Θα έπρεπε να είναι μια χρονιά που το Μπέργκαμο θα πανηγύριζε. Που θα χαιρόταν και θα ήταν περήφανο για την ομάδα του. Όχι βέβαια ότι δεν ήταν τα πρόσφατα χρόνια. Η Αταλάντα έκανε το ένα βήμα μετά το άλλο, πήρε καλές θέσεις στο πρωτάθλημα, έκανε καλές πορείες στην Ευρώπη, ο κόσμος το γιόρταζε, αλλά όπως και να το κάνουμε η φετινή σεζόν είναι ό,τι καλύτερο έχει να θυμάται ο ποδοσφαιρικός κόσμος της πόλης. Κι όμως, αντί το 2020 να είναι μια χρονιά χαράς, είναι μια χρονιά θλίψης για την πόλη της Λομβαρδίας, δίπλα στο Μιλάνο, με πάνω από 100.000 κατοίκους. Το Μπέργκαμο χτυπήθηκε όσο λίγες πόλεις από την πανδημία του COVID-19. Υπολογίζεται ότι μόνο τον Μάρτιο 4.5000 άνθρωποι της περιοχής έχασαν τη ζωή τους και μπορεί τα επίσημα στοιχεία να αναφέρουν μικρότερο αριθμό, αλλά ο δήμαρχος υπολογίζει τον αριθμό των νεκρών από τον ιό στους 6.000. Το ποσοστό της μόλυνσης από τον κορωνοϊό σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα κυμαίνεται στις περιοχές της επαρχίας του Μπέργκαμο από 25% μέχρι 45%. Κάθε οικογένεια έχει έναν φίλο, έναν γνωστό, έναν συγγενή που μολύνθηκε, γνωρίζει κάποιον που έχασε τη ζωή του. Το τραγικό για την περιοχή είναι ότι σε ένα μεγάλο βαθμό, το κακό οφείλεται στην ομάδα της και στη μοναδική της πορεία. Στο ματς με τη Βαλένθια για το Τσάμπιονς Λιγκ που έγινε στο Μεάτσα και είχε ως αποτέλεσμα μια τεράστια μετακίνηση οπαδών για τα 40 χιλιόμετρα που χωρίζουν τις δυο πόλεις, έναν τεράστιο συνωστισμό και μια ταχεία μετάδοση του ιού πίσω στην πόλη του Μπέργκαμο.
19 Φεβρουαρίου. Οι οπαδοί της Αταλάντα στο Μεάτσα πανηγυρίζουν την πρόκριση επί της Βαλένθια. Κάποιοι από τους εικονιζόμενους μπορεί να μη βρίσκονται ανάμεσά μας πλέον.
Η επιστροφή στην κανονικότητα φυσικά δεν έχει επιτευχθεί και κανείς μας δεν γνωρίζει πότε θα συμβεί αυτό. Αλλά η Αταλάντα επέστρεψε κι ο κόσμος της δεν την κατηγορεί για κάτι. Πώς να κατηγορήσεις άλλωστε κάτι που αγαπάς τόσο. Η ομάδα του Γκασπερίνι έφτασε μέχρι και να διεκδικεί το πρωτάθλημα (έστω και μαθηματικά), παίζει με την ΠΣΖ για μια τεράστια ευκαιρία να περάσει στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και παίρνοντας την 3η θέση στο πρωτάθλημα, θα βρίσκεται και του χρόνου σε λίγο καιρό ξανά στον θεσμό. Κατέκτησε μάλιστα την τρίτη θέση χωρίς να έχει ούτε έναν Ιταλό παίκτη της ως σκόρερ. Κι όμως, κατάφερε να σημειώσει έναν απίστευτο αριθμό γκολ, σκόραρε 98 ολόκληρες φορές και έμεινε μόλις 2 γκολ από το να ισοφαρίσει το μοναδικό (για τα ιταλικά δεδομένα) ρεκόρ του 1951 όταν Μίλαν, Ίντερ και Γιουβέντους σκόραραν όλες από 100 γκολ.
Στο παρελθόν έχουμε μιλήσει τόσο για τον Πάπου Γκόμες, όσο και για τον Ζαπάτα. Στον μαγικό κόσμο του Μπέργκαμο όμως, ο πρώτος σκόρερ είναι ένας παγκίτης. Ο Λουίς Μουριέλ αποτελεί το άλλο μισό της κολομβιανής αποικίας στην Αταλάντα και στα 29 του έχει μια καριέρα κατά την οποία σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Ο Λουίς Φερνάντο Μουριέλ Φρίτο γεννήθηκε στο Σαν Τομάς, στα βόρεια της Κολομβίας, στην ακτή της Καραϊβικής. Μια περιοχή που έχει βγάλει ορισμένους σπουδαίους ποδοσφαιριστές όπως ο Ρανταμέλ Φαλκάο.
