“Τους τελευταίους μήνες η Ζούλτε Βάρεγκεμ δεν έχει καταφέρει να πιάσει τους αγωνιστικούς στόχους που έχει θέσει, γι’αυτό και μετά από αρκετές συζητήσεις μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων αποφασίστηκε ότι μια αλλαγή ηγεσίας είναι απαραίτητη. Μετά από κοινή απόφαση με τον Φράνκι Ντούρι ο σύλλογος λέει αντίο σε έναν προπονητή που έχει καταφέρει τόσα πολλά τα τελευταία 20 χρόνια.”
Με αυτή την ανακοίνωση η Ζούλτε ενημέρωσε την Παρασκευή τον κόσμο της ότι διακόπτει τη συνεργασία της με τον Φράνκι Ντούρι. Σε αυτό το σημείο πιθανόν θα αναρωτηθείτε, και δικαίως: “Και τι μας νοιάζει εμάς που μια αδιάφορη βελγική ομάδα άλλαξε προπονητή;”. Μια μικρή εξιστόρηση της πορείας και των κατορθωμάτων του στον πάγκο του συγκεκριμένου συλλόγου ελπίζουμε πως θα απαντήσει στο ερώτημα αυτό.
Η ιστορία μας ξεκινάει το 1990 όταν η ερασιτεχνική τότε Ζούλτσε ΒΒ από τη μικρή πόλη Βάρεγκεμ αγωνιζόταν στην 5η κατηγορία και ο Φράνκι Ντούρι ήταν ένας άσημος επιθεωρητής στο αστυνομικό τμήμα της γειτονικής Γάνδης. Ο 33χρονος τότε αστυνομικός δεν είχε καταφέρει να κάνει την ποδοσφαιρική καριέρα που πάντα ονειρευόταν και ο μόνος του τρόπος να κρατήσει μια επαφή με το αγαπημένο του σπορ ήταν να ασχοληθεί με την προπονητική, έστω και σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Αν και μέχρι τότε η πορεία του στο τοπικό δεν άφηνε μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον, το ‘πάντρεμα’ με τη Ζούλτσε/Ζούλτε αποδείχτηκε ιδανικό και έμελλε να είναι αυτό που άλλαξε και τη ζωή του.
Μέσα στην πρώτη πενταετία του στη Βάρεγκεμ, ο Ντούρι οδήγησε την ομάδα στην 3η κατηγορία, εκεί που την βρήκε το 2001 και η συγχώνευση που έγινε με την ΚΣΒ Βάρεγκεμ, από την οποία προέκυψε τελικά η Ζούλτε Βάρεγκεμ. Ο Ντούρι παρέμεινε προπονητής στη νέα ομάδα και συνέχισε το έργο του με ακόμα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Η αρχή έγινε με την άνοδο στη 2η κατηγορία στην πρώτη κιόλας σεζόν του νέου συλλόγου και συνοδεύτηκε λίγα χρόνια μετά από την πρώτη ιστορική εμφάνιση του στην 1η κατηγορία του Βελγίου. Κι αν το να πάρεις μια ομάδα ερασιτεχνών από τα τοπικά των τοπικών και να την οδηγήσεις στην 1η κατηγορία και στο φουλ επαγγελματικό ποδόσφαιρο ακούγεται ήδη αρκετό για να σε μετατρέψει σε θρύλο της περιοχής, όπως αποδείχτηκε ο Ντούρι απλά… ζεσταινόταν έως τότε.
“Όταν ανεβήκαμε πρώτη φορά στην 1η κατηγορία, όλοι πίστευαν ότι θα υποβιβαστούμε αμέσως, γιατί σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εμείς ήμασταν κατά βάση μια ερασιτεχνική ομάδα” θυμάται ο Ντούρι και εξηγεί: “Το μπάτζετ μας ήταν πολύ μικρό και το προσωπικό που είχαμε ήταν ελάχιστο. Στο προπονητικό τιμ μας ήμουν εγώ, ένας βοηθός μου και ο προπονητής τερματοφυλάκων. Οπότε έπρεπε να κάνω σχεδόν τα πάντα μόνος και να προσέχουμε πάρα πολύ τα χρήματα που ξοδεύουμε.”
