Αν βρεθεί κάποιος στο Ζάγκρεμπ και κάνει μια βόλτα προς τα προάστια στα βόρεια της πόλης, μπορεί να συναντήσει εκεί, στην κορυφή ενός μικρού, καταπράσινου λόφου, μια καφετέρια με το όνομα NPU. Ιδιοκτήτης είναι ένας 47χρονος κοντοκουρεμένος Αυστραλός που είτε βρίσκεται πίσω από τη μπάρα, βοηθώντας όπως μπορεί το προσωπικό, είτε περιφέρεται στο χώρο με ένα ποτήρι καφέ στο χέρι. Σε περίπτωση που κάποιος πελάτης δεν τον αναγνωρίσει και προσπαθήσει τυχαία να του ανοίξει ποδοσφαιρική κουβέντα όσο περιμένει την παραγγελία του, σίγουρα θα εκπλαγεί όταν μάθει με ποιον κουβεντιάζει.
Καλοκαίρι 2000. Ο Μαρκ Βίντουκα (ή Βιντούκα, όπως τον προφέρουν οι περισσότεροι στο εξωτερικό) μετακομίζει από τη Σκωτία και τη Σέλτικ στο Λιντς μετά από μια σεζόν που πέτυχε 25 γκολ σε 28 αγώνες πρωταθλήματος. Εκεί θα βρει μια γεμάτη ταλέντο και νεανικό ενθουσιασμό ομάδα που έχει τερματίσει στην 3η θέση και ψάχνει έναν ακόμα χαρισματικό σκόρερ να τη βοηθήσει να κάνει το βήμα παραπάνω και να διεκδικήσει τον τίτλο. Η αρχή όμως δεν είναι αντάξια των προσδοκιών. Μια σειρά από μικροπροβλήματα ενώνονται και δημιουργούν ένα γενικότερο κλίμα προβληματισμού. Η ενσωμάτωση του καθυστερεί υπερβολικά γιατί δεν μπορεί να πάρει άδεια εργασίας επειδή οι συμμετοχές του με την εθνική τα προηγούμενα δυο χρόνια ήταν ελάχιστες. Η μεταγραφή φτάνει κοντά μέχρι και στην ακύρωση αλλά έστω και καθυστερημένα, στα τέλη Ιουλίου, η πολυπόθητη άδεια δίνεται.
H απουσία του από την προετοιμασία είναι αισθητή στα πρώτα επίσημα παιχνίδια. Ο Αυστραλός συμπληρώνει τρία 90λεπτα χωρίς γκολ, ασίστ ή έστω κάποια αξιοσημείωτη ένταση στο παιχνίδι του και στα διάφορα οπαδικά και δημοσιογραφικά πηγαδάκια κυριαρχεί η λέξη “τεμπέλης”. Ένας χαρακτηρισμός που τον συνόδευσε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Λίγο το ράθυμο στυλ παιχνιδιού του, λίγο η χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη δουλειά του (οι κακές γλώσσες λένε ότι πλησίαζε το γυμναστήριο με το ζόρι, σε πλήρη αντίθεση με τα φαστφουντάδικα), λίγο οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν σχετικά με την απροθυμία του να προπονηθεί (“Ήταν πάντα ο τελευταίος που έφτανε και ο πρώτος που έφευγε” είπε κάποτε ο Μάικλ Μπρίτζες) λίγο και τα δικά του σχόλια (σε ηλικία 20 ετών σε μια συνέντευξη για το μέλλον του στην Ευρώπη είχε δηλώσει: “Δεν νομίζω ότι προτιμώ το αγγλικό πρωτάθλημα γιατί είναι υπερβολικά γρήγορο για μένα. Είμαι λίγο τεμπέλης παίκτης, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να τρέχω”) συντέλεσαν στο να του κολλήσει η ταμπέλα.
Οι ψίθυροι αυξάνονται τον Σεπτέμβριο όταν ο νεοαποκτηθείς επιθετικός αφήνει την ομάδα για να πάει να παίξει στο τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϋ. Το ημερολόγιο δείχνει τέλη Σεπτεμβρίου και ο Μαρκ Βίντουκα ακόμα δεν έχει κάνει σεφτέ με τη νέα του φανέλα ενώ έχει χάσει, μεταξύ άλλων, και τα πρώτα παιχνίδια των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ.
