Από την 3η κατηγορία στην 1η: Πώς να κάνεις όνομα σαν προπονητής στα 28 σου

«Πρώτα σε αγνοούν. Μετά γελάνε μαζί σου. Μετά σε πολεμούν και μετά κερδίζεις». Για ένα μεγάλο διάστημα οι περισσότεροι πιστεύαμε πως το παραπάνω απόφθεγμα ειπώθηκε από τον Μαχάτμα Γκάντι. Μέχρι που κάποια στιγμή ο διευθυντής ενός ινστιτούτου που είναι αφιερωμένο στη ζωή του Ινδού ακτιβιστή διευκρίνισε ότι η αρχική δήλωση, από την οποία επηρεάστηκε ο Γκάντι, αποδίδεται στον Νίκολας Κλαιν, έναν Αμερικανό δικηγόρο και συνδικαλιστή που σε μια ομιλία του το 1918 είχε πει: «Πρώτα σε αγνοούν. Μετά σε κοροϊδεύουν. Μετά σου κάνουν επίθεση και θέλουν να σε κάψουν. Και μετά χτίζουν μνημεία για σένα.» Όποια από τις δυο εκδοχές κι αν επιλέξεις, ο Τζο Άρμας μπορεί να συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τη βασική της ιδέα.

Ο Άρμας γεννήθηκε το 1995 σε μια επαρχία στα βόρεια του Εκουαδόρ. Όπως συμβαίνει πολύ συχνά στη Ν. Αμερική, το μεγάλο του όνειρο ήταν να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Όπως όμως συμβαίνει εξίσου συχνά με τα παιδιά που θέλουν να γίνουν ποδοσφαιριστές, το ταλέντο του δεν επαρκούσε για να βιοποριστεί από το αγαπημένο του παιχνίδι. Στα 17 του αναγκάστηκε να αφήσει το «Plan A» και να ψάξει για ένα «Plan B». Αφού δεν μπορείς να παίξεις μπάλα, προσπάθησε να είσαι δίπλα σε αυτούς που παίζουν.

Οι σπουδές του πάνω στον τομέα της προπονητικής και του αθλητικού μάνατζμεντ ξεκίνησαν από το Ινστιτούτο Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της χώρας και συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια στο εξωτερικό. Χάρη στις αποταμιεύσεις των γονιών του πήγε στην Ισπανία, έκανε μεταπτυχιακό πάνω στον ίδιο τομέα και απέκτησε δίπλωμα προπονητή. Όταν τα λεφτά στέρεψαν, αναγκάστηκε να κάνει ό,τι παρτ-τάιμ δουλειά έβρισκε για να μπορέσει να επιμηκύνει την παρουσία του στην Ευρώπη. Κάπως έτσι κατέληξε να δουλεύει κάποια πρωινά ακόμα και σε οικοδομές μαζί με άλλους μετανάστες, μια απασχόληση που, όπως δηλώνει εκ του ασφαλούς τώρα, δεν ήταν και τόσο… νόμιμη.

Οι σπουδές και οι εμπειρίες που αποκόμισε εκεί αποδείχτηκαν σημαντικές για τη συνέχεια. “Όλα εκείνα τα χρόνια ήταν ένα πολύ σπουδαίο μάθημα” ισχυρίζεται. “Μπόρεσα να μάθω τις μεθόδους εκπαίδευσης που χρησιμοποιούν κάποιοι ισπανικοί σύλλογοι, τους τρόπους που παίζουν, πώς διαχειρίζονται τα τμήματα τους. Τα έμαθα παρακολουθώντας από κοντά τον τρόπο λειτουργίας της Αθλέτικ Μπιλμπάο και της Ρεάλ Μαδρίτης. Επίσης, χάρη στα πτυχία μου δόθηκε η δυνατότητα να κάνω για λίγο καιρό πρακτική σε ολλανδικούς συλλόγους, όπως ο Άγιαξ και η PSV.”

Μετά τη θεωρία, έρχεται η πράξη. Στις αρχές του 2021 ο Άρμας επέστρεψε στην πατρίδα του γεμάτος όνειρα και όρεξη να μεταφέρει στο χόρτο όλα αυτά που είχε διαβάσει και μάθει στην Ευρώπη. Αλλά στη ζωή τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο είναι στο μυαλό σου. Ας τον αφήσουμε να μας το περιγράψει ο ίδιος: “Όταν επέστρεψα στο Εκουαδόρ δεν είχα δουλειά, οπότε άρχισα να στέλνω βιογραφικά. Ταξίδεψα μάλιστα ο ίδιος σε διάφορες πόλεις και παρέδωσα περισσότερα από 120 βιογραφικά σε όλη τη χώρα. Συνολικά πρέπει να έστειλα κοντά στα 300, σε όλες τις ομάδες των πρώτων τριών κατηγοριών, ακόμα και σε βοηθητικές δουλειές που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο. Δεν μου απάντησε ούτε ένας.” Μια εξέλιξη που δεν προκαλεί κάποια έκπληξη δεδομένων των συνθηκών. Μιλάμε για έναν άσημο 25χρονο που ήθελε να προπονήσει μια ομάδα αν και δεν είχε παίξει ποτέ μπάλα σε κάποιο σοβαρό επίπεδο, δεν είχε διασυνδέσεις στο χώρο και στηριζόταν καθαρά και μόνο σε θεωρητικές σπουδές που είχε κάνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Όσο ο καιρός περνούσε και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε η απογοήτευση μεγάλωνε. “Ήμουν τόσο απεγνωσμένος που αποφάσισα να πάω στη Γουατεμάλα για ένα μήνα χωρίς να ξέρω απολύτως τίποτα. Γνώριζα μόνο ότι ήταν μια υποανάπτυκτη ποδοσφαιρικά χώρα, γι’αυτό σκέφτηκα ότι εκεί ίσως θα μπορούσα να βρω μια ευκαιρία. Δεν με ήθελε κανένας ούτε εκεί”. Σε μια κίνηση ακραίας απελπισίας πρότεινε σε αρκετές ομάδες της χώρας του να δουλέψει για ένα διάστημα χωρίς μισθό! “Δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα μόνο μια ευκαιρία να προπονήσω κάποια ομάδα σε οποιαδήποτε κατηγορία, μια ευκαιρία να δουλέψω και να δείξω ότι αξίζω.” Η επιμονή τελικά απέδωσε.

Τον Αύγουστο του 2021 το τηλέφωνο του επιτέλους χτύπησε. Η Ιμπαμπούρα, μια μικρή ομάδα της 3ης εθνικής από τα βόρεια της χώρας που δεν είχε κλείσει ούτε 30 χρόνια ιστορίας, είχε μόλις απολύσει τον προπονητή της. Κάποιος από τη διοίκηση είχε κρατήσει σε ένα συρτάρι το βιογραφικού του και τον είχε καλέσει για συνέντευξη, με τη λογική του “τι έχουμε να χάσουμε;”. Έτσι κι αλλιώς η ομάδα ήταν κολλημένη στην ίδια κατηγορία από το 2017. Έστω και με αυτόν τον τρόπο, το ποδόσφαιρο άνοιξε τις πόρτες του στον φιλόδοξο Άρμας.

Αφού πέρασε το στάδιο του “πρώτα σε αγνοούν”, μπήκε στη φάση του “μετά γελάνε μαζί σου”. Πώς μπορεί ένας ξένος (για την ομάδα) 26χρονος που τα περισσότερα που ξέρει για τη μπάλα τα έμαθε στα θρανία να κουμαντάρει 15-20 ποδοσφαιριστές, αρκετοί εκ των οποίων είναι και μεγαλύτεροι από αυτόν; Ο πρώτος του καιρός στην ομάδα δεν ήταν καθόλου εύκολος. Τα “τι θέλει το νιάνιαρο εδώ” (σε ντόπιες παραλλαγές) έδιναν και έπαιρναν και οι προπονήσεις των πρώτων εβδομάδων ήταν γεμάτες δυσπιστία, ραθυμία και κρυφά γελάκια στις καινοτομίες που προσπαθούσε να περάσει. Αυτές που είχε δει και μελετήσει στα ευρωπαϊκά προπονητικά κέντρα.

