεμάτη απαιτήσεις για καλό ποδόσφαιρο και τίτλους, σε Αγγλία αλλά και Ευρώπη και μάλιστα σε επίπεδο Τσάμπιονς Λιγκ. Ακούγονται εύκολα; Κι όμως δεν είναι.
Στο δυσκολότερο παιχνίδι, μέχρι το επόμενο, της φετινής σεζόν με την Λίβερπουλ, στην ήττα με 1-2 εντός έδρας, με τους «μπλε» καλύτερους μέτρησε σε ειδικά στατιστικά 0,40 xGoals. Η Τσέλσι έπρεπε να έχει σκοράρει 1,23 και έβγαλε και μια εξαιρετική key pass, αγωνιζόμενος μάλιστα όχι μόνο ως κεντρικός μέσος, που είναι και η φυσική του θέση, αλλά και ως αριστερός ακραίος επιθετικός. Ο μοναδικός παίκτης που είχε παραπάνω xGoals, από τον ίδιο, ήταν ο Άμπραχαμ, που είναι και ο βασικός επιθετικός, με 0,47.
Παρέα με τον Άμπραχαμ και τον στόπερ Τομόρι είναι στην αποστολή της Αγγλίας για τα δύο εκτός έδρας ματς με Τσεχία και Βουλγαρία. Στο πρώτο παιχνίδι μάλιστα την περασμένη Παρασκευή, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά βασικός, καταγράφοντας την 3η του συμμετοχή με “τρία λιοντάρια”. Και παρά την ήττα με 2-1, η ανανεωμένη ομάδα του Σάουθγκεϊτ παραμένει το μεγάλο φαβορί για την πρώτη θέση του ομίλου. Ο Μάουντ απ’ την άλλη παραμένει το σπουδαιότερο κεφάλαιο για τη νέα Τσέλσι, αφήνοντας πολύ πίσω του τον Πούλισικ, αλλά και ένας παίκτης που πάνω του μπορεί να στηριχθεί και η εθνική για τις καλύτερες μέρες που πλέον δεν φαντάζουν και τόσο μακρινές.