«Είχα αντιμετωπίσει αρκετές φορές τον Τιερί Ανρί όταν έπαιζα ποδόσφαιρο με τα χρώματα της Μπλάκμπερν. Συνήθως έβλεπα το νούμερο 14 της πλάτης του, και όχι αυτό που ήταν τυπωμένο στο σορτσάκι του». Αυτή η δήλωση ανήκει στον Σάιμον Γκρέισον, έναν μέτριο Άγγλο αμυντικό που αγωνίστηκε κυρίως ως δεξί μπακ, τη σκληρή δεκαετία του 1990 (κυρίως) αλλά και των πρώτων ετών της νέας χιλιετίας. Αν και θα μπορούσε να ανήκει και στους περισσότερους αμυντικούς, πλάγιους ή κεντρικούς, που βρέθηκαν αντίπαλοι του Ανρί, από όλα τα «ράφια» του ποδοσφαίρου, τόσο στα γήπεδα της Αγγλίας όσο και σε αυτά της Ευρώπης. Γιατί όμως ένα κείμενο για τον σπουδαίο Γάλλο επιθετικό αρχίζει με μια δήλωση ενός άσημου ποδοσφαιριστή και όχι κάποιου κορυφαίου αμυντικού της εποχής; Η απάντηση θα δοθεί παρακάτω. Το «ταξίδι» άλλωστε έχει πάντα την δική του σημασία.
Ο Ανρί φόρεσε την φανέλα της Άρσεναλ για 8 εκπληκτικές σεζόν. Από το 1999, όταν και ο Αρσέν Βενγκέρ τον έφερε από τη Γιουβέντους πιστεύοντας όσο λίγοι το τεράστιο ταλέντο του, μέχρι και το 2007, όταν ο σπουδαίος Γάλλος έφυγε για τη Βαρκελώνη για να γίνει μέλος μιας ομάδας που μας χάρισε μοναδικές ποδοσφαιρικές συγκινήσεις. Στην Καταλονία κατάφερε να κατακτήσει, έστω κι αν δεν ήταν το πρώτο βιολί της ομάδας, αυτό που τόσο πολύ του έλειπε και αυτό που η μετέπειτα ομάδα του τού το είχε στερήσει, το 2006, στον τελικό του Παρισιού. Το Τσάμπιονς Λιγκ. Είμαι σίγουρος πως πολλοί που διαβάζουν αυτό εδώ το κείμενο δε θα πρόλαβαν τον Ανρί να αγωνίζεται. Σε αυτούς λοιπόν να πω πως υπήρχε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, που αν κάποιος ήθελε να δει το ομορφότερο ποδόσφαιρο της Ευρώπης έπρεπε απλά να συνδεθεί με τους αγώνες της Άρσεναλ. Αν ήταν πολύ τυχερός, και ζούσε στο Λονδίνο, μπορούσε να πηγαίνει και στο Χάιμπουρι. Φίλος ή όχι της Άρσεναλ του Βενγκέρ δε γινόταν να μη συμπαθείς εκείνη την ομάδα. Εκτός και αν μισούσες το ποδόσφαιρο. Τόσο απλά. Φυσικά και ο πιο ντελικάτος παίκτης της, που εξελίχθηκε σε αρχηγό και απόλυτο ηγέτη, δεν ήταν άλλος από τον Τιερί Ανρί. Στυλ; Αρχοντικό. Ταχύτητα; Δε τον έπιανες ούτε με λάσο. Τεχνική; Λες και κάποιος είχε πάρει τα καλύτερα τεχνικά χαρακτηριστικά των φαντεζί Λατινοαμερικάνων που ζουν για να ξεφτιλίζουν τον προσωπικό τους αντίπαλο και τα είχε συνδυάσει με τη σοβαρότητα. Πλασέ; Αχ αυτό το πλασέ. Ένα ερωτικό χάδι στην μπάλα και αυτή -με τη σειρά της- να αναπαύεται -συνήθως- στο πλαϊνό δίχτυ. Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί όταν μιλάμε για Τέχνες δεν βάζουμε στην κουβέντα και το πλασέ του Ανρί. «Το καλύτερο πλασέ του κόσμου» όπως ακούγαμε από τους σπίκερ της εποχής, σε ένα από τα ελάχιστα ποδοσφαιρικά κλισέ, που δεν καταντούσε ποτέ κουραστικό, για τα αυτιά κάποιου που έβαζε να δει την Άρσεναλ, μετά από ακόμα έναν αγώνα του ελληνικού πρωταθλήματος που είχε λήξει 0-0, σε κάποιο λασπωμένο χωράφι που είχε βαφτιστεί γήπεδο.
