Ο τελικός του φετινού Σουνταμερικάνα, όπως και του Κόπα Λιμπερταδόρες, είναι βραζιλιάνικη υπόθεση. Σε μια χρονιά πλήρους κυριαρχίας των Βραζιλιάνων, τέσσερις ομάδες τους θα διεκδικήσουν τους δύο τίτλους. Μία από αυτές είναι παντελώς άγνωστη, η Μπραγκαντίνο. Ένας σύλλογος που κατάφερε να ανέβει στην Α’ εθνική της Βραζιλίας, μόλις το 2019, ενώ το 2018 αγωνιζόταν ακόμα στη Γ’ εθνική της χώρας. Κάτι όμως που θα ήταν μια όμορφη ιστορία σταχτοπούτας, μια ρομαντική ιστορία ποδοσφαιρικής επιτυχίας, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό όταν δούμε το πλήρες όνομα του συλλόγου. Red Bull Bragantino. Ένα όνομα με πρώτο συνθετικό που φέρνει αλλεργία στους απανταχού σκληροπυρηνικούς “παραδοσιακούς” του ποδοσφαίρου.
Η Κλούμπε Ατλέτικο Μπραγκαντίνο δεν είναι φρέσκια ομάδα. Ιδρύθηκε το μακρινό 1928, στην πόλη Μπραγκάνσα του Σάο Πάουλο. Μια πόλη 170.000 κατοίκων, 80 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, που σύμφωνα με τη wikipedia είναι διάσημη για το τοπικό της λουκάνικο. Η Μπραγκαντίνο αγωνιζόταν για χρόνια στις τοπικές κατηγορίες “Παουλίστα”, φτάνοντας στην 1η κατηγορία για πρώτη φορά το 1965. Χρειάστηκαν 24 χρόνια για να φτάσει στην 1η κατηγορία στο πρωτάθλημα της Βραζιλίας. Κατέκτησε τη Serie B και πήρε μια ιστορική άνοδο το 1989. Δυο χρόνια αργότερα άγγιξε το θαύμα. Σε ένα πρωτάθλημα 20 ομάδων με έναν γύρο, ισοβάθμησε στην 1η θέση με τη Σάο Πάουλο και στα πλέι-οφ έπαιξε στον τελικό απέναντί της. Απέναντι σε μια ομάδα που είχε Λεονάρντο, Καφού, Αντόνιο Κάρλος Τζάγκο, Ραΐ και προπονητή τον Τέλε Σαντάνα, η Μπριγκαντίνο του Κάρλος Αλμπέρτο Περέιρα έχασε 1-0 στο πρώτο ματς και έφερε 0-0 στο δεύτερο. Το θαύμα δεν έγινε πραγματικότητα.
Οι ομορφιές της Μπραγκάνσα
Η ιστορία της Μπραγκαντίνο ήταν πάντα συνδεδεμένη με την οικογένεια Τσεντίντ. Ο Ναμπί Αμπί Τσεντίντ, γεννημένος στον Λίβανο, δικηγόρος, πολιτικός και ιδιοκτήτης πέντε εταιρειών με έναν στόλο περίπου 600 λεωφορείων, ήταν ο ισχυρός άντρας του συλλόγου από το 1958 και μετά. Ένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου που υπηρέτησε και από άλλες θέσεις το άθλημα. Ο αδερφός του διετέλεσε κι αυτός πρόεδρος, ενώ ο γιος του Μαρκίνιος Τσεντίντ ήταν αυτός που ανέλαβε στη συνέχεια τα ηνία της ομάδας μέχρι το 2019. Ήταν ο άνθρωπος άλλωστε που άλλαξε το όνομα του γηπέδου της ομάδας, προς τιμήν του πατέρα του που πέθανε το 2006.
