Ήταν Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 1875 όταν σε ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Εδιμβούργου, στα νότια της πόλης, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι άφησαν τη ζεστασιά των σπιτιών τους για να παρευρεθούν σε ένα πρωτοφανές για την πόλη γεγονός. Σε μια ανοιχτωσιά του πάρκου είχαν τοποθετηθεί δυο εστίες, που περιλάμβαναν ένα απλό σκοινί τοποθετημένο σε ένα σχετικό ύψος που ένωνε δυο όρθια, ξύλινα δοκάρια. Δίχτυα, διαγραμμίσεις και λοιπές σύγχρονες λεπτομέρειες δεν υπήρχαν, γι’αυτό και σε αρκετά σημεία οι θεατές στέκονταν ακόμα και εντός του υποτιθέμενου αγωνιστικού χώρου.
Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας σε εκείνα τα μέρη δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο εκείνη την περίοδο, καθώς το νεοσύστατο παιχνίδι αποκτούσε χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερους φίλους. Όποιος ήθελε να παίξει μπάλα σε κάποιο από τα πάρκα της πόλης έπρεπε απλά να ξυπνήσει νωρίς, να μαζέψει όσους περισσότερους γνωστούς μπορεί και να καπαρώσει το χώρο που τον ενδιέφερε μέχρι την ώρα της προγραμματισμένης σέντρας. Όπως πιθανόν έχουν ζήσει αρκετοί από εμάς ως παιδιά, αυτή η εύκολα παρεξηγήσημη διαδικασία πολλές φορές κατέληγε σε ομηρικούς καυγάδες που, όπως καταγράφονται σε ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, περιλάμβαναν ακόμα και καταστάσεις που χαιδευτικά αποκαλούμε… κλωτσομπουνίδια.
Σκίτσο του Φρανκ Μπόιλ από την πρώτη αναμέτρηση των δυο ομάδων. Στα αριστερά Ιρλανδοί εργάτες του σιδηρόδρομου-υποστηρικτές της Χιμπέρνιαν ενώ στα δεξιά ξεχωρίζει με τη σκάλα ένας περαστικός φανοκόρος, που η δουλειά του ήταν να ανάβει κάθε απόγευμα τις λάμπες της πόλης
Εκείνα τα Χριστούγεννα όμως δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση για το ποιος είχε δικαίωμα να παίξει σε εκείνο το πάρκο. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά ο αγώνας που είχε προγραμματιστεί δεν αφορούσε απλά δυο τυχαίες παρέες αλλά δυο κανονικές, επίσημες ομάδες, που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα στην πόλη. Από τη μια πλευρά ήταν η Χαρτ οφ Μιντλόθιαν, γνωστότερη και ως Χαρτς, ένας σύλλογος που είχε δημιουργηθεί ένα χρόνο πριν από μια παρέα φίλων που σύχναζαν σε ένα συγκεκριμένο κλαμπ χορού της πόλης. Από την άλλη ήταν η Χιμπέρνιαν, μια ομάδα που μετρούσε μόλις τέσσερις μήνες ζωής, μήνες κατά τους οποίους οι ποδοσφαιριστές της έπαιζαν μόνο μεταξύ τους αφού καμία άλλη ομάδα της χώρας δεν δεχόταν να τους αντιμετωπίσει.
Για την περιθωριοποίηση αυτή υπεύθυνη ήταν η ιρλανδική καταγωγή όλων των μελών του συλλόγου, που κατ’επέκταση είχαν επιλέξει ως χρώμα το πράσινο, ως όνομα το Χιμπέρνιαν (που είναι η αρχαία ονομασία της Ιρλανδίας) και ως μότο το «Erin Go Bragh» που σημαίνει “Ιρλανδία για πάντα”. Η οικονομική ελίτ της εποχής, που κυριαρχούσε στο παιχνίδι σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της άνθησης του στη Μεγάλη Βρετανία, αρνιόταν να μοιραστεί τον αγωνιστικό χώρο με μια ομάδα της λαϊκής τάξης, που απαρτιζόταν κατά βάση από απλούς εργάτες και τεχνίτες. Κάπως έτσι οι Ιρλανδοί μετανάστες του Εδιμβούργου είχαν μεν έναν κανονικό σύλλογο για να τους ενώνει αλλά δεν είχαν αντίπαλο να παίξουν, αφού η σκωτσέζικη ποδοσφαιρική ομοσπονδία δεν τους δεχόταν ως μέλη της.