Το 2010, στα 33 του, μετά την Άρσεναλ, κι αφού πρόλαβε να κατακτήσει -κυριολεκτικά- τα πάντα με την Μπαρσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα, σε διάστημα μόλις τριών ετών, άφησε την Ευρώπη για τις ΗΠΑ. Ήταν η περίοδος που το MLS είχε μπει ξανά δυναμικά στο παιχνίδι και έπαιρνε πολλούς αστέρες της Ευρώπης ώστε να βοηθήσουν μπας και το Soccer γίνει Football. Η Νέα Υόρκη και οι Red Bulls έγιναν το σπίτι του για τις επόμενες 5 σεζόν, κατακτώντας μάλιστα και ένα Supporter’s Shield. Αυτό δεν έχει καμία σημασία αλλά ήθελα να το γράψω. Κάπως έτσι οι Αμερικάνοι φίλοι του «δικού μας» ποδοσφαίρου, μιας και το «δικό τους» θα είναι πάντα το NFL, έγιναν μάρτυρες του καλύτερου πλασέ του κόσμου. Πολλοί ήταν αυτοί που τον λάτρεψαν, πολλοί κι αυτοί που τον βρήκαν όχι και τόσο σημαντικό μιας και δεν μπορούσε να αγωνιστεί ως Quarterback. Την ίδια περίοδο είχε γίνει κάτι σαν μόδα. Όταν το MLS είχε διακοπή, πολλοί από τους αστέρες του ερχόταν, ως δανεικοί, στην Ευρώπη. Έτσι έμεναν σε φόρμα και βοηθούσαν παράλληλα για περίπου δύο μήνες κάποιες ομάδες που εκείνη την περίοδο μπορεί να είχαν θέματα με τραυματισμούς ή ελλείψεις γενικότερα. Οι «κακές γλώσσες» έλεγαν επίσης ότι αυτό είχε ξεκινήσει απλά για να έρχεται ο Λάντον Ντόνοβαν στην Έβερτον αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί γι’ αυτό ας σοβαρευτούμε κι ας πάμε παρακάτω. Η περίοδος που γινόταν όλοι αυτοί οι δανεισμοί έπεφτε πάνω στο Κύπελλο Αγγλίας και, κάπως έτσι, φτάνουμε στην ουσία της ιστορίας μας. Ξεκινήσαμε με τον Σάιμον Γκρέισον για όσους δεν το θυμούνται.
Ιανουάριος του 2012. Ο Ανρί απ’ τη μία ήθελε να παραμείνει σε φόρμα την περίοδο της διακοπής του MLS και η Άρσεναλ ήθελε απ’ την άλλη κάποιον για να βοηθήσει μιας και λόγω του Αφρικανικού Κυπέλλου Εθνικών Ομάδων είχε κάποιες απουσίες. Τι καλύτερο λοιπόν από το να υπογράψει ο σπουδαίος Τιτί, για ένα δίμηνο περίπου, με την ομάδα που λάτρεψε και λατρεύτηκε. Χαρούμενοι και κερδισμένοι και οι δύο. Οι υπογραφές έπεσαν στις 6 Ιανουαρίου και ο Ανρί θα φορούσε -και πάλι- την φανέλα της Άρσεναλ. Με μια μικρή όμως λεπτομέρεια. Το νούμερό του δε θα ήταν το αγαπημένο του, και θρυλικό στις μέρες μας, 14 αλλά το 12, μιας και το 14 ανήκε πλέον στο νέο παιδί-Θαύμα της Αγγλίας τον Θίο Γουόλκοτ. Κάπου εδώ μπαίνει -και πάλι- στην κουβέντα ο Σάιμον Γκρέισον. Ο πρώην Άγγλος αμυντικός, που από το 2005 είχε ακολουθήσει καριέρα προπονητή, ήταν πλέον προπονητής της Λιντς Γιουνάιτεντ. Μιας Λιντς όμως που πλέον αγωνιζόταν στα γήπεδα της Τσάμπιονσιπ και μάλιστα εκείνη την περίοδο ήταν σε πολύ κακή αγωνιστική κατάσταση. Στην ομάδα μπορεί να υπήρχαν ταλαντούχοι παίκτες όπως ο Φάμπιαν Ντελφ, ο Άντρος Τάουνσεντ και ο Ρόμπερτ Σνόντγκρας αλλά ο Γκρέισον δεν κατάφερε ποτέ να φτιάξει ένα σύνολο ικανό για την άνοδο (η Λιντς είχε τερματίσει στην 14η θέση, στο -14 από τις θέσεις που οδηγούσαν στα playoffs ανόδου) και υπήρχαν και πολύ σοβαρά διοικητικά προβλήματα που είχαν οδηγήσει, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, σε συγκρούσεις με τον πυρήνα των φανατικών οπαδών της ομάδας. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά η κληρωτίδα για τον 3ο γύρο του κυπέλλου έστειλε την Λιντς στην έδρα της Άρσεναλ. Το παιχνίδι ήταν προγραμματισμένο για τις 9 Ιανουαρίου και σύμφωνα με τον Βενγκέρ ο Τιερί Ανρί θα βρισκόταν στην αποστολή της ομάδας με το ποδοσφαιρικό κοινό να αναμένει το δεύτερο ντεμπούτο του με τους «κανονιέρηδες». Υπήρχαν βέβαια και αρκετοί, αριθμολάγνοι, φίλοι της Λιντς που δεν ήθελαν να δουν τον Ανρί να πατά χορτάρι μιας και γνώριζαν κάτι πολύ σημαντικό. Ο Γάλλος είχε σκοράρει 11 φορές απέναντι στην ομάδα τους.