Η Μπραγκαντίνο μετά τις δόξες εκεί στις αρχές του 1990, σιγά σιγά πέρασε στη λήθη του χρόνου και την τελευταία 20ετία βρισκόταν μεταξύ Γ’ και Β’ εθνικής, ξεχασμένη από τον ποδοσφαιρικό κόσμο, με αρκετά οικονομικά προβλήματα. Πιθανότατα θα βρισκόταν κάπου εκεί ακόμα, αν δεν υπήρχε η Red Bull. Η εταιρεία ενεργειακών ποτών δεν έχει εισχωρήσει μόνο στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και τη Formula 1. Ήδη, από το 2007, είχε φτιάξει τη δική της ομάδα και στη Βραζιλία, τη Red Bull Brasil. Είναι όμως πάντα δύσκολο να φτιάξεις μια ομάδα από το μηδέν. Παρά την επιμονή των ανθρώπων της, η Red Bull Brasil βολόδερνε στις χαμηλές κατηγορίες του τοπικού πρωταθλήματος του Σάο Πάουλο, χωρίς να καταφέρει να ξεχωρίσει ή να αναπτύξει σημαντικούς παίκτες και χωρίς να δημιουργεί δικούς της φιλάθλους. Η εταιρεία άρχισε να ψάχνει για την εξαγορά κάποιου άλλου συλλόγου.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο 2019. Η Μπραγκαντίνο είχε μόλις ανέβει στη Serie B της Βραζιλίας. Ο Μαρκίνιος Τσεντίντ μαθαίνει ότι η Red Bull ψάχνει ομάδα και πλησιάζει τους ανθρώπους της. Παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα του συλλόγου και τους λόγους που θεωρεί την ομάδα του ιδανική και έρχεται σε συμφωνία με την Red Bull. Η δεύτερη αναλαμβάνει με την υπόσχεση επένδυσης ενός ποσού κοντά στα 7 εκατομμύρια €. Η συμφωνία έλεγε ότι η Μπραγκαντίνο θα ολοκλήρωνε τη σεζόν ως είχε και από το 2020 θα άλλαζε το όνομά της, μαζί με το σήμα και τα ασπρόμαυρα χρώματά της. Το μόνο που δεν θα άλλαζε ήταν το όνομα του γηπέδου. Ο Μαρκίνιος το έθεσε ως απαράβατο όρο. Η Μπραγκαντίνο αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στη Β’ εθνική κι η συμφωνία ολοκληρώθηκε. «Όταν ο πατέρας μου ήταν στην εντατική και πριν πεθάνει, μου ζήτησε ένα πράγμα. Να μην αφήσω την Μπραγκαντίνο να πεθάνει κι αυτή», δήλωσε συγκινημένος, ο πρώην ιδιοκτήτης και νυν επίτιμος πρόεδρος της Red Bull Bragantino. Ο Μαρκίνιος έσωσε πράγματι την ομάδα, έστω κι αν αυτή άλλαξε κομματάκι. Κι αν αναρωτιέστε τι έγινε το περιβόητο project Red Bull Brasil, η ομάδα έγινε ουσιαστικά θυγατρική, το φυτώριο της Μπραγκαντίνο και το διοικητικό της team, άλλαξε εταιρεία αναλαμβάνοντας την Μπραγκαντίντο και απογοητεύοντας όσους είχαν γίνει οπαδοί της Brasil από το 2007 και μετά. To πόσοι ήταν αυτοί είναι συζητήσιμο.
Πριν μερικές ημέρες, η Μπραγκαντίνο πέρασε με μια 4αρα από την έδρα της Παλμέιρας
Από τότε, ο σύλλογος από την πρωτεύουσα του χειροποίητου χοιρινού λουκάνικου εκτοξεύτηκε. Η Μπραγκαντίνο άρχισε να ξοδεύει, αγοράζοντας ταλαντούχους παίκτες και μάλιστα από πολύ πιο ιστορικούς συλλόγους. Η μέχρι πριν λίγο άσημη «Μάσα Μπρούτα» (όπως είναι το παρατσούκλι της) έκανε μεταγραφές παικτών από Παλμέιρας, Γκρέμιο και Ατλέτικο Μινέιρο μεταξύ άλλων. Η Μπραγκαντίνο ξοδεύει ως μεγάλος σύλλογος, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Είναι η μοναδική ομάδα που πληρώνει cash και μπροστά τα περισσότερα χρήματα των μεταγραφών. Εκεί που οι βραζιλιάνικοι σύλλογοι συμφωνούν σε… διευκολύνσεις με 20 και 30 δόσεις, η Μπραγκαντίνο ανοίγει τη βαλίτσα, βγάζει ζεστό χρήμα και παίρνει παίκτες με 1-2 δόσεις το πολύ.
