Το Γιούρο του 1996, θεωρείται από πολλούς φίλους του ποδοσφαίρου, ως ακόμα μία αποτυχία της εθνικής Αγγλίας για να φτάσει στην κορυφή κάποιας διοργάνωσης. Η αποτυχία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν συνυπολογίσουμε πως η διοργάνωση διεξήχθη στα γήπεδα της χώρας. Εκεί δηλαδή όπου οι Άγγλοι είχαν στεφθεί παγκόσμιοι πρωταθλητές το μακρινό 1966. Η Αγγλία κατέβηκε με μια σπουδαία φουρνιά παικτών. Είχε τον Τέρι Βέναμπλς, στον πάγκο και τους πιστούς Άγγλους φιλάθλους στο πλευρό της. Τα πάντα βρίσκονταν σε ισορροπία. Η ομάδα θα έφτανε -εύκολα ή δύσκολα- στην κατάκτηση του τροπαίου. Το σενάριο είχε ήδη γραφτεί από τους Άγγλους δημοσιογράφους. Το μόνο που έλειπε -γι’ ακόμη μια φορά- ήταν να διαψευστεί εντός των τεσσάρων γραμμών. Όπως και τελικά έγινε. Αδίκως, αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Αν υπήρξε ένα παιχνίδι που να έδειξε τον δρόμο προς την λαμπερή κούπα, γεμίζοντας παράλληλα με όνειρα τους -πάντα φιλόδοξους και εκτός πραγματικότητας πολλές φορές- Άγγλους, αυτό δεν ήταν άλλο από εκείνο απέναντι στην Ολλανδία, για την τρίτη αγωνιστική, της φάσης των ομίλων. Ο πρώτος «τελικός», και για τις δύο ομάδες, για να μπορέσουν να συνεχίσουν στη διοργάνωση.
Η Αγγλία είχε φέρει ισοπαλία 1-1 με την Ελβετία και είχε κερδίσει την Σκωτία με 2-0. Με τους Ολλανδούς να έχουν κερδίσει τους Ελβετούς, με 2-0, και να έχουν μείνει στο 0-0 με τους Σκωτσέζους, τα πράγματα ήταν απλούστερα του απλού, για την τελευταία αγωνιστική, και με τις δύο ομάδες στους 4 βαθμούς: Η Αγγλία, για να μην προκριθεί, θα έπρεπε να ηττηθεί, και η Ελβετία να κερδίσει την Σκωτία, καλύπτοντας και την διαφορά των γκολ. Η Ολλανδία θα έμενε εκτός των νοκ άουτ, αν φυσικά έχανε, και η Σκωτία κέρδιζε την ίδια ώρα την Ελβετία, καλύπτοντας και αυτή την συνολική διαφορά των γκολ του ομίλου. Πολλοί ήταν αυτοί που μιλούσαν για ένα βαρετό παιχνίδι, που θα έληγε στην ισοπαλία, δίνοντας και στις δύο ομάδες το εισιτήριο για την τελική οχτάδα σε ένα «μαγείρεμα» από αυτά που έχουμε δει αρκετές φορές σε διεθνείς, και εγχώριες, διοργανώσεις. Όλοι φυσικά λογάριαζαν χωρίς τους δύο προπονητές και τους παίκτες των δύο ομάδων. Στις 18 Ιουνίου, το παιχνίδι του Γουέμπλεϊ, έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες παραστάσεις στην ιστορία των «Τριών Λιονταριών», απέναντι μάλιστα, σε μια ομάδα που διέθετε σπουδαίο ταλέντο και βαριά φανέλα, πολλούς παίκτες του σπουδαίου Άγιαξ της εποχής, αλλά, δυστυχώς, και μια ομάδα καλυμμένη από ένα «πέπλο μυστηρίου», το οποίο έπεφτε πάνω στον προπονητή της, και είχε χωρίσει, σε δύο στρατόπεδα, τους λευκούς και τους μαύρους ποδοσφαιριστές της.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν νωρίς, λίγες μέρες πριν την έναρξη του Γιούρο, όταν πολλοί έμπειροι παίκτες της ομάδας είδαν να φουσκώνουν υπερβολικά, σε πλήρη αντίθεση με τους δικούς τους μισθούς, οι μισθοί τεσσάρων παικτών του Άγιαξ. Όλοι τους «σκούρου» δέρματος. Οι Έντγκαρ Ντάβιντς, Ουίνστον Μπογκάρντε, Πάτρικ Κλάιφερτ και Κλάρενς Ζέεντορφ είχαν βρεθεί, άθελά τους, πιο ψηλά -στο Ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο- από άλλους σπουδαίους αστέρες, όπως ο Ντένις Μπέργκαμπ, ο Ζόρντι Κρόιφ και ο Ντάνι Μπλιντ. Ο αρχηγός της ομάδας μάλιστα, είχε προλάβει να συγκρουστεί με τον Ντάβιντς, πριν αρχίσουν τα επίσημα παιχνίδια, με τον τελευταίο να θεωρεί ανοικτά πως ο αρχηγός του Άγιαξ, αλλά και της Ολλανδίας, δεν άξιζε να έχει τόσο ηγετικό ρόλο στην ομάδα, μιας και η νέα φουρνιά ήταν πανέτοιμη να πάρει αυτή την ηγεσία. Εντός αλλά και εκτός γηπέδου. Ο ίδιος ο Ντάβιντς είχε μιλήσει περί κλίκας, στην ομάδα, αμέσως μετά το παιχνίδι μπαράζ του Άνφιλντ με τους Ιρλανδούς, για τα προκριματικά (το παιχνίδι που η Ολλανδία είχε σφραγίσει το εισιτήριο για τα γήπεδα της Αγγλίας επικρατώντας με 2-0), με τον προπονητή της ομάδας, Γκους Χίντινγκ, να σκέφτεται ακόμα και να μη τον συμπεριλάβει στην αποστολή για την τελική φάση. Κάτι που όπως παραδέχτηκε λίγο καιρό αργότερα, θα έπρεπε να το είχε κάνει, βάζοντας στην άκρη το ταλέντο του παίκτη και φέρνοντας στην επιφάνεια τον προβληματικό του χαρακτήρα.
Οι κακές σχέσεις, δυστυχώς, συνεχίστηκαν και με την έναρξη του τουρνουά, με τους νεαρούς παίκτες του Άγιαξ να έχουν τον αέρα του σούπερ σταρ που έφτασε σε τόσο νεαρή ηλικία σε δύο σερί τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ, αναγκάζοντας παράλληλα τα μεγαθήρια της Ευρώπης να ασχοληθούν μαζί του. Άσκησαν, με μπροστάρη και πάλι τον Ντάβιντς, δριμεία κριτική στον Ντένις Μπέργκαμπ για το στυλ παιχνιδιού του, λέγοντάς του ανοικτά, πως, για το καλό της ομάδας, θα έπρεπε να λειτουργεί, ακριβώς, όπως ο «δικός τους» Γιάρι Λιτμάνεν στον Άγιαξ. Φυσικά και ο Ολλανδός σούπερ σταρ/επιθετικός πέρασε αμέσως στην αντεπίθεση. «Θα παίζω όπως γουστάρω και εσείς θα με ακολουθείτε. Αν σας αρέσει», τους είπε γεμάτος περηφάνια, και αλαζονεία, εν μέσω μιας προπόνησης, με τον Χίντινγκ να τάσσεται αμέσως υπέρ του, στέλνοντας τον Ντάβιντς για πρόωρο (κρύο) ντους. H ομάδα μόλις είχε γίνει και επισήμως μπάχαλο.
Όταν μάλιστα διέρρευσε και μια φωτογραφία που έδειχνε τους παίκτες να είναι χωρισμένοι, σε μαύρους και λευκούς, σε κάποιο δείπνο, μετά από προπόνηση της ομάδας, σε διαφορετικά μάλιστα τραπέζια, έγινε ολοφάνερη η κρίση, με τον σκληρότερο τρόπο. Το πρόβλημα που όντως υπήρχε και που κανένας δεν μπορούσε -ή δεν ήθελε- να το λύσει ήταν εδώ, και βροντοφώναζε παρόν. Κανείς δεν έδειχνε φυσικά να έχει διάθεση να το ακούσει. Σύμφωνα με τον μέσο του Άγιαξ και μέλος εκείνης της Ολλανδίας, Ρίτσαρντ Βίτσγκε, η αιτία αυτού του «σχίσματος» και η ρατσιστική συμπεριφορά που όντως αναπτύχθηκε, δεν είχε να κάνει με το χρώμα του δέρματος αλλά με το βάρος της τσέπης των παικτών, μπερδεύοντας κι άλλο την κατάσταση στο στρατόπεδο των Ολλανδών. Ο Χιντινγκ, προσπάθησε να εξομαλύνει την ένταση, αποφασίζοντας, επιτέλους, να στείλει τον «επαναστάτη» Ντάβιντς στο σπίτι του, τις παραμονές του κρίσιμου αγώνα με τους Άγγλους. Τα πράγματα φυσικά και έγιναν χειρότερα.
Οι Ολλανδοί έδειχναν σε «κατάσταση γκρογκύ». Όπως ο πυγμάχος δηλαδή που έχει δεχτεί αμέτρητα χτυπήματα και παραπατά ζαλισμένος στο ρινγκ, μη μπορώντας να ελέγξει χέρια, ανάσες και πόδια. Το μόνο που απέμενε ήταν το τελειωτικό χτύπημα των Άγγλων, έτσι ώστε ο αντίπαλος να βγει νοκ άουτ και να ακουστεί το καμπανάκι του τέλους. Και αυτό το «χτύπημα» ήρθε απ’ τον Βέναμπλς σε μια κίνηση τακτικής που οδήγησε τους «Οράνιε» σε μια ταπεινωτική ήττα και τους Άγγλους στο θρίαμβο. O ίδιος μας το εξηγεί στην αυτοβιογραφία του. «Οι Ολλανδοί έπαιζαν με τριάδα στην άμυνα και ο Χίντινγκ γνώριζε πολύ καλά το σύστημά μας. Ήταν 4-4-2 (απίστευτο έτσι;), με τον Σέρινγχαμ να κινείται λίγο πίσω απ’ τον Σίρερ, και τους τέσσερις μέσους μας, σε ευθεία. Έτσι, πριν το ματς, αποφάσισα να το αλλάξω αυτό για να τους μπερδέψω. Αν είχα παρατάξει την ομάδα με αυτό το σύστημα, όπως δηλαδή στους δύο προηγούμενους αγώνες, οι Ολλανδοί, λογικά, θα μας είχαν πνίξει. Μπήκα στα αποδυτήρια και τους είπα. Θα παίξουμε 4-3-3. Το έχουμε δοκιμάσει στις προπονήσεις, καιρός να το κάνουμε και στο γήπεδο».
