Το ποδόσφαιρο είναι γεμάτο από ανάμεικτα συναισθήματα. Οι ιστορίες χαράς διαδέχονται αυτές της λύπης και κάπως έτσι οι επιτυχίες και οι αποτυχίες δημιουργούν τον καμβά της ιστορίας της κάθε ομάδας, με τους οπαδούς της (κυρίως) να φτιάχνουν και τους απαραίτητους «μύθους» για να πορεύονται μαζί τους. Αν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν κερδίσει το πρωτάθλημα και φέτος θα μείνει 10 ολόκληρα χρόνια μακριά από την κορυφή. Φυσικά και στην αγγλική ποδοσφαιρική πραγματικότητα αυτό είναι κάτι που συμβαίνει (και θα συνεχίσει να συμβαίνει). Το έχουμε δει άλλωστε με όλες τις «μεγάλες» ομάδες. Όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατακτούσε το πρωτάθλημα του 1967, έχοντας τον Τζορτζ Μπεστ σε δαιμονιώδη φόρμα, αν έλεγε κάποιος πως εκείνη η ομάδα θα έμενε χωρίς πρωτάθλημα για 26 ολόκληρα χρόνια θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό, πόσο μάλλον όταν την επόμενη χρονιά, η ίδια ομάδα πάνω-κάτω, θα έφτανε στην κορυφή της Ευρώπης, ως η πρώτη αγγλική που το καταφέρνει. Για την ιστορία, η ομάδα που ξεκίνησε αυτή την «ξηρασία» για τους «κόκκινους διαβόλους» δεν ήταν άλλη από τη συμπολίτισσα Σίτι. Μια Σίτι που το 1968 έφτανε στο δεύτερό της πρωτάθλημα μετά από 31 ολόκληρα χρόνια.
«Η φυγή του Μάτ Μπάσμπι άλλαξε τα πάντα προς το χειρότερο. Μαζί του έφυγε η δίψα για επιτυχίες γεμίζοντας παράλληλα τα αποδυτήρια της ομάδας με θλιμμένα πρόσωπα». Αυτή είναι μια χαρακτηριστική δήλωση από την αυτοβιογραφία του Τζορτζ Μπεστ και δείχνει την κατάσταση που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια της νέας εποχής. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, προσπαθώντας να ξετυλίξουμε το κουβάρι εκείνων των 26 ετών. Τότε που η σπουδαία ομάδα του Μάντσεστερ έμεινε μακριά από το πρωτάθλημα Αγγλίας για τόσο μεγάλο διάστημα, διχάζοντας το κοινό της.
Ο Ματ Μπάσμπι ήταν παλιός ποδοσφαιριστής της Σίτι και της Λίβερπουλ και ανέλαβε την ομάδα το 1945, αφήνοντας το πόστο του το 1969. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σπουδαία, κατακτώντας μαζί της 5 πρωταθλήματα, 2 κύπελλα και φυσικά το Κύπελλο Πρωταθλητριών, ζώντας την τραγωδία του Μονάχου και δημιουργώντας, μετά από αυτό το σοκαριστικό γεγονός, μία από τις πιο ταλαντούχες ομάδες όλων των εποχών. Τα «Μωρά του Μπάσμπι» θα βρίσκουν άλλωστε πάντα χώρο σε συζητήσεις για τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου στο Νησί, όπως φυσικά και τα ονόματα των «δικών» του Μπόμπι Τσάρλτον, Μπράιαν Κιντ, Ντένις Λόου, Τζορτζ Μπεστ και φυσικά του αδικοχαμένου Ντάνκαν Έντουαρντς σε συζητήσεις για τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Με το τέλος της σεζόν 1968-1969, βλέποντας την ομάδα που πριν ένα χρόνο είχε φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης να τερματίζει στην 11η θέση, θα αποχωρήσει μιας και καταλάβαινε πως ένας κύκλος, όσο επιτυχημένος κι αν είναι, πάντα θα φτάνει στο τέλος του. Πρέπει να φτάνει στο τέλος του. Η διοίκηση θα του ζητήσει να βρει τον αντικαταστάτη του και χωρίς δεύτερη σκέψη θα προτείνει τον Ουίλφ ΜακΓκίνες. Ένα δικό του, λατρεμένο παιδί που εκείνη την περίοδο ήταν ο βασικός προπονητής στα τμήματα υποδομής της Γιουνάιτεντ και πρώην παίκτης της ομάδας που είχε σταματήσει όμως το ποδόσφαιρο σε πολύ νεαρή ηλικία λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού Ο 32χρόνος προπονητής θα δεχτεί πολύ νωρίς σκληρή κριτική από το Τύπο και θα δει τα μεγάλα ονόματα της ομάδας να του φέρονται με το καλημέρα δίχως κανένα ίχνος σεβασμού. Η ομάδα που έπαιζε όμορφο ποδόσφαιρο και έκανε πρωταθλητισμό είχε μετατραπεί σε λίγους μόλις μήνες σε κάτι άρρωστο και βαρετό. Ήταν τόσο κακή η αγωνιστική της κατάσταση (με το ποσοστό νικών του ΜακΓκίνες να αγγίζει το 39%) που για τις τελευταίες 19 αγωνιστικές της σεζόν 1969-1970 ανέλαβε και πάλι ο Μπάσμπι για να μείνει η ομάδα στην πρώτη κατηγορία. Κάτι που τελικά και κατάφερε, πραγματοποιώντας μάλιστα ένα μεγάλο νικηφόρο σερί που έβγαλε την ομάδα από τον κίνδυνο του υποβιβασμού και την έφερε στην 8η θέση.