Για να είμαστε αντικειμενικοί όμως, λειτουργεί με τη φιλοσοφία που έχουν και οι ευρωπαϊκές Λειψία και Σάλτσμπουργκ. Γιατί όσο και να ενοχλεί η παρουσία ενός ιδιοκτήτη που παίρνει ομάδες, ξεριζώνει τα σύμβολά τους και γεμίζει με θυγατρικές, πρέπει να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην εταιρεία που δίνει φτερά σε ποδοσφαιρικούς συλλόγους. Η φιλοσοφία της Red Bull δεν είναι αυτή της Σίτι, της ΠΣΖ ή εσχάτως της Νιούκαστλ. Ακόμα και προπονητικά, προτιμά να δίνει ευκαιρίες σε φρέσκους, νέους σχετικά προπονητές, να επενδύει σε ταλέντα. Ο σύλλογος αναπτύσσει τις Ακαδημίες συνεχώς. Οι εξαιρετικές εγκαταστάσεις της παλιάς Red Bull χρησιμοποιούνται από τους μικρούς της Μπραγκαντίνο, ενώ ένα νέο προπονητικό κέντρο φτιάχνεται για την πρώτη ομάδα. Οι εγκαταστάσεις εκσυγχρονίζονται πλήρως. Το στάδιο Ναμπί Αμπί Τσεντίντ θα φτάσει τις 20.000, ο φωτισμός και τα αποδυτήρια ήδη άλλαξαν, ενώ το τμήμα μάρκετινγκ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το ποδοσφαιρικό κοινό της ομάδας εκσυγχρονίζοντας τα πακέτα των μελών.
Παράλληλα, όπως είδαμε, η ομάδα εκτοξεύεται και αγωνιστικά. Τα 15 εκατομμύρια περίπου για μεταγραφές του 2020 έφεραν πολύ ταλέντο. Ο Κλαουντίνιο ήδη έχει μεταγραφεί στη Ζενίτ και παίζει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Το νέο καυτό όνομα είναι ο 23χρονος Αρτούρ που ήρθε από την Παλμέιρας. Η Red Bull στην πρώτη της σεζόν τερμάτισε 10η στο πρωτάθλημα και κέρδισε το εισιτήριο για τα προκριματικά του Σουνταμερικάνα. Φέτος, τα πάει ακόμα καλύτερα. Φιγουράρει στην πρώτη τετράδα στη Βραζιλία και αναζητά την έξοδό της στο επόμενο Κόπα Λιμπερταδόρες. Αυτό όμως που την κάνει να ξεχωρίζει και αποτελεί την αφορμή για το κείμενο, είναι το γεγονός ότι έφτασε στον τελικό μιας διεθνούς διασυλλογικής διοργάνωσης. Η Μπραγκαντίνο γίνεται η πρώτη ομάδα του άρματος Red Bull παγκοσμίως που το καταφέρνει.
Το εντυπωσιακό 3-4 μέσα στην Αργεντινή
Περνώντας από έναν σχετικά εύκολο όμιλο με ρεκόρ 4-2-0, έκανε εντυπωσιακή πορεία στα νοκ άουτ. Στους 16 απέκλεισε την Ιντεπεντιέντε ντελ Βάγιε, μια αξιόλογη ομάδα από το Εκουαδόρ. Στα προημιτελικά τη Ροσάριο Σεντράλ από την Αργεντινή και στα ημιτελικά τη Λιμπερτάδ από την Παραγουάη. Όλα αυτά με 5 νίκες – 1 ισοπαλία και γκολ 13-5. Μια ομάδα με ελάχιστη διεθνή εμπειρία, με ελαφριά φανέλα, μια ομάδα που κατά κύριο λόγο έχει νεαρούς παίκτες και ελάχιστους 30αρηδες, αντιμετώπισε τα νοκ άουτ με μεγάλη επιτυχία και έφτασε στον μονό τελικό του Σουνταμερικάνα. Εκεί, στο Μοντεβιδέο, θα αντιμετωπίσει την Ατλέτικο Παραναένσε, μια ομάδα στη μέση της βαθμολογίας. Οι αρχικοί στόχοι μιλούσαν για διεκδίκηση εγχώριων τίτλων από το 2022 και αυτό ίσως δεν είναι όνειρο απατηλό. Μια ομάδα που πριν τρία χρόνια βρισκόταν στη Γ’ εθνική με άλλο όνομα, έχει την ευκαιρία να κατακτήσει κάτι που άλλες ομάδες προσπαθούν επί δεκαετίες.
Τι μπορεί όμως κάποιος να πάρει από αυτή την ιστορία; Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση. Η παρουσία της μεγάλης εταιρείας και τα χρήματα έκαναν ξεκάθαρη διαφορά. Ένας σύλλογος αναγκάστηκε να αλλάξει σχεδόν τα πάντα, εκτός από το όνομα του γηπέδου, για να καταφέρει να μπει ξανά στον ποδοσφαιρικό χάρτη, ξεπουλώντας την όποια ιστορία του. Ο ιδιοκτήτης χαίρεται γιατί έκανε το θέλημα του πατέρα του. Κατά πόσο όμως “έσωσε” την ομάδα ή της έδωσε τέλος είναι θέμα προς συζήτηση. Από την άλλη, όπως είπαμε και πριν, το μοτίβο της Red Bull είναι αντιπαθές, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τρόπος επιