Ο θρύλος της Μάντσεστερ Σίτι που πέθανε μαζί με τα «μωρά του Μπάσμπι»

Το μεσημέρι της 6ης Φεβρουαρίου 1958 ένα αεροπλάνο της British European Airways προσπάθησε να απογειωθεί από το αεροδρόμιο του Μονάχου με προορισμό το Μάντσεστερ. Λόγω του πάγου και της λάσπης που υπήρχε στον διάδρομο το αεροσκάφος δεν κατάφερε να σηκωθεί στον αέρα. Η ανεξέλεγκτη πορεία του τερματίστηκε σε ένα φράχτη και ένα παρακείμενο σπίτι. Είκοσι τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους είτε στον τόπο του δυστυχήματος, είτε λίγο αργότερα εξαιτίας των τραυμάτων τους. Τους οχτώ εξ αυτών τους ξέρουν όλοι, καθώς μνημονεύονται κάθε χρόνο. Ήταν ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μέλη ενός γκρουπ που έμεινε γνωστό ως «Τα μωρά του Μπάσμπι». Τα υπόλοιπα θύματα έμειναν σε μια σχετική αφάνεια. Ανάμεσα τους ήταν τα μέλη του πληρώματος και κάποιοι φαινομενικά άσημοι επιβάτες. Ένας εξ αυτών που συνόδευε την αποστολή της αγγλικής ομάδας όμως δεν ήταν καθόλου άγνωστος.

Ο Φρανκ Σουίφτ ήταν τότε 44 ετών. Ήταν τεράστιος σε μέγεθος, έμοιαζε άτρωτος και ήταν πάντα πρόσχαρος και αισιόδοξος, αυτό που αποκαλούμε «η ψυχή της παρέας». Παρ’όλα αυτά η ιδέα και μόνο μιας πτήσης του έκοβε κάθε φορά τα πόδια. Οι φοβίες δεν ενδιαφέρονται για τη δύναμη σου ή την υπόλοιπη κοσμοθεωρία σου. Βρίσκουν το ευάλωτο σημείο σου, τρυπώνουν μέσα σου και κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να υποφέρεις. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε θέση στη συγκεκριμένη πτήση γιατί, εκτός από τη φοβία του, δεν ήταν ένας άνθρωπος της Γιουνάιτεντ. Το ακριβώς αντίθετο. Ο Φρανκ Σουίφτ ήταν ένας από τους άλλους.

Μερικοί από τους παίκτες της Γιουνάιτεντ και κάποιο δημοσιογράφοι (ανάμεσα τους και ο Σουίφτ) λίγο πριν την επιβίβαση στο μοιραίο αεροπλάνο

Στα 20 του το όνομα του Σουίφτ ήταν γραμμένο σε αρκετές λίστες ομάδων της 1ης κατηγορίας της Αγγλίας. Ήταν ένα πελώριος τερματοφύλακας (“κάποιες φορές όταν γράπωνε τη μπάλα ήταν σαν να πιάνει ένα μπαλάκι του τένις” έλεγε ένας αντίπαλος επιθετικός), με ένα άνοιγμα χεριών που έμοιαζε σαν να καλύπτει όλη την εστία ενώ είχε κι ένα κάπως καινοτόμο προσόν: Μπορούσε με τα χέρια να βρει με ακρίβεια έναν συμπαίκτη του που βρισκόταν κοντά στο χώρο του κέντρου, κάτι που δεν συνηθιζόταν τότε από τους τερματοφύλακες. Ο σύλλογος που κατάφερε τελικά να τον δελεάσει το καλοκαίρι του 1933 ήταν η Μάντσεστερ Σίτι.

Εκείνα τα χρόνια οι μπλε του Μάντσεστερ ζούσαν μια από τις καλύτερες περιόδους τους. Όχι όμως μόνο αυτοί. Στα 30s oι άνθρωποι σε όλη την Αγγλία διψούσαν για ποδόσφαιρο, τα γήπεδα γέμιζαν κάθε εβδομάδα και τα ρεκόρ προσέλευσης έσπαγαν το ένα μετά το άλλο. Στις αρχές του 1938 στα 6 από τα 14 παιχνίδια κυπέλλου κόπηκαν πάνω από 50.000 εισιτήρια, με τη Σίτι να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με 72.000 θεατές για ένα ματς με τη Μπέρι! Λίγα χρόνια πριν, το Μέιν Ρόουντ φιλοξένησε 84.569 θεατές σε έναν αγώνα των μπλε με τη Στόουκ, ένα ρεκόρ που δεν έχει σπάσει μέχρι και σήμερα (εξαιρουμένου πάντα του Γουέμπλεϊ).