Όλα αυτά μέχρι το χειμώνα εκείνης της χρονιάς όταν για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί (το πιθανότερο είναι ότι πρυτάνευσε η λογική που έλεγε ότι είναι καλό και για την ίδια να υπάρχει στην ίδια πόλη μια ακόμα ομάδα για να τεστάρει τη δύναμη της, καθώς οι μετακινήσεις σε άλλες πόλεις εκείνη την εποχή κόστιζαν πολύ και από άποψη χρημάτων και από άποψη χρόνου) η Χαρτς επέλεξε να παραβλέψει τις συστάσεις των υπολοίπων και να αντιμετωπίσει τη νέα ομάδα της πρωτεύουσας, που έμελλε να γίνει το τοπικό αντίπαλο δέος της.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες από εκείνο το ιστορικό πρώτο ντέρμπι του Εδιμβούργου, ξέρουμε όμως ότι η Χαρτς αγωνίστηκε τα πρώτα 20′ με οχτώ παίκτες, γιατί οι υπόλοιποι τρεις καθυστέρησαν να φτάσουν στο πάρκο στη συμφωνημένη ώρα, ότι ο τερματοφύλακας της, ονόματι Τζέικ Ρέιντ, ήταν γνωστός και ως “τριδάχτυλος” αφού του έλειπαν δυο δάχτυλα από το αριστερό χέρι και ότι η πιο έμπειρη Χαρτς τελικά επικράτησε με το φτωχό 1-0, σε έναν αγώνα που όπως οι περισσότεροι εκείνης της εποχής δεν είχε πολλές πάσες.
Σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, η Χαρτς και η Χιμπέρνιαν συνεχίζουν να αποτελούν το λόγο που το Εδιμβούργο χωρίζεται κάποιες μέρες στα δυο. Αυτή την εβδομάδα μάλιστα χωρίστηκε δυο φορές, αφού το προηγούμενο σαββατοκύριακο οι δυο ομάδες βρέθηκαν αντίπαλες για το πρωτάθλημα και την Κυριακή θα αναμετρηθούν ξανά, αυτή τη φορά για τα ημιτελικά του Κυπέλλου Σκωτίας. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς του αθλήματος, πρόκειται για το δεύτερο πιο παλιό ντέρμπι του πλανήτη που διεξάγεται ακόμα τακτικά, πίσω μόνο από το μεγάλο παιχνίδι του Νότιγχαμ, μεταξύ της Φόρεστ και της Νοτς Κάουντι. Μιλάμε για μια αναμέτρηση που έχει διεξαχθεί συνολικά περισσότερες από 650 φορές με την ιστορικά πιο δυνατή Χαρτς να επικρατεί σχεδόν τις μισές.
Η χρυσή, ποδοσφαιρική εποχή της πόλης εντοπίζεται λίγο μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν και οι δυο σύλλογοι πρωταγωνιστούσαν στο εγχώριο ποδόσφαιρο και τα ντέρμπι τους συγκέντρωναν πλήθη που ξεπερνούσαν τους 65.000 ανθρώπους. Τα σκαμπανεβάσματα φυσικά δεν έλειψαν και ουκ ολίγες χρονιές μια από τις δυο ομάδες της πόλης αγωνιζόταν στην δεύτερη κατηγορία, με σημείο ναδίρ στην ιστορία του ντέρμπι τη σεζόν 2014-15 όταν για πρώτη και μοναδική φορά το παιχνίδι διεξήχθη στα πλαίσια της δεύτερης κατηγορίας.
