Οι οπαδοί της Σαμπντόρια που θα βρεθούν το βράδυ της Κυριακής στο Μεάτσα για τον αγώνα με την Ίντερ γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι ελπίδες τους να φύγουν με κάτι θετικό από εκεί είναι λίγες. Εκτός του ότι η ‘Σαμπ’ βρίσκεται ένα βαθμό πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού, η κατάσταση της φετινής Ίντερ, που διεκδικεί με αξιώσεις το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 10 χρόνια, και η προϊστορία ανάμεσα στις δυο ομάδες στο συγκεκριμένο γήπεδο δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια για αισιόδοξες σκέψεις. Τα τελευταία 30 χρόνια η Σαμπντόρια έχει φύγει με το διπλό από την έδρα της Ίντερ μόλις 4 φορές. Μια από αυτές μάλιστα δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ από κανέναν φίλαθλο της.
5 Μαΐου 1991. Η Σαμπντόρια ταξιδεύει στο Μιλάνο για το μεγαλύτερο παιχνίδι της ιστορίας της μέχρι το επόμενο, όπως πιθανόν θα έλεγε και ο Νίκος Γκάλης. Ο βαθμολογικός πίνακας πριν από το παιχνίδι δεν έχει καμία σχέση με τον φετινό. Τέσσερις αγωνιστικές πριν από το τέλος της σεζόν η Σαμπντόρια βρίσκεται μόνη πρώτη με διαφορά 3 βαθμών από τη δεύτερη Ίντερ. Πως ακριβώς έγινε αυτό το αλλόκοτο πλασάρισμα; Για να βρούμε την αρχή του συγκεκριμένου ποδοσφαιρικού παραμυθιού πρέπει να γυρίσουμε στο 1986, όταν οι Γενοβέζοι ανακοίνωσαν την πρόσληψη του Βουγιαντίν Μπόσκοφ.
O 55χρονος Σέρβος προπονητής επέστρεψε στη Γένοβα, όπου είχε παίξει μπάλα στα 60s, με την αύρα του κοσμογυρισμένου ανθρώπου που μπορούσε με την εμπειρία και τα ψυχολογικά τρικ του να μεταμορφώσει ένα τσούρμο μέτριων παικτών σε μια δεμένη παρέα που μπορεί να κοντράρει τους πάντες στα ίσα. Σύμφωνα με τον Τζιανλούκα Βιάλι: “Εκτός από ικανότατος προπονητής, ήταν και σαν πατέρας για όλους μας. Ήταν πανέξυπνος, μιλούσε 6 γλώσσες και μας έδινε τρομερή αυτοπεποίθηση. Μας έκανε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε τα πάντα: Το κύπελλο, το πρωτάθλημα, ακόμα και το ευρωπαϊκό!”
Ο Μπόσκοφ χρειάστηκε μόνο δυο χρόνια για να οδηγήσει τη Σαμπντόρια σε ένα τρόπαιο (το κύπελλο Ιταλίας του 1988) και να πείσει τους παίκτες του ότι πράγματι μπορούν να πετύχουν στόχους που μέχρι τότε φαινόταν άπιαστοι για μια τέτοια ομάδα. Όταν την επόμενη διετία οι Γενοβέζοι κέρδισαν ξανά το Κύπελλο Ιταλίας αλλά και το Κύπελλο Κυπελλούχων όλοι κατάλαβαν πως το ταβάνι τους ήταν τελικά πολύ ψηλότερο από όσο νόμιζαν. Κι αυτό αποδείχτηκε τη σεζόν 1990-91.
Η ομάδα που έχτιζε ο Μπόσκοφ αργά και μεθοδικά τα προηγούμενα χρόνια έφτασε στο καλύτερο σημείο της εκείνη τη χρονιά. Στο τέρμα βρισκόταν ο ανερχόμενος Τζιανλούκα Παλιούκα, στην άμυνα δέσποζε η παρουσία του πολύπειρου Πιέτρο Βιέρκοβουντ, στο κέντρο υπήρχε ο Λομπάρντο, ο Ντοσένα και ο επίσης έμπειρος Βραζιλιάνος Σερέζο και στην επίθεση βρισκόταν τα δυο μεγάλα όπλα της ομάδας, οι Βιάλι και Μαντσίνι, που συνεργαζόταν άψογα ακόμα και με κλειστά μάτια.