Το παιχνίδι ξεκίνησε υπό το βλέμμα του Ανρί που έδειχνε να το χαίρεται, έστω κι από τον πάγκο. Ο Γκρέισον είχε στήσει εξαιρετικά την ομάδα του και η Άρσεναλ αν και είχε τον έλεγχο και την κατοχή, ως συνήθως, δεν μπορούσε να φτάσει σε κάποια σοβαρή απειλή. Με το σκορ στο 0-0 και το παιχνίδι να έχει φτάσει στο 67ο λεπτό ο Βενγκέρ πέρασε τον Ανρί στο γήπεδο με τους οπαδούς στην κερκίδα να βρίσκονται κυριολεκτικά σε έκσταση. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα τέρμα. Ένα τέρμα που θα έδινε την πρόκριση και θα έγραφε ακόμα μία όμορφη ποδοσφαιρική ιστορία. Γι’ αυτές ζει άλλωστε μια μεγάλη μερίδα του φίλαθλου κοινού. Τελικά έπρεπε να περιμένουμε μόνο για 11 λεπτά. Λίγο πριν το 80′, με την Άρσεναλ να έχει πνίξει την αντίπαλό της, όπως ήταν και το αναμενόμενο, ο Ανρί κινήθηκε από έξω αριστερά, μοναδικά και ύπουλα, προς την εστία της Λιντς. Ο Άλεξ Σονγκ βλέποντας την κίνησή του τού πέρασε μια εξαιρετική κάθετη μπαλιά με τον Γάλλο να την υποδέχεται με ένα μαγικό, πρώτο, κοντρόλ. Ο κόσμος είχε ήδη σηκωθεί όρθιος και ήταν έτοιμος γι’ αυτό που -σίγουρα- θα ακολουθούσε. Αφού η μπάλα έμεινε στην ιδανική απόσταση από το δεξί του πόδι, με ένα καλλιτεχνικό, φινετσάτο, πλασέ, σήμα κατατεθέν του, την έστειλε στην απέναντι γωνία του Άντι Λόνεργκαν, γράφοντας το 1-0 και υπογράφοντας μια ονειρική επιστροφή. Ο Τιερί Ανρί, με το 12 στην πλάτη, σκόραρε το 12ο τέρμα του απέναντι στη Λιντς, στέλνοντας την ομάδα του στον επόμενο γύρο του κυπέλλου. Οι λεζάντες ήταν ήδη έτοιμες.
Το μικρό διάστημα που ο Ανρί έμεινε στην Άρσεναλ πρόλαβε να αγωνιστεί σε 7 παιχνίδια σκοράροντας δύο (2) τέρματα και χαρίζοντας πολλά χαμόγελα σε όλους τους φίλους του ποδοσφαίρου. Φυσικά και η σπουδαιότερη στιγμή του από αυτό το μικρό πέρασμα ήταν το γκολ απέναντι στην ομάδα του Γκρέισον που θύμισε σε όλους, έστω και για λίγο, όλη τη μαγεία αυτού του κορυφαίου ποδοσφαιριστή, γράφοντας παράλληλα ακόμα μία όμορφη σελίδα στην ιστορία του Κυπέλλου Αγγλίας. Η Λιντς από την άλλη, λίγες μέρες αργότερα είδε τον αρχηγό της, Τζόναθαν Χόουσον, να πωλείται στη Νόριτς με τους οπαδούς να αποφασίζουν ακόμα και αποχή από το γήπεδο, φτάνοντας στα άκρα με τον ιδιοκτήτη Κεν Μπέιτς.