Η Σίτι ήταν μια καλή επιλογή για να γίνεις γνωστός σε πολύ κόσμο και ο Σουίφτ το κατάλαβε σχετικά γρήγορα. Μπορεί το ντεμπούτο του απέναντι στη Ντέρμπι, τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, να ήταν απογοητευτικό, καθώς μάζεψε τέσσερις φορές τη μπάλα από τα δίχτυα του, αλλά η συνέχεια ήταν πολύ καλύτερη. Παρά τα 20 του μόνο χρόνια, ο πανύψηλος πορτιέρο καθιερώθηκε γρήγορα στη βασική ενδεκάδα και για σχεδόν τέσσερα χρόνια δεν έλειψε από ούτε ένα παιχνίδι. Στο διάστημα αυτό πρόλαβε και έζησε συγκινήσεις που άλλοι χρειάζονται μια ολόκληρη καριέρα για να βιώσουν.

Η πρώτη και πιο διάσημη στιγμή του ήρθε στο τέλος της πρώτης του σεζόν. Τον Απρίλιο του 1934 η Σίτι πήγε στο Γουέμπλεϊ με στόχο να κερδίσει το δεύτερο τρόπαιο της ιστορίας της, μετά από το κύπελλο του 1904. Ένα χρόνο πριν είχε φτάσει ξανά στον τελικό του κυπέλλου αλλά εκεί την περίμενε η Έβερτον του ασταμάτητου Ντίξι Ντιν, που επικράτησε με ένα άνετο 3-0. Αυτή τη φορά αντίπαλος θα ήταν η Πόρτσμουθ. Επειδή ο αγωνιστικός χώρος ήταν βρεγμένος ο νεαρός Σουίφτ αντιμετώπισε ένα μεγάλο δίλημμα πριν από την έναρξη: «Πρέπει να φορέσω γάντια ή όχι;» Η απάντηση του ήρθε λίγα λεπτά πριν τη σέντρα όταν παρατήρησε ότι ο αντίπαλος τερματοφύλακας, ένας έμπειρος 35χρονος Σκωτσέζος, είχε επιλέξει να μη φορέσει. Με την παραδοσιακή λογική του “τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, κάτι παραπάνω θα ξέρει” ο Σουίφτ τον μιμήθηκε και μπήκε να παίξει το μεγαλύτερο ματς της καριέρας του χωρίς γάντια.

Μισή ώρα αργότερα μάζευε εκνευρισμένος τη μπάλα από τα δίχτυα του. Το σουτ του εξτρέμ της Πόρτσμουθ δεν ήταν ούτε δυνατό, ούτε τεχνικό. Η βρεγμένη μπάλα όμως έφυγε από τα χέρια του Σουίφτ και γλίστρησε κάτω από το σώμα του. Παρά τις σωτήριες επεμβάσεις που έκανε στη συνέχεια, η ψυχολογία του στο ημίχρονο παρέμενε στα τάρταρα. Για να τον ηρεμήσει ο επιθετικός Φρεντ Τίλσον του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε… σκοπό να πετύχει δυο γκολ στο δεύτερο ημίχρονο, οπότε δεν υπήρχε λόγος να αγχώνεται. Η προφητεία του Τίλσον επιβεβαιώθηκε και χάρη στα γκολ του οι παίκτες της Σίτι πανηγύρισαν στο τέλος την κατάκτηση της κούπας. Όλοι εκτός από έναν. Ο 20χρονος Σουίφτ λιποθύμησε από την ένταση με το που σφύριξε τη λήξη ο διαιτητής! “Σκεφτείτε πόσο περίεργο θέαμα πρέπει να ήμουν, ένας τεράστιος τύπος ξαφνικά να σωριάζεται στο χόρτο εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο και στον Βασιλιά”.