Η σεζόν ξεκίνησε με την Σαμπντόρια να στοχεύει κλασικά σε μια ακόμα έξοδο στην Ευρώπη. Ο στόχος δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος όταν τον τίτλο διεκδικούσαν η πρωταθλήτρια της προηγούμενης χρονιάς Νάπολι του Μαραντόνα, η πανίσχυρη πρωταθλήτρια Ευρώπης Μίλαν, η Ίντερ που είχε στο ρόστερ της τρεις από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Γερμανίας και η πάντα δυνατή Γιουβέντους, που είχε μόλις αποκτήσει τον Ρομπέρτο Μπάτζιο.
Τα δεδομένα άλλαξαν στα τέλη του Οκτώβρη όταν η ομάδα του Μπόσκοφ κέρδισε με 1-0 μέσα στο Σαν Σίρο τη Μίλαν και ανέβηκε για πρώτη φορά στην κορυφή της βαθμολογίας, παρ’ότι έπαιξε τα περισσότερα παιχνίδια της ως τότε χωρίς τον τραυματία Βιάλι. Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές σε ανάλογες περιπτώσεις, όλοι περίμεναν πως είναι απλά θέμα χρόνου το πότε θα καταρρεύσει. Όλοι εκτός από τον Βουγιαντίν Μπόσκοφ. Γιατί, όπως έλεγαν συχνά γελώντας και οι παίκτες του, ο Μπόσκοφ ήξερε τα πάντα. Σύμφωνα με τον Βιάλι: “Όταν η ομάδα μαζευόταν για δείπνο μπορούσε να καταλάβει από απόσταση αν δυο παίκτες που καθόταν στην άλλη άκρη του δωματίου είχαν μαλώσει ή αν ένας από αυτούς είχε πρόβλημα με την κοπέλα του”.
Παρά τις γκρίνιες κάποιων ουδέτερων για την υπερβολική αμυντική προσήλωση των παικτών του, ο Μπόσκοφ ήξερε καλά πως ο μόνος δρόμος προς το πρωτάθλημα, για μια ομάδα του επιπέδου και του μπάτζετ της Σαμπντόρια, περνούσε από την άμυνα. Τα man-to-man του θεωρήθηκαν αναχρονιστικά όμως τα αποτελέσματα έλεγαν μια διαφορετική αλήθεια. Η Σαμπντόρια είχε δουλέψει σε τέτοιο βαθμό το παιχνίδι των αντεπιθέσεων που αν και πράγματι, στηριζόταν στην αμυντική σταθερότητα της, στο τέλος του πρωταθλήματος είχε την καλύτερη επίθεση του Καμπιονάτο!
Αν σε αυτή την τακτική τελειότητα προσθέσει κανείς το ταλέντο κάποιων βασικών μονάδων (με προεξέχοντες φυσικά τους Βιάλι και Μαντσίνι) και το ιδανικό κλίμα μεταξύ διοίκησης, προπονητή και παικτών (σύμφωνα με έναν αστικό θρύλο, οι παίκτες είχαν φτάσει σε σημείο να ορκιστούν σε μια βραδινή έξοδο τους πως κανένας δεν θα αποχωρήσει, δελεασμένος από τις προτάσεις των ‘μεγάλων’ της Ιταλίας, μέχρι τουλάχιστον να πανηγυρίσουν ένα πρωτάθλημα), τότε φτάνει εύκολα στην απάντηση στο πως κατάφερε η Σαμπντόρια να βρίσκεται λίγο πριν από τη σέντρα εκείνου του παιχνιδιού στο Σαν Σίρο μόνη πρώτη, με 3 βαθμούς διαφορά από την Ίντερ. Ένας αγώνας που στη Γένοβα έχει αποκτήσει δικαιολογημένα μυθικές διαστάσεις.
Ξέροντας πως οποιοδήποτε αποτέλεσμα εκτός της νίκης θα είναι ταφόπλακα στη διεκδίκηση του τίτλου, η Ίντερ μπήκε με ορμή στο παιχνίδι και έκλεισε τους φιλοξενούμενους στα καρέ τους. Η πίεση που άσκησε η ομάδα του Τραπατόνι ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και η “μανούλα” στο αμυντικό παιχνίδι Σαμπντόρια, βρέθηκε αρκετές φορές μια ανάσα από το να μαζέψει τη μπάλα από τα δίχτυα της. Κάθε φορά όμως που οι γηπεδούχοι έβρισκαν τρόπο να φτάσουν σε απόσταση βολής, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: “Και αποκρούει ο Τζιανλκούκα Παλιούκα”. Στα 24 του τότε ο Παλιούκα έφτιαχνε ακόμα το όνομα του στο Καμπιονάτο και εκείνο το παιχνίδι βοήθησε όσο κανένα άλλο ώστε να γιγαντωθεί άμεσα η φήμη του (λίγες μόλις εβδομάδες μετά φόρεσε για πρώτη φορά και τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας).