Το κέντρο των Άγγλων ξαφνικά έδειχνε υπερβολικά μοντέρνο, και ευέλικτο, με τους Γκασκόιν, Ινς και Άντερτον να χορεύουν, με την επιθετική τριπλέτα να αποτελείται από τον Σίρερ, στην κορυφή, έχοντας τους ΜακΜάναμαν και Σέρινγχαμ να βγαίνουν στα «φτερά» και να δημιουργούν συνεχώς ρήγματα. Οι Ολλανδοί τα έχασαν βλέποντας τα συνεχόμενα ανεβάσματα των Άγγλων, που γέμιζαν συνεχώς την περιοχή με τέσσερις και πέντε παίκτες. Ο Χίντινγκ αποφάσισε να κατεβάσει ακόμα ένα παίκτη από τον άξονα πιο κοντά στον λίμπερο Μπλιντ για να μπαλώσει τις όποιες τρύπες, και κάπου εκεί χάθηκε κάθε ισορροπία στις αποστάσεις των γραμμών των Ολλανδών. Οι Άγγλοι έπαιζαν αέρινα, σαν Ολλανδοί, και η νίκη φάνταζε ξαφνικά σίγουρη. Τελικά η νίκη ήρθε πανηγυρικά.
Δύο γκολ από τον Σίρερ και δύο από τον Σέρινγχαμ (4-1 το τελικό σκορ με τον Κλάιφερτ) έστειλαν τους Άγγλους στην τελική οχτάδα, με τους Ολλανδούς να φεύγουν ταπεινωμένοι απ’ το γήπεδο αλλά να περνούν στην επόμενη φάση με το 1-0 της Σκωτίας απέναντι στην Ελβετία. Απ’ την άλλη, η κακή απόδοση του αρχηγού, και ηγέτη της άμυνας, Ντάνι Μπλιντ, άνοιγε εκ νέου συζητήσεις για το πόσο ήταν ικανός να ηγηθεί, και αν τελικά ο «αδικημένος» Ντάβιντς είχε δίκιο. Την ίδια ώρα οι Άγγλοι έγραφαν στις εφημερίδες διθυραμβικές λεζάντες, ξεθάβοντας το 8-2 του ’46, και παρουσιάζοντας τη νίκη ως τη μεγαλύτερη απ’ τα χρόνια του Τσάρλτον, και την ομάδα των 60s, πιστεύοντας -επιτέλους- πως είχε φτάσει η ώρα και για την Ευρωπαϊκή πρωτιά. Δυστυχώς για τους ίδιους, γι’ ακόμα μία φόρα, οι λεζάντες έμειναν στις καλένδες, αλλά για τους λάθους λόγους, μετά το χαμένο, και διάσημο πλέον, παιχνίδι με τους Γερμανούς, στα πέναλτι.
Με το Nations League να έχει φτάσει στην τελική του φάση, Αγγλία και Ολλανδία θα βρεθούν αντιμέτωπες στο Γκιμαράες στον δεύτερο ημιτελικό της διοργάνωσης, με τον νικητή να παίρνει και το εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό στις 9 Ιουνίου. Εκεί που θα περιμένει μία εκ των Πορτογαλία και Ελβετία. Τελευταία φορά που οι δύο ομάδες τέθηκαν αντιμέτωπες ήταν στις 23 Μαρτίου του ’18, σε φιλική αναμέτρηση, στο Γιόχαν Κρόιφ Αρένα του Άμστερνταμ, με τους Άγγλους να φεύγουν νικητές, με 1-0, με το γκολ του Λίνγκαρντ. Με το ίδιο σκορ είχε λήξει και η πρώτη αναμέτρηση των δύο ομάδων, το 1935, και πάλι στο Άμστερνταμ, με σκόρερ, στο ντεμπούτο του με την εθνική, τον σπουδαίο επιθετικό της Πόρτσμουθ, Φρεντ Γουόραλ. Από τότε βέβαια έχουν αλλάξει πολλά τόσο για τις δύο ομάδες όσο και για το ίδιο το άθλημα. Για την ιστορία, οι δύο ομάδες έχουν αγωνιστεί η μία κόντρα στην άλλη 21 φορές, έχοντας 9 ισοπαλίες και από 6 νίκες και ήττες.