Το ταξίδι στην πατρίδα αποδεικνύεται αναζωογονητικό, παρά την αγωνιστική αποτυχία της εθνικής Αυστραλίας. Ο Βίντουκα επιστρέφει ορεξάτος και σε καλύτερη φυσική κατάσταση και με το που πατάει ξανά σε αγγλικό χορτάρι αρχίζει να πυροβολεί κατά ριπάς. Δυο γκολ με την Τότεναμ, δυο με την Τσάρλτον, ένα με τη Μπράντφορντ, ένα με τη Μπεσίκτας στην Ευρώπη. Πάνω που η ομάδα και ο παίκτης αρχίζουν να βρίσκουν ρυθμό, έρχεται ένας αναπάντεχος αποκλεισμός στο Λιγκ Καπ από την αδύναμη Τρανμίρ, σε ένα παιχνίδι που η Λιντς ήταν μπροστά στο σκορ με 0-2 ως το 52′! Τέσσερις μόλις μέρες μετά από αυτό το σοκ, στις 4 Νοεμβρίου 2000, το Έλαντ Ρόουντ ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τη Λίβερπουλ, στο πρώτο σπουδαίο εντός έδρας παιχνίδι της σεζόν.
Εκτός από τη στραπατσαρισμένη ψυχολογία, ο Nτέβιντ Ο’Λίρι έχει να αντιμετωπίσει και ένα αποκαρδιωτικό απουσιολόγιο. Η Λιντς μετράει 10 παίκτες που είναι εκτός λόγω τραυματισμών, ανάμεσα τους και αρκετά βασικά στελέχη, όπως ο Κιούελ, ο Μάρτιν, ο Μιλς, ο Ραντέμπε και ο Μπρίτζες. Οι γηπεδούχοι κατεβαίνουν στο παιχνίδι με μόλις τέσσερις διαθέσιμους παίκτες στον πάγκο και με μια ενδεκάδα γεμάτη νιάτα, μια από τις πιο νέες που έχει καταγραφεί στο πρωτάθλημα με μ.ο. ηλικίας κοντά στα 23. Από την άλλη πλευρά, ο Ζεράρ Ουγιέ παρατάσσει μια πολύ έμπειρη ομάδα στην οποία εντελώς συμπτωματικά οι δυο πιο νέοι είναι κάποιοι που αργότερα θα γράψουν πάνω από 700 συμμετοχές με την κόκκινη φανέλα: Ο 22χρονος Κάραγχερ και ο 20χρονος Τζέραρντ, που θα μπει ως αλλαγή.
Το ξεκίνημα του αγώνα είναι εφιαλτικό για τη Λιντς. Μετά το πρώτο 20λεπτο βρίσκεται πίσω στο σκορ με 0-2, με δυο κεφαλιές μετά από στημένες φάσεις, και έχει χάσει έναν ακόμα σημαντικό παίκτη. Στο 16′ ο Γούντγκειτ τραυματίζεται και δίνει τη θέση του στο κέντρο της άμυνας στον άπειρο Ντάνι Χέι, που στον ένα χρόνο παρουσίας στο Έλαντ Ρόουντ έχει πάρει χρόνο συμμετοχής μόλις τρεις φορές. Το πρωινό προμηνύεται καταστροφικό. Τότε αποφασίζει να αναλάβει δράση ο Αυστραλός “Δούκας”, όπως ήταν το παρατσούκλι του.
Ο Μαρκ Βίντουκα προέρχεται από έναν κάκιστο ύπνο. Εκείνο το σαββατοκύριακο η Αγγλία γιορτάζει τη «Νύχτα του Γκάι Φωκς» και το προηγούμενο βράδυ όλη η γειτονιά είναι στο πόδι. Τα πυροτεχνήματα και η φασαρία από τις διερχόμενες παρέες ξεσηκώνουν το σκύλο του, ένα ροτβάιλερ ονόματι Τίρα, που περνάει όλη τη νύχτα γαβγίζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Η γυναίκα του, που έχει ξεμείνει μόνη στο σπίτι, παίρνει φοβισμένη κάθε τρεις και λίγο τηλέφωνο τον άντρα της στο ξενοδοχείο κι αυτός τη βγάζει σχεδόν άυπνος, καθώς το πρόγραμμα περιλάμβανε εξ αρχής πολύ πρωινό ξύπνημα γιατί ο αγώνας ήταν προγραμματισμένος για τις 11.30 το πρωί! “Τη δεύτερη ή τρίτη φορά που με ξύπνησε μέσα στη νύχτα της είπα ότι αν ο αγώνας εξελιχθεί σε φιάσκο επειδή δεν κοιμήθηκα καλά, θα έχουμε… θέμα. Τελικά συνέβη το αντίθετο, οπότε μάλλον της αξίζει ένα «ευχαριστώ»”. Μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπο που σε ερώτηση δημοσιογράφου “εκτός από το ποδόσφαιρο, τι άλλο απολαμβάνεις στη ζωή;” η απάντηση του ήταν “τον ύπνο”.