Η οικογένεια του Μουριέλ ήταν φτωχή. Ο πατέρας του ήταν ταξιτζής και προσπαθούσε να βγάλει αρκετά χρήματα για να ζήσει τους ανθρώπους του. Ο μικρός Λουίς πουλούσε λαχεία στον δρόμο και κολιέ που έφτιαχνε η γιαγιά του για να βγάζει χρήματα και να μπορεί να πάρει το λεωφορείο για να πάει στην προπόνηση. Έπαιξε μπάλα στις μικρές ομάδες της Ατλέτικο Τζούνιορ, της ομάδας της πρωτεύουσας της περιοχής Μπαρανκίγια. Ήταν γρήγορος και οι άνθρωποι του συλλόγου πίστευαν σε αυτόν. Δυστυχώς όμως, ο μικρός αντιμετώπισε ένα πρόβλημα τραυματισμού, μια τενοντίτιδα που δεν έλεγε να τον αφήσει σε ησυχία. Ο ταχύς πιτσιρικάς έχασε πολλές προπονήσεις, δεν ήταν σε καλή κατάσταση και όταν ξεπέρασε το πρόβλημα και επέστρεψε στην Ατλέτικο Τζούνιορ οι άνθρωποι τον έκοψαν από την ομάδα, καθώς είχε πάρει παραπανίσια κιλά και δεν έβλεπαν μέλλον σε αυτόν. Ο Μουριέλ απογοητεύτηκε όταν η αγαπημένη του ομάδα τον απέρριψε και αποφάσισε να κόψει την μπάλα. Να το ρίξει στο διάβασμα, να προσπαθήσει να σπουδάσει, να γίνει κάτι στη ζωή του. “Ακόμα θυμάμαι το πρόσωπο του πατέρα μου όταν του είπα ότι σταματάω το ποδόσφαιρο“, διηγείται χρόνια μετά.
Η ιστορία πιθανότατα θα είχε τελειώσει κάπως έτσι, ο Λουίς μπορεί να τα κατάφερνε στη ζωή του, μπορεί και όχι και σίγουρα δεν θα έκανε καριέρα στην Ευρώπη, αν ο Άλβαρο Νούνιες, ένας από τους προπονητές του στην Ατλέτικο Τζούνιορ που είχε φύγει για να πάει στις ακαδημίες Εσκουέλα Μπαρανκιγιέρα δεν τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο Νούνιες που είχε καλό μάτι, πήγε στο σπίτι του Λουίς, μίλησε με τους γονείς του, δεν φοβήθηκε όταν είδε ότι ο πιτσιρικάς ήταν πλέον χοντρούλης και δεν τρελαινόταν να παίξει ποδόσφαιρο. Έπεισε τον μικρό και έβαλε μέχρι και χρήματα από την τσέπη του για να μπορεί ο Μουριέλ να μετακινείται από το Σαν Τομάς στην Μπαρανκίγια. Ο αστικός μύθος (αν και δεν είναι τόσο μύθος, μια που την εκδοχή αυτή την έχει δώσει κι ο ίδιος ο Μουριέλ σε συνέντευξή του) λέει ότι η Ατλέτικο Τζούνιορ δεν έδινε τα δικαιώματα του 15χρονου σχεδόν πιτσιρικά, ήθελε το κατιτίς της. Οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν και η μεταγραφή πραγματοποιήθηκε με αντάλλαγμα ένα… CD μουσικής. Σύμφωνα με την ιστορία, η πρώτη μεταγραφή της καριέρας του στοίχισε ένα αυθεντικό CD του Ιβάν Βιγιασόν, ενός διάσημου τραγουδιστή βαγιενάτο, τοπικής παραδοσιακής μουσικής που κάποιο στέλεχος της Ατλέτικο Τζούνιορ λάτρευε.
Ένα από τα σουξέ του Ιβάν, άγνωστο αν ήταν στο περιβόητο CD του Μουριέλ
Ο Λουίς έπαιξε καλά στη νέα του ομάδα, πήρε μέρος σε διάφορα τουρνουά και πολύ σύντομα τράβηξε τα βλέμματα των ανθρώπων της Ντεπορτίβο Κάλι, μετακομίζοντας εκεί. Έκανε ντεμπούτο στα 18 του και στο επόμενο πρωτάθλημα της Κολομβίας ξεκίνησε εκπληκτικά με 9 γκολ στα 10 ματς. Το σουλούπι του έκανε τους αισιόδοξους Κολομβιανούς να μιλάνε για τον δικό τους Ρονάλντο και η Ουντινέζε, που δεν φοβάται να επενδύει σε τέτοιες περιπτώσεις, τον αγόρασε με μόλις ένα εξάμηνο καριέρας. Από εκεί και πέρα άρχισαν οι δανεισμοί. Η Ουντινέζε τον έστειλε στην… ομόσταυλή της τότε Γρανάδα, αλλά ο Κολομβιανός δεν έκανε κάτι το ιδιαίτερο. Η επόμενη χρονιά τον βρήκε στο Λέτσε, ο Μουριέλ έκανε κάποιες καλές εμφανίσεις και σκόραρε 7 φορές, αλλά μέχρι εκεί. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον τότε προπονητή της Ουντινέζε Φραντσέσκο Γκουιντολίν έπρεπε να χάσει 4-5 κιλά για να παίξει, ο Μουριέλ τα κατάφερε, έχασε βάρος και το 2012-13 σκόραρε 11 γκολ με τη φανέλα της ομάδας του Ούντινε, δείχνοντας ότι έχει μέλλον.