Εκτός από τις αμέτρητες επιθέσεις της Ίντερ και τις πολλές επεμβάσεις του Παλιούκα, ο αγώνας είχε και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συνοδεύουν συνήθως ένα μεσογειακό ματς που κρίνει τίτλο. Μπόλικη ένταση, κάμποσες κάρτες, αρκετές κλωτσιές και αψιμαχίες και… συμμετοχή του κοινού με αντικείμενα και καπνογόνα. Μια από τις φάσεις που είχε όλα τα παραπάνω έλαβε χώρα στα τελευταία λεπτά του πρώτου ημιχρόνου, όταν οι Μαντσίνι και Μπέργκομι διαφώνησαν λίγο έντονα και ο διαιτητής τους έστειλε και τους δυο (κάπως υπερβολικά θα λέγαμε) εκτός αγώνα με κόκκινη. Σε μια τελείως σουρεαλιστική στιγμή, οι δυο παίκτες, που συμπτωματικά ήταν φίλοι εκτός γηπέδων, αποχώρησαν αγκαλιασμένοι, μέχρι που ένα αντικείμενο από το πέταλο, που λογικά είχε στόχο τον Μαντσίνι, πέτυχε τον αρχηγό της Ίντερ στο κεφάλι!
https://youtu.be/9gPMUGKzB4s
Η πολιορκία της Ίντερ συνεχίστηκε και στην επανάληψη αλλά ο Παλιούκα έμοιαζε τόσο άτρωτος που στην ιστορία έμεινε η φράση “ήταν λες και είχε 10 χέρια”. Σαν να μην έφτανε αυτό το πρόβλημα για τους γηπεδούχους, η Σαμπντόρια έδειξε να καθαρίζει την υπόθεση τίτλος στο 60′ όταν και, κόντρα στη ροή του αγώνα, προηγήθηκε με τον Ντοσένα. Η Ίντερ δεν το έβαλε κάτω και η συνεχιζόμενη πίεση της έφερε ένα πέναλτι στο 70′. Ο Λόταρ Ματέους, που είχε να αστοχήσει από τα 11 μέτρα πάνω από δυο χρόνια (μόνο εκείνη τη σεζόν είχε 7/7 εκτελέσεις), πήρε φόρα αλλά η κατάληξη δεν διέφερε σε τίποτα από όλες τις προηγούμενες προσπάθειες της Ίντερ στο συγκεκριμένο ματς: “Και αποκρούει ο Παλιούκα”.
Κάπου εκεί η σεμνή τελετή έλαβε τέλος, αφού όλοι πείστηκαν πως ακόμα κι αν συνεχιζόταν το ματς μέχρι τα μεσάνυχτα, ο Παλιούκα δεν θα δεχόταν γκολ. Λίγο πριν το τέλος ο Βιάλι έβαλε το κερασάκι στην τούρτα πετυχαίνοντας το 18ο γκολ του (τέλειωσε τη σεζόν στην πρώτη θέση των σκόρερ με 19) και με αυτό το ιστορικό 0-2 η Σαμπντόρια αγκάλιασε ουσιαστικά το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Τα στατιστικά του αγώνα περιγράφουν επακριβώς την εικόνα του: 24 σουτ η Ίντερ, 6 η Σαμπ. 13 κόρνερ η Ίντερ, 1 η Σαμπ. 14 αποκρούσεις ο Παλιούκα (!), ούτε μια ο Βάλτερ Ζένγκα. “Ήταν κανονική πολιορκία αλλά ο Παλιούκα έκανε τρομερές επεμβάσεις” θυμάται ο Βιάλι: “Όσο το σκέφτομαι εκείνο το ματς καταλήγω στο ότι ήταν γραφτό να κερδίσουμε το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά”.
Δυο εβδομάδες αργότερα η Σαμπντόρια κατέκτησε και μαθηματικά τον τίτλο νικώντας στο Λουίτζι Φεράρις τη Λέτσε με 3-0. Τα βήματα ανόδου της συνεχίστηκαν και την επόμενη χρονιά όταν έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου και ηττήθηκε στην παράταση από τη Μπαρτσελόνα. Η αποχώρηση του Μπόσκοφ εκείνο το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με τις πωλήσεις αρκετών παικτών, σηματοδότησαν το τέλος της χρυσής περιόδου της ομάδας. Μια περίοδος που σίγουρα δεν θα ξεχάσει κανένας από τους οπαδούς της που την έζησαν.