Η αντιπαλότητα των δυο πλευρών είναι μεγάλη αλλά σε αντίθεση με το πολύ πιο διάσημο ντέρμπι της Γλασκώβης, σπάνια η κατάσταση ξεφεύγει από τα όρια. Οι μεν αντιπαθούν τους δε αλλά το μίσος δεν πηγάζει από κάποια άλλη, μη αθλητική, διαφορά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Old Firm. Οι όποιες θρησκευτικές και ταξικές διαφορές υπήρχαν στο Εδιμβούργο εξαφανίστηκαν με την πάροδο των δεκαετιών κι έτσι οι κανόνες που έλεγαν ότι στην πλευρά της Χαρτς συναντάς συνήθως προτεστάντες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και σε αυτή των Χιμπς καθολικούς της λαϊκής τάξης, δεν ισχύουν πλέον.
Σε μια από τις λιγοστές παραφωνίες σε αυτό το κλίμα υγιούς ανταγωνισμού, το 1990 το ντέρμπι σημαδεύτηκε από επεισόδια στις κερκίδες και εισβολή των οπαδών στον αγωνιστικό χώρο την ώρα που η Χαρτς βρισκόταν μπροστά στο σκορ με 3-0. Ο θρύλος λέει ότι στο ημίχρονο του αγώνα οι άβγαλτοι από γηπεδικά σκηνικά υπεύθυνοι της αστυνομίας πήγαν στα αποδυτήρια και ζήτησαν από τους παίκτες των δυο ομάδων να μην σκοράρουν άλλη φορά, για να μην οξυνθούν κι άλλο τα πνεύματα.
Ο βασικός λόγος πίσω από αυτή την έκρηξη βίας άκουγε στο όνομα Γουάλας Μέρσερ. Ο Μέρσερ ήταν ιδιοκτήτης της Χαρτς από το 1981 και με τις επενδύσεις του είχε βοηθήσει την ομάδα να γίνει το απόλυτο αφεντικό της πόλης εκείνη τη δεκετία, κατά την οποία μετρούσε 22 συνεχόμενα ντέρμπι χωρίς ήττα! Οι βλέψεις του όμως ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτό. Εκμεταλλευόμενος την τραγική οικονομική κατάσταση της Χιμπέρνιαν, ξεκίνησε μια διαδικασία για να ενώσει τις δυο ομάδες της πρωτεύουσας, με απώτερο στόχο να μπορέσει κάποια στιγμή να κοντράρει στα ίσα τη Σέλτικ και τη Ρέιντζερς. Η ιδέα δεν έκατσε καλά εξ αρχής στους περισσότερους οπαδούς, ειδικά σε αυτούς της Χιμπέρνιαν, και το κλίμα χειροτέρεψε κι άλλο όταν έγιναν γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες της μελλοντικής ένωσης, βάσει των οποίων η Χαρτς ουσιαστικά θα απορροφούσε σε μεγάλο βαθμό την αιώνια αντίπαλο της.
Οι φίλοι των Χιμπς έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να βρουν μια εναλλακτική, βιώσιμη λύση για να σώσουν την ομάδα τους και τελικά τα κατάφεραν, πείθοντας τον Τομ Φάρμερ, έναν ντόπιο επιχειρηματία που είχε γίνει πάμπλουτος φτιάχνοντας μια τεράστια αλυσίδα συνεργείων αυτοκινήτων που επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη, να αγοράσει αυτός το σύλλογο. Ο Φάρμερ δεν ενδιαφερόταν γενικότερα για το ποδόσφαιρο αλλά πείστηκε όταν οι οπαδοί τον χτύπησαν στο συναίσθημα. Πώς; Ένας εξ αυτών είχε ξεθάψει από την ιστορία του συλλόγου μια σχεδόν ξεχασμένη αναφορά που έλεγε ότι και ο παππούς του Φάρμερ είχε σώσει την ομάδα από τη χρεοκοπία έναν αιώνα πριν! Η ένωση με τη Χαρτς αποφεύχθηκε, η Χιμπέρνιαν σώθηκε κι έτσι σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά από εκείνο το χριστουγεννιάτικο παιχνίδι στο πάρκο, το Εδιμβούργο έχει ακόμα το δικό του ποδοσφαιρικό ντέρμπι.