Ο Μπάσμπι αφού θα μείνει στον πάγκο και την επόμενη σεζόν θα βάλει οριστικό τέλος στην προπονητική του καριέρα το καλοκαίρι του 1971. Η Γιουνάιτεντ εκείνης της περιόδου ήταν ήδη αρκετά γερασμένη και απίστευτα κουρασμένη και ο ίδιος για να αντιστρέψει το κλίμα θα επιλέξει για τον πάγκο της τον Φρανκ Ο’ Φάρελ. O Ιρλανδός προπονητής είχε καταφέρει να κερδίσει την ίδια σεζόν την άνοδο για τη μεγάλη κατηγορία, παίζοντας όμορφο ποδόσφαιρο με τη Λέστερ, και στο πρόσωπό του ο ισχυρός άντρας της Γιουνάιτεντ έβλεπε αυτόν που θα έδινε νέα πνοή στην ομάδα του και θα την οδηγούσε -και πάλι- στην κορυφή.. Τελικά για ακόμα μία φορά τίποτα καλό δεν συνέβη. Ο Ο’ Φάρελ μη μπορώντας να κερδίσει τους παίκτες και έχοντας ανοίξει κόντρα και με τη διοίκηση, μιας και δεν έβλεπε την οικονομική στήριξη προς τις επιλογές του, θα παραιτηθεί τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, με το ποσοστό νικών του να είναι μόλις στο 37%, με τον Σκοτσέζο Τόμι Ντόχερτι να αναλαμβάνει μόλις τρεις μέρες μετά την παραίτηση του προκατόχου του σε μία άκρως ελληνική κίνηση. Σε πολλούς νέους φίλους της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το όνομα του Τόμι Ντόχερτι ίσως να μη λέει πολλά, ακόμα και τίποτα, κι όμως αυτός ο άνθρωπος ήταν από τους πιο εργατικούς που κάθισαν στον πάγκο της ομάδας εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ο Τόμι Ντόχερτι ανέλαβε την ομάδα κυριολεκτικά σε μια πολύ δύσκολη περίοδο καθώς η σπουδαία, παλιά φουρνιά χανόταν και η Γιουνάιτεντ δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τις άλλες μεγάλες ομάδες της εποχής αγωνιστικά και οικονομικά. Έζησε τον υποβιβασμό της ομάδας στην δεύτερη κατηγορία, μετά από 36 χρόνια, το 1974 αλλά δεν άφησε το «καράβι» κερδίζοντας όχι μόνο την άνοδο, μετά από μόλις δύο σεζόν, αλλά καταφέρνοντας και το ακατόρθωτο αφού το 1977 θα κερδίσει τη σπουδαία Λίβερπουλ στον τελικό του Κυπέλλου, χαρίζοντας στην ομάδα του το πρώτο της τρόπαιο μετά από 9 ολόκληρα χρόνια. Δυστυχώς για τον ίδιο, την περίοδο που όλα έδειχναν να μπαίνουν σε μια σειρά για την ομάδα με αυτόν στο τιμόνι, θα απομακρυνθεί ξαφνικά από τον πάγκο. Το ακόμα πιο περίεργο είναι πως οι λόγοι της απομάκρυνσης δεν ήταν αγωνιστικοί αλλά ερωτικοί. Γιατί μπορεί ο Ντόχερτι να είχε αγαπήσει πραγματικά τη Γιουνάιτεντ αλλά είχε κάνει το ίδιο και με τη γυναίκα του φυσιοθεραπευτή της ομάδας διατηρώντας μάλιστα κρυφό δεσμό μαζί της. Το σκάνδαλο έπρεπε να κουκουλωθεί και η απομάκρυνση του Ντόχερτι ήταν η εύκολη λύση.