Σε όλη αυτή την πορεία ο Ντούρι δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει δυο δουλειές ταυτόχρονα, αφού το πενιχρό εισόδημα από το ποδόσφαιρο δεν του επέτρεπε να ζήσει. Έτσι, τα πρωινά δούλευε κανονικά στο γραφείο του στη Γάνδη, εξιχνιάζοντας κατά κύριο λόγο ληστείες, και μετά το σχόλασμα πήγαινε στο Βάρεγκεμ για να προλάβει την απογευματινή προπόνηση, που γινόταν σταθερά στις 17.30 ώστε, εκτός από τον προπονητή, να την προλαβαίνουν και οι ποδοσφαιριστές του συλλόγου, που επίσης έκαναν άλλη δουλειά για να επιβιώσουν. Στην ομάδα εκείνη την περίοδο πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν ένας ασφαλιστής, ένας δάσκαλος, ένας υπάλληλος τράπεζας, ένας τσαγκάρης, ένας εργάτης σε οικοδομές κι ένας ξυλουργός.
Παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες και το τεράστιο μειονέκτημα που είχαν απέναντι στις υπόλοιπες ομάδες, η Ζούλτε όχι μόνο δεν απειλήθηκε με υποβιβασμό αλλά έφτασε μέχρι και τον τελικό του κυπέλλου, το οποίο και, προς έκπληξη όλων, κατέκτησε με τον πιο παραμυθένιο τρόπο: Με ένα γκολ στις καθυστερήσεις. Χάρη στο γκολ εκείνο απέναντι στην Εξελσιόρ, η Ζούλτε έγινε η πρώτη ομάδα στο Βέλγιο που κερδίζει το κύπελλο ενώ έχει μόλις ανέβει στην 1η κατηγορία και ταυτόχρονα κέρδισε και την έξοδο της στην Ευρώπη. “Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είμαστε έτοιμοι για να παίξουμε σε ευρωπαική διοργάνωση αλλά θα πάμε κι ό,τι γίνει” σημείωνε μετά το τέλος του τελικού ο Βέλγος τεχνικός, για να διαψευστεί πανηγυρικά λίγους μήνες μετά από τον ίδιο και τους παίκτες του.
Μια άγνωστη βελγική ομάδα με πολλούς ερασιτέχνες παίκτες και προπονητή έναν αστυνομικό που για να ταξιδέψει εκτός συνόρων για τα ευρωπαικά παιχνίδια έπαιρνε ρεπό από την υπηρεσία του, κατάφερε να αποκλείσει στον προκριματικό του ΟΥΕΦΑ την Λοκομοτίβ Μόσχας και να περάσει στους ομίλους. Εκεί ο Ντούρι συνέχισε τα θαύματα του και οδήγησε την ομάδα του στα νοκ άουτ, τερματίζοντας στην 3η θέση σε έναν όμιλο που είχε ακόμα τον Άγιαξ, την Εσπανιόλ, την Αούστρια Βιέννης και τη Σπάρτα Πράγας. Το ευρωπαικό ταξίδι έλαβε τέλος τον Φλεβάρη στη φάση των 32, όταν απέναντι τους βρέθηκε η Νιούκαστλ του Μίλνερ, του Μπατ, του Σολάνο και του Ομπαφέμι Μάρτινς (1-3 στο Βέλγιο και ήττα 1-0 στην Αγγλία).