Ακόμα και ο ίδιος δεν διστάζει να παραδεχθεί ότι η περίοδος προσαρμογής δεν ήταν καθόλου ευχάριστη: “Όταν αναλάβαμε μαζί με τους συνεργάτες μου, που είναι κι αυτοί νεαροί, περάσαμε κάποιες δύσκολες εβδομάδες. Ήταν μια μπερδεμένη κατάσταση γιατί οι παίκτες πίστευαν πως είμαστε πολύ μικροί και δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Η διάθεση τους ήταν πεσμένη, δεν υπήρχε όρεξη. Έπρεπε να προσπαθήσουμε πολύ και να τους αναλύσουμε τα πάντα πειστικά για να τους αποδείξουμε ότι ξέρουμε τι κάνουμε και ότι αυτές οι διαφορετικές μορφές εξάσκησης θα τους βοηθήσουν. Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του κλίματος έπαιξε το ότι ένας από τους πιο μεγάλους σε ηλικία παίκτες μας πείστηκε κάποια στιγμή ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ήταν ένα σημείο καμπής στο κομμάτι της εμπιστοσύνης. Από εκεί και μετά άλλαξαν όλα.”

Μέσα σε μερικούς μήνες ο άγνωστος νεαρός μαζί με το προπονητικό του τιμ κατάφεραν να εμφυσήσουν στους ποδοσφαιριστές το στιλ παιχνιδιού που ήθελαν να παίξουν και η συνέχεια της ιστορίας είναι βγαλμένη από κάποιο save του Football Manager, από αυτά που πάντα σκεφτόσουν ότι δεν γίνεται να συμβούν εκτός της οθόνης του υπολογιστή σου. Την πρώτη του σεζόν ως προπονητής, η Ιμπαμπούρα μετατράπηκε σε μια φουλ επιθετική ομάδα που κυριαρχούσε στον αγωνιστικό χώρο και επιζητούσε συνεχώς τη μπάλα στα πόδια της. Η αλλαγή χαρακτήρα συνδυάστηκε με τα ανάλογα αποτελέσματα και στο τέλος της χρονιάς ο συνοικιακός σύλλογος από την πόλη Ιμπάρα, που ίδρυσε στις αρχές των 90s ο ντόπιος επιχειρηματίας Λουίς Εριμπέρτο μαζί με τη γυναίκα του Γαρδένια (η οποία εκτελεί και χρέη προέδρου), κέρδισε την άνοδο στη 2η κατηγορία. Τα καλύτερα ακόμα δεν είχαν έρθει.

Το αφεντικό: Η κυρία Γαρδένια

Γεμάτος αυτοπεποίθηση και με τους παίκτες πια να τον πιστεύουν ολοκληρωτικά, ο Άρμας έπεισε τους πάντες ότι μπορούν να χτυπήσουν κάθε αγώνα, ανεξαρτήτως αντιπάλου και έδρας. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορούν να το κάνουν χωρίς να αλλάξουν την επιθετική φιλοσοφία που είχαν αποκτήσει. Η Ιμπαμπούρα κοίταξε στα μάτια όλους τους αντιπάλους, ρίσκαρε στα περισσότερα παιχνίδια της, έκανε μια αξιοπρεπέστατη πορεία στο πρωτάθλημα και δεν κινδύνεψε ποτέ με επιστροφή στην 3η κατηγορία. Το τέλος της χρονιάς τη βρήκε στη μέση της βαθμολογίας, έχοντας τη δεύτερη καλύτερη επίθεση στο πρωτάθλημα αλλά και τη χειρότερη άμυνα!

Μια μεγαλύτερη υπέρβαση έγινε στο κύπελλο. Η ομάδα έφτασε μέχρι τα προημιτελικά αποκλείοντας στη διαδρομή δυο ομάδες της πρώτης κατηγορίας. Ένα από τα δυο αυτά «θύματα» ήταν η Λίγκα ντε Κίτο, μια από τις μεγαλύτερες ομάδες του Εκουαδόρ που έχει στην τροπαιοθήκη της 12 πρωταθλήματα, ένα Λιμπερταδόρες και δυο Σουνταμερικάνα. Η λογική «κοιτάμε τους πάντες στα μάτια» έπιασε τόπο, οι παίκτες του Άρμας κέρδισαν με 2-1, η έκπληξη ακούστηκε σε όλη τη χώρα και μέσα σε λίγες μέρες ο παντελώς άγνωστος προπονητής μετατράπηκε σε ανερχόμενο προπονητικό αστέρι του Εκουαδόρ. O αποκλεισμός στα προημιτελικά από την πανίσχυρη τα τελευταία χρόνια Ιντεπεντιέντε ντελ Βάλε ήρθε απολύτως φυσιολογικά αλλά όλοι είχαν ήδη πειστεί πως η ομάδα είχε τα φόντα να αλλάξει επίπεδο.