Στο 24′ του αγώνα ο Βίντουκα παίρνει για πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στο παιχνίδι. Ο Άλαν Σμιθ πιέζει πετυχημένα την άμυνα της Λίβερπουλ κοντά στο κόρνερ, από την προσπάθεια του η μπάλα καταλήγει στον «Δούκα» κι αυτός με ένα υπέροχο σκάψιμο πάνω από τον Βέστερφελντ τη στέλνει στο βάθος της εστίας κάνοντας το 1-2. Η Λιντς επιστρέφει από το πουθενά στον αγώνα και στην αρχή της επανάληψης τον φέρνει στα ίσα, όταν το κεφάλι του Βίντουκα αξιοποιεί άψογα μια καλοζυγισμένη σέντρα του Γκάρι Κέλι. Το Έλαντ Ρόουντ σείεται αλλά η χαρά δεν κρατάει πολύ. Η Λίβερπουλ βρίσκει την ψυχραιμία που είχε χάσει και μαζί το δρόμο προς τα δίχτυα με ένα κοντινό σουτ του Σμίτσερ στο 62′. Οι γηπεδούχοι χάνουν αρκετή από την ορμή τους αλλά ο Αυστραλός με ρίζες από την Κροατία (ο πατέρας του – αλλά και η γυναίκα του – είναι από εκεί), δεν έχει πει την τελευταία του κουβέντα.
“Αυτό το γκολ μάλλον το περιέπλεξα χωρίς λόγο. Θα μπορούσα να είχα σουτάρει με τη μια” δηλώνει σε ένα αφιέρωμα αρκετά χρόνια μετά για το γκολ που έκανε το 3-3. Ένα γκολ στο οποίο βρέθηκε πάλι σε θέση βολής μέσα στην περιοχή, έκανε μια σβούρα 360° που μπέρδεψε τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς και στη συνέχεια πλάσαρε ιδανικά. Η ατομική του παράσταση δεν τέλειωσε ούτε εκεί.
Δυο λεπτά αργότερα, στο 75′, και όσο η ομάδα του Ουγιέ προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από τη δεύτερη επιστροφή της Λιντς (δηλαδή του Βίντουκα) στον αγώνα, αυτός βρέθηκε ξανά ελεύθερος στη μεγάλη περιοχή (αν και το ριπλέι δείχνει ότι ξεκίνησε από θέση οφσάιντ) και με ένα τρόπο καρμπόν με το πρώτο γκολ, έσκαψε πάλι με επιτυχία τη μπάλα πάνω από τον Βέστερφελντ. Τα στατιστικά του εκείνη τη μέρα θα καταγράψουν τέσσερις μεγάλες ευκαιρίες, τέσσερις τελικές στην εστία, τέσσερα γκολ. “Αν είχε κανένα μισάωρο ακόμα ο αγώνας, πιθανόν θα έβαζε άλλα τρία. Ό,τι κι αν έκανε κατέληγε μέσα” σχολίασε αργότερα ο συμπαίκτης του, Ντόμινικ Ματέο. “Όταν έχεις αυτοπεποίθηση μπορείς να στέκεσαι απλά στα όρια της περιοχής, κάποιος να κλωτσήσει τη μπάλα, να χτυπήσει στον κώλο σου και να καταλήξει στα δίχτυα” ήταν η δική του εξήγηση μερικά χρόνια αργότερα. Προς έκπληξη όλων, εκείνη τη μέρα δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν το καλύτερο παιχνίδι του, γιατί η δουλειά του επιθετικού δεν είναι μόνο τα γκολ. “Ειλικρινά πιστεύω ότι δεν έπαιξα πολύ καλά. Το σκοράρισμα είναι εννοείται πολύ σημαντικό αλλά πρέπει και να ντριπλάρεις, να κρατήσεις μπάλα, να φτιάξεις ευκαιρίες για τους άλλους, κάτι που δεν έκανα σήμερα. Το ποδόσφαιρο είναι το μόνο πράγμα στη ζωή μου στο οποίο είμαι τελειομανής. Έχω κάνει καλύτερα παιχνίδια στα οποία απλά δεν σκόραρα τόσες φορές.”