Βλέποντας το βίντεο με γκολ από όλη την καριέρα του καταλαβαίνεις γιατί τον είχαν πει “Ρονάλντο της Κολομβίας” και γιατί τόσες ομάδες επέμειναν να επενδύσουν πάνω του, παρά τα φτωχά του στατιστικά.
Οι συχνοί τραυματισμοί και τα περιττά κιλά του Μουριέλ ήταν όμως πάντα ένα εμπόδιο. Μετά την Ουντινέζε πήγε στη Σαμπντόρια και εκεί πάνω κάτω επανέλαβε τα ίδια. Έμεινε τρεις σεζόν στην ομάδα, αλλά μόνο η τελευταία ήταν καλή, σκοράροντας και πάλι 11 φορές. Σε μια περίεργη κίνηση για μια ομάδα αρκετά μετρημένη όπως η Σεβίλλη, ο σύλλογος της Ανδαλούσιας πείστηκε από την τελευταία χρονιά του και έδωσε 20 ολόκληρα εκατομμύρια για να τον φέρει στην Ισπανία το 2017, ποσό ρεκόρ για μια ομάδα που συνήθως δεν πέφτει έξω. Η πρώτη του σεζόν ήταν απλά υποφερτή, έπαιξε 29 ματς στο πρωτάθλημα (τα 17 βασικός) και σκόραρε 7 φορές, χωρίς να δικαιολογήσει τα χρήματά του. Στη δεύτερη σεζόν του δεν είχε χρόνο συμμετοχής πλέον και στα μέσα της έφυγε δανεικός για τη Φλωρεντία. Η παρουσία του ήταν καλή στη Φιορεντίνα, αλλά οι Βιόλα δεν τον αγόρασαν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο περσινό καλοκαίρι. Η Αταλάντα έδωσε 18 εκατομμύρια και τον έφερε στο Μπέργκαμο. Ο Μουριέλ δεν έγινε ποτέ ο Ρονάλντο (ίσως μόνο στο βάρος κάποιες φορές), αλλά στο Μπέργκαμο αναγεννήθηκε, μέσα σε μια ομάδα με έντονο λάτιν χαρακτήρα βρήκε για πρώτη φορά στην καριέρα του τον τρόπο να ξεχωρίσει.
Να ξεχωρίσει χωρίς βέβαια να είναι βασικός. Είναι πίσω από τον Ζαπάτα όπως είπαμε στην επιθετική ιεραρχία. Έχει παίξει σε 34 αγώνες στο πρωτάθλημα, αλλά μόνο σε 10 από αυτούς ξεκίνησε. Κι όμως, σκόραρε 18 φορές. Ο ίδιος γκρινιάζει, μέσα σε λογικά πλαίσια, για τον χρόνο συμμετοχής του. Σε συνέντευξή του στο Sky Italia το είπε ξεκάθαρα: “δεν είμαι ικανοποιημένος να παίζω εικοσάλεπτα”. Ο Γκασπερίνι δεν φαίνεται να συγκινείται. “Είναι ένας εξαιρετικός παίκτης να έρχεται από τον πάγκο, ειδικά όταν κερδίζεις και ο αντίπαλος είναι κουρασμένος”. Όχι ότι υπάρχει κάποια κόντρα, το αντίθετο. Το κλίμα στην ομάδα είναι εξαιρετικό, ο Μουριέλ καταλαβαίνει το σκεπτικό του προπονητή του, αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Ο Κολομβιανός απολαμβάνει την καλύτερη σεζόν της καριέρας του και όλοι όσοι τον παρακολουθούν χρόνια λένε ότι βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση. Το παρελθόν του όμως δείχνει ότι δεν μπορείς να βασίζεσαι πάνω του. Ο Μουριέλ πήρε πολλές ευκαιρίες σε πολλούς συλλόγους και ελάχιστες φορές τα κατάφερε, μένοντας σε εκλάμψεις. Ακόμα και στην ίδια την εθνική του. Ζει όμως αυτή την ονειρική σεζόν και ο κόσμος στο Μπέργκαμο θα τον μνημονεύει σαν έναν από τους ήρωες αυτής της μαγικής χρονιάς. Τα βίντεο με τα καλύτερά του θα μας φέρνουν πάντα στο μυαλό το “Φαινόμενο”, αλλά η αστάθεια που τον ακολουθεί σε όλη του την καριέρα δεν τον άφησε ποτέ να φτάσει όσο ψηλά μπορούσε χάρη στο ταλέντο του.