Ο παίκτης που έβαλε το γκολ που έκρινε το ιστορικό παιχνίδι με τη Λίγκα ντε Κίτο, ο Κέβιν Ροντρίγκες, είναι το ιδανικό παράδειγμα της σωστής δουλειάς που γίνεται στην Ιμπάρα αυτά τα χρόνια. Ο 22χρονος επιθετικός βρισκόταν εκεί πέντε χρόνια πριν καταφτάσει ο Άρμας και οι εμφανίσεις του έως τότε δεν είχαν θαμπώσει σχεδόν κανέναν. Με την καθοδήγηση του νέου προπονητή και την αλλαγή τακτικής μπόρεσε και βρήκε δίχτυα 11 φορές εκείνη τη σεζόν και κυριολεκτικά από το πουθενά κλήθηκε στην εθνική ομάδα που ταξίδεψε στο Κατάρ για το Μουντιάλ! Ένας παίκτης με καριέρα μόνο στην τρίτη και τη δεύτερη κατηγορία, που δεν είχε αγωνιστεί ποτέ σε επίσημο ματς της εθνικής ως τότε, έκανε τελικά ντεμπούτο στην πρεμιέρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, έστω και ως αλλαγή.

Η λογική πίσω από αυτή την ανέλπιστη εξέλιξη μπορεί να εντοπιστεί στις δηλώσεις του ομοσπονδιακού τεχνικού, Γκουστάβο Αλφάρο: “Όταν βλέπω τον Κέβιν σκέφτομαι τα δικά μου ζόρικα χρόνια όταν έπαιζα στις χαμηλές κατηγορίες της Αργεντινής. Θυμάμαι ότι σε μια σεζόν είχα κάνει 44.000 χλμ έχοντας το ίδιο όνειρο κάθε Κυριακή: Πότε θα παίξω σε υψηλότερο επίπεδο. Δεν φαντάζεστε πόσο μακρινό όνειρο μου φαινόταν τότε το να παίξω στην 1η κατηγορία, πόσο μάλλον το να παίξω σε ένα Μουντιάλ. Τώρα είμαι εγώ που μπορώ να δώσω ευκαιρίες σε άλλους ανθρώπους, ευκαιρίες που κάποτε κάποιοι έδωσαν και σε μένα.”

Όπως όλες οι αξιομνημόνευτες καριέρες στο FM, έτσι κι αυτή του Άρμας δεν θα μπορούσε να έχει ταβάνι τη δεύτερη κατηγορία. Στην περσινή σεζόν η έμπειρη πλέον Ιμπαμπούρα έκανε ένα ακόμα βήμα προς τα πάνω. Αν και πάλι είχε μια από τις χειρότερες άμυνες της κατηγορίες, η εμπροσθοφυλακή έκανε ξανά τη δουλειά της (είχε την καλύτερη επίθεση στη Σέριε Β). Η άνοδος σφραγίστηκε στα τέλη Οκτώβρη και για πρώτη φορά μετά από το 2011 ο σύλλογος της κυρίας Γαρδένιας θα αγωνιστεί στη Σέριε Α του Εκουαδόρ που ξεκινάει στις αρχές του Μαρτίου.

Τους μήνες που μεσολάβησαν το όνομα του συζητήθηκε αρκετά στον εγχώριο τύπο ενώ η έως τώρα πορεία του έγινε θέμα σε όλη τη Νότια Αμερική αλλά και σε πολλά ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Ο νέος του στόχος είναι να δείξει ότι η επιτυχία αυτή δεν ήταν ένα πυροτέχνημα και ότι η ομάδα του δεν θα καταρρεύσει με την πρώτη δυσκολία. Όσο για τον πιο μεγαλεπήβολο; “Ελπίζω μια μέρα να καταφέρω να προπονήσω μια ευρωπαϊκή ομάδα. Και γιατί όχι μια που θα αγωνίζεται στο Τσάμπιονς Λιγκ”. Αν σκεφτούμε ότι όλα τα παραπάνω τα κατάφερε στο διάστημα από τα 26 έως τα 28 του και χωρίς καμία βοήθεια στο ξεκίνημα του, το όνειρο του δεν ακούγεται εν τέλει και τόσο παράλογο. “Και γιατί όχι;”