Αυτή ήταν η τελευταία ανώριμη στιγμή της καριέρας του. Με την ψυχολογία στα ύψη μετά από εκείνο το τρόπαιο, ο Σουίφτ εξελίχθηκε σε κανονικό σταρ της εποχής. Ήταν κοινωνικός και χωρατατζής, δεν επηρεαζόταν από όσα του φώναζαν οι αντίπαλοι οπαδοί και μπορούσε να χειριστεί με τρομερή άνεση τους φιλάθλους, τους δημοσιογράφους και τις συνεντεύξεις. Το βασικότερο όλων όμως, ήταν ένας σπουδαίος τερματοφύλακας που ξεχώριζε για τις εμφανίσεις του παρ’ότι αγωνιζόταν σε μια ομάδα που έριχνε όλο της το βάρος στην επίθεση και αδιαφορούσε επιδεικτικά για την άμυνα.

Η αθλητικότητα και η σταθερότητα του τον καθιέρωσαν στις συνειδήσεις του κόσμου και η σεζόν 1936-37 τον πρόσθεσε αυτόματα στη λίστα των θρύλων του συλλόγου. Το κάκιστο ξεκίνημα των μπλε στο πρώτο μισό της χρονιάς ακολουθήθηκε από ένα εκπληκτικό και απρόσμενο σερί στον δεύτερο γύρο. Από τα Χριστούγεννα και έπειτα η Σίτι δεν έχασε ούτε έναν αγώνα και τον Μάιο τελικά πανηγύρισε το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, σε μια διοργάνωση που της επεφύλασσε κι άλλες χαρές αφού ταυτόχρονα η μεγάλη της αντίπαλος στην πόλη υποβιβαζόταν στη 2η κατηγορία!

Η ευτυχία της μπλε πλευράς του Μάντσεστερ κράτησε μόνο ένα χρόνο. Σε ένα ποδόσφαιρο πολύ διαφορετικό από το σημερινό οι ακραίες διακυμάνσεις στην απόδοση ήταν μέρος της ρουτίνας. Δώδεκα μήνες μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος η Σίτι υποβιβαζόταν στη 2η κατηγορία! Και σαν να μην έφτανε αυτό, για να ολοκληρωθεί ο κύκλος των συναισθημάτων, τις ίδιες πάνω-κάτω μέρες η συμπολίτισσα Γιουνάιτεντ εξασφάλιζε την τελευταία στιγμή την επιστροφή της στην πρώτη κατηγορία.

Όταν ο Σουίφτ κρέμασε τα παπούτσια του το 1949, σε ηλικία 36 ετών, το έκανε ως «σημαία» της Μάντσεστερ Σίτι. Στα 16 αυτά χρόνια που έπαιξε μπάλα, δεν φόρεσε ποτέ τη φανέλα άλλης ομάδας και ο μόνος λόγος που οι συμμετοχές του ήταν μόνο 338 είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που του «έκλεψε» έξι χρόνια και μάλιστα τα καλύτερα του: Όταν ο Χίτλερ εισέβαλλε στην Πολωνία ο Φρανκ Σουίφτ ήταν 25 χρονών και ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο του και στην εθνική Αγγλίας.

Αυτό τελικά έγινε ανεπίσημα κατά τη διάρκεια του πολέμου και όταν τελικά αποσύρθηκε, είχε προσθέσει στο βιογραφικό του μια ακόμα διάκριση: Ήταν ο πρώτος τερματοφύλακας στον 20ο αιώνα που φόρεσε το περιβραχιόνιο σε αγώνα της Αγγλίας. Σε γκάλοπ που διενεργήθηκε το 1971, οι συμπατριώτες του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο Άγγλο τερματοφύλακα που είχαν δει ως τότε, λίγο πάνω από τον Γκόρντον Μπανκς που όμως ήταν ακόμα εν ενεργεία. Μέχρι και σήμερα, θεωρείται ένας από τους καλύτερους που έβγαλε το νησί και σίγουρα ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της Σίτι.

Πώς όμως βρέθηκε ένας θρύλος των μπλε στο αεροπλάνο που μετέφερε την αποστολή της Γιουνάιτεντ πίσω στην Αγγλία μετά από τον προημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι; Η απάντηση βρίσκεται σε μια φιλία.

Αρκετά χρόνια μετά την απόσυρση του από τα γήπεδα, ο Σουίφτ αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στη δημοσιογραφία. Η ικανότητα του με τις λέξεις ήταν εξίσου καλή με αυτή που είχε να καπακώνει τη μπάλα με τις μεγάλες παλάμες του και σύντομα βρέθηκε να γράφει άρθρα και ρεπορτάζ για την εφημερίδα News of the World. Όταν τα «μωρά του Μπάσμπι» ξεπετάχτηκαν και κέρδισαν την προσοχή όλης της Αγγλίας, ο Σουίφτ αποφάσισε να καλύψει τις ευρωπαϊκές πορείες τους γιατί, εκτός των άλλων, έτσι θα μπορούσε να είναι κοντά στο φίλο του, τον Ματ Μπάσμπι.

Οι δυο τους ήταν συμπαίκτες για χρόνια στη Σίτι (ο προπονητής της Γιουνάιτεντ είχε παίξει βασικός στον τελικό του 1934 που λιποθύμησε ο τερματοφύλακας του) και η φιλία τους διατηρήθηκε και αργότερα, ακόμα και στα χρόνια του πολέμου όταν συνεργάστηκαν σε διάφορες πειραματικές «All star» ομάδες που φτιάχνονταν τότε για να κρατήσουν ψηλά την ψυχολογία και το ηθικό του κόσμου. Όταν ο Σουίφτ ανακοίνωσε ότι θα κρεμάσει τα γάντια του, ο φίλος του προσπάθησε να τον πείσει να ανακαλέσει, να παρατείνει για λίγο την καριέρα του και να παίξει γι’αυτόν στη Γιουνάιτεντ αλλά ο «Big Fella» (όπως τον φώναζε ο Μπάσμπι) αρνήθηκε γιατί δεν ήθελε να πληγώσει τον κόσμο της Σίτι που τον αγαπούσε.

Η σχέση τους ήταν τόσο καλή που ο Σούιφτ ως δημοσιογράφος κατέληξε να γίνει φίλος και με τους περισσότερους παίκτες του Μπάσμπι, αφού τους ακολουθούσε σε αρκετά από τα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Σε μια εποχή που η αντιπαλότητα των δυο μεγάλων του Μάντσεστερ δεν ξέφευγε ποτέ εκτός ορίων, έφτασε ακόμα και να κάνει μαζί με τους παίκτες των κόκκινων την αναγνωριστική βόλτα στο χόρτο του Μπερναμπέου λίγο πριν τον ημιτελικό με τη Ρεάλ. Την ίδια ακριβώς περίοδο που εκτός από δημοσιογράφος ήταν και πρόεδρος της Λέσχης Υποστηρικτών της Μάντσεστερ Σίτι!

Φωτογραφία από την κηδεία του Σουίφτ

Πενήντα χρόνια μετά από τη μέρα που το αεροπλάνο που μετέφερε τη Γιουνάιτεντ αλλά και τον θρύλο της Σίτι δεν κατάφερε ποτέ να απογειωθεί (ο Σουίφτ ήταν ένας από τους τρεις που δεν πέθαναν ακαριαία τη στιγμή της πρόσκρουσης, άφησε την τελευταία του πνοή λίγη ώρα αργότερα στο δρόμο για το νοσοκομείο) το αγωνιστικό πρόγραμμα έστειλε το ντέρμπι του Μάντσεστερ λίγες μέρες μετά την επέτειο της τραγωδίας.

Στις 10 Φεβρουαρίου 2008 η Γιουνάιτεντ του Άλεξ Φέργκιουσον υποδέχτηκε τη Σίτι του Σβεν Γκόραν Έρικσον, που ακόμα δεν βρισκόταν υπό αραβική κατοχή. Για αρκετές μέρες το βασικό θέμα συζήτησης ήταν αν θα σεβαστούν οι φιλοξενούμενοι οπαδοί το λεπτό της σιγής, καθώς ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν οι γνωστοί ηλίθιοι που υπάρχουν σε κάθε ομάδα είχαν φωνάξει εμετικά συνθήματα. Η μέρα έφτασε, οι δυο ομάδες μπήκαν στο γήπεδο φορώντας μάλιστα ειδικές ρετρό φανέλες που θύμιζαν αυτές που φορούσαν οι αντίστοιχες ομάδες του 1958 και για ένα ιστορικό λεπτό στο Όλντ Τράφορντ δεν ακούστηκε κιχ. Περισσότεροι από 75.000 άνθρωποι ήταν όρθιοι, αμίλητοι και με υψωμένα τα κασκόλ τους, είτε αυτά ήταν μπλε, είτε κόκκινα. Όταν το λεπτό ολοκληρώθηκε, οι οπαδοί της Σίτι άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά “Υπάρχει μόνο ένας Φρανκ Σουίφτ”. Όλο το υπόλοιπο γήπεδο τους χειροκρότησε.