Η αναπάντεχη πορεία στην Ευρώπη ανάγκασε τους πάντες να αποδεχτούν ότι η ομάδα πρέπει να ανεβάσει το επίπεδο οργάνωσης της και να γίνει επιτέλους επαγγελματική. Μετά από 17 σχεδόν χρόνια στον πάγκο της, ο Ντούρι υπέγραψε για πρώτη φορά επαγγελματικό συμβόλαιο και παρέδωσε το σήμα του στην αστυνομία. “Πέρσι πιστεύαμε ότι μπορεί και να τα βγάλουμε πέρα βλέποντας το ποδόσφαιρο ως δουλειά μερικής απασχόλησης αλλά τελικά αποδείχτηκε πολύ δύσκολο. Για παράδειγμα, ήθελαν οι παίκτες να κάνουν εξτρά προπόνηση στα φάουλ και δεν είχαν καθόλου χρόνο. Από τη νέα χρονιά θα κάνουμε πλέον προπονήσεις και το πρωί.”
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Ζούλτε καθιερώθηκε στην 1η κατηγορία του Βελγίου, προώθησε αρκετά νέα ταλέντα αφού στηριζόταν αρκετά στην εγχώρια παραγωγή, τερμάτισε τρεις φορές μέσα στην πρώτη 5αδα, έπαιξε σε δυο ακόμα τελικούς κυπέλλου κερδίζοντας ένα ακόμα κύπελλο το 2017, έπαιξε τρεις επιπλέον φορές στο Γιουρόπα Λιγκ (όπου και σημείωσε νίκες επί της Λάτσιο και της Γουίγκαν) και μια φορά στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ και έφτασε πάρα πολύ κοντά σε ένα πρωτάθλημα τη σεζόν 2012-13, όταν και τερμάτισε πίσω από την Άντερλεχτ σε μια διοργάνωση που κρίθηκε στο τελευταίο παιχνίδι των πλέι οφ. Με τη διαφορά των δυο ομάδων στους δυο πόντους η Ζούλτε προηγήθηκε μέσα στην έδρα της Άντερλεχτ στο 57′ αλλά ισοφαρίστηκε στο 59′, αφήνοντας στους φίλους της τη γλυκόπικρη γεύση του “ήμασταν πρωταθλητές για 2 λεπτά”.
Τα πανηγύρια για το Κύπελλο του 2017
Σε όλη αυτή τη μαγική πορεία, ο Φράνκι Ντούρι, που ψηφίστηκε δυο φορές καλύτερος Βέλγος προπονητής, έλειψε από τον πάγκο της ομάδας μόνο για 1,5 χρόνο, την περίοδο 2010-2011, όταν και δοκίμασε την τύχη του αρχικά στη Γάνδη και στη συνέχεια στην εθνική U21 του Βελγίου, χωρίς όμως κάποια επιτυχία. Έχοντας κλείσει τα 64 πλέον, ο Βέλγος είχε ανακοινώσει το καλοκαίρι ότι αυτή θα ήταν η τελευταία του σεζόν στον πάγκο του συλλόγου τον οποίο υπηρετεί σχεδόν τριάντα χρόνια και με τον οποίο δέθηκε τόσο που υπέγραψε το 2012 δεκαετές συμβόλαιο!
Τα άσχημα αποτελέσματα και η κακή βαθμολογική θέση της ομάδας στο φετινό βελγικό πρωτάθλημα (είναι 16η, ένα βαθμό πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού) έφεραν γκρίνιες από την κερκίδα, προκάλεσαν την πρόωρη αποχώρηση του και δεν του επέτρεψαν να αποσυρθεί όπως θα ήθελε. Ο άσχημος αυτός επίλογος δεν γίνεται πάντως να σβήσει την ιστορία ενός ανθρώπου που κάνοντας δυο δουλειές για πολλά χρόνια, πήρε κάτι ερασιτέχνες τύπους από τα χωράφια του Βελγίου, που κάποιες φορές δεν προλάβαιναν να κάνουν προπόνηση γιατί έκαναν υπερωρίες στην κανονική τους δουλειά, τους έκανε γνωστούς σε όλη τη χώρα και τους έφτασε ως τα νοκ άουτ του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.