Από το 1977 μέχρι και το 1981 στον πάγκο της ομάδας κάθισε ο Ντέιβ Σέξτον. Ένας πολλά υποσχόμενος προπονητής με νέες ιδέες και σημαντικούς τίτλους στην καριέρα του με την Τσέλσι (Κύπελλο το 1970 και Κύπελλο Κυπελλούχων το 1971) που όμως δεν κατάφερε να οδηγήσει σε κάποιο τίτλο, ούτε σε κάτι πραγματικά μεγάλο με τον Ρον Άτκινσον να αναλαμβάνει σε μια περίοδο που -και πάλι- η Γιουνάιτεντ είχε αρχίσει να μεγαλώνει οικονομικά. Τον Οκτώβριο του ’81 από τα ταμεία της ομάδας θα βγει το ποσό των 1.5 εκατομμυρίων λιρών για τον αστέρα της Γουέστ Μπρομ, Μπράιαν Ρόμπσον, με τον νεαρό Άγγλο να παίρνει και το ρεκόρ ακριβότερης μεταγραφής στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Η Γιουνάιτεντ είχε αλλάξει επίπεδο στα χρόνια του Άτκινσον αλλά δεν μπορούσε να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Κέρδισε δύο κύπελλα, έφτασε κοντά στο πρωτάθλημα, ο ίδιος είχε μάλιστα 50% ποσοστό νικών, αλλά πάντα η Λίβερπουλ, η Άρσεναλ και η Έβερτον ήταν ένα βήμα πιο μπροστά εκείνη τη δεκαετία. Κάπως έτσι, και με την ομάδα να μην έχει ξεκινήσει καλά τη σεζόν 1986-1987, ο Ρον Άτκισον θα απολυθεί τον Νοέμβριο του ’86 με τον Άλεξ Φέργκιουσον να γίνεται ο νέος προπονητής της ομάδας λίγες μόνο ώρες μετά την απόλυση του Άτκινσον. Ήταν 6 Νοέμβριου του 1986. Ο Σκοτσέζος μπορεί να είχε καταφέρει σπουδαία πράγματα στη χώρα του με την Αμπερντίν, φτάνοντας ακόμα και στο Κύπελλο Κυπελλούχων του ’83 απέναντι μάλιστα στη Ρεάλ Μαδρίτης αλλά στο Μάντσεστερ ήταν ακόμα ένας πολλά υποσχόμενος προπονητής που έπρεπε να φτιάξει κάτι μεγάλο αφού έπρεπε πρώτα να βάλει σε τάξη ένα ασυμμάζευτο ποδοσφαιρικό χάος.
Τι κατάφερε ο Σερ Άλεξ από το ’86 μέχρι και το 2013 που ήταν ο άνθρωπος που έκανε κουμάντο στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι περιττό να το αναφέρω. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε, η σκληρή κριτική που δέχτηκε στις αποτυχίες των πρώτων ετών, η δική του Τάξη του ’92 και φυσικά εκείνο το γκολ του Μαρκ Ρόμπινς, για το κύπελλο, στην έδρα της Νότιγχαμ που του έσωσε την καριέρα το 1990 είναι οι σημαντικότερες στιγμές του πριν την επιστροφή στην κορυφή της Αγγλίας το 1993. Με την ιστορία να έχει διανύσει δηλαδή 26 ολόκληρα χρόνια και με τα επόμενα 20 να είναι μαγικά για τον ίδιο και την ομάδα του. Από το πρωτάθλημα του ’13 και την απόσυρση του Σερ Άλεξ στον πάγκο της Γιουνάιτεντ έχουν καθίσει 8 προπονητές (6 συν τους Κάρικ και Γκιγκς) και κανένας δεν κατάφερε να διεκδικήσει πραγματικά το πρωτάθλημα με την συμπολίτισσα Σίτι να έχει εξελιχθεί στο μεγάλο αφεντικό της λίγκας. Ποιος να το έλεγε στον Φέργκιουσον πως η ομάδα που στα δικά του χρόνια είχε να κερδίσει την ομάδα του από το 1989 μέχρι και το 2002, σε εκείνο το 3-1 με τα γκολ των Νικολάς Ανελκά και Σον Γκότερ (πρώην παίκτης της Γιουνάιτεντ) στις μέρες μας θα ήταν το απόλυτο αφεντικό στο Νησί και -για πολλούς- η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη.
Η Πρέμιερ Λιγκ επιστρέφει μετά τη διακοπή για τα παιχνίδια των εθνικών ομάδων και το ντέρμπι του Μάντσεστερ στρέφει πάνω του όλα τα βλέμματα της ποδοσφαιρικής Ευρώπης για αυτό το Σαββατοκύριακο. Η Σίτι του Γκουαρδιόλα μπορεί να είναι το μεγάλο φαβορί απέναντι στη Γιουνάιτεντ του Τεν Χαγκ αλλά πλέον ένα είναι σίγουρο. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βρίσκεται επιτέλους στο σωστό δρόμο για κάτι καλό ακολουθώντας το ποδόσφαιρο από τη σωστή πλευρά του. Σίγουρα πρέπει να αλλάξουν πολλά και αυτό είναι κάτι που γίνεται αργά όταν μιλάμε για ολικό «λίφτινγκ» μιας και η αλλαγή νοοτροπίας και στιλ απαιτεί πολλή δουλειά αλλά οι φίλοι της ομάδας και οι πραγματικοί φίλοι της Πρέμιερ Λιγκ μπορούν να παραδεχτούν πως -επιτέλους- υπάρχει ζωή (και ελπίδα) στον πλανήτη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.