Το τελευταίο σφύριγμα θα βρει τη Λιντς νικήτρια με 4-3 σε ένα παιχνίδι που κανένας από τους φίλους των «παγωνιών» που το έζησαν μέσα από το γήπεδο δεν θα ξεχάσει. Πιθανόν και από όσους ουδέτερους το είδαν απλά στην τηλεόραση, αν λάβουμε υπόψη τα αμέτρητα αφιερώματα που του έχουν γίνει από τότε και το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται συχνά στις λίστες με τα πιο αξέχαστα παιχνίδια της Πρέμιερ Λιγκ. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ένας αγώνας Λιντς-Λίβερπουλ στο Έλαντ Ρόουντ έληξε με νίκη των γηπεδούχων.
Παρά τη μεγάλη ανατροπή αλλά και το διπλό που έκανε στον δεύτερο γύρο μέσα στο Άνφιλντ η Λιντς δεν κατάφερε να τερματίσει πάνω από τη Λίβερπουλ στο τέλος της χρονιάς. Οι «κόκκινοι» ολοκλήρωσαν το πρωτάθλημα στην 3η θέση και καπάρωσαν έστω και οριακά (η διαφορά τους με την ομάδα του Ο’Λίρι ήταν ένας βαθμός) το τελευταίο εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ. Η ευρωπαϊκή πορεία των «παγωνιών» όμως εκείνη τη χρονιά έγραψε ιστορία και τερματίστηκε ένα μόνο βήμα πριν τον τελικό, εξαιτίας της σπουδαίας τότε Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ.
Ο Βίντουκα, που εκείνο το επικό πρωινό του Νοεμβρίου έγινε ο πρώτος παίκτης της Λιντς που βάζει τέσσερα γκολ σε έναν αγώνα πρωταθλήματος μετά από πάνω από 30 χρόνια, τέλειωσε τη σεζόν με 22 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στο σύλλογο, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και στα τέσσερα. Στην συνέχεια πέρασε από τη Μίντλεσμπρο (την οποία οδήγησε μέχρι τον τελικό του ΟΥΕΦΑ το 2006, με τα έξι γκολ που πέτυχε κατά την πορεία) πριν τελικά κρεμάσει τα παπούτσια του στη Νιούκαστλ, σε ηλικία 34 ετών.
Μετά την ξαφνική απόσυρση του χάθηκαν εντελώς τα ίχνη του, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του κλειστού ανθρώπου που είχε πάντα. “Δεν ενημέρωσα ποτέ κανέναν ότι ξεκινάω, οπότε γιατί πρέπει να ενημερώσω τον κόσμο ότι σταματάω;” ήταν η αφοπλιστική ατάκα του σε μια ερώτηση που σχετιζόταν με τo περίεργο φινάλε της καριέρας του. Το όνομα του επανήλθε στη δημοσιότητα πολλά χρόνια μετά, όταν κάποιος Κροάτης δημοσιογράφος τον ανακάλυψε τυχαία στο καφέ του. Όπως δήλωσε και σε μια συνέντευξη πρόσφατα: “Δεν είχα ποτέ εμμονή με τη φήμη. Για την ακρίβεια, δεν μου άρεσε ποτέ. Ούτε τότε, ούτε τώρα. Δεν θέλω να είμαι άλλο στην επικαιρότητα, δεν έχω καν σόσιαλ μίντια. Έζησα για αρκετά χρόνια αυτή την πίεση. Η μόνη μου έγνοια τώρα είναι να παίζω κιθάρα όποτε με χρειάζεται η μπάντα του γιου μου και πώς θα φτιάξω καλό καφέ για τους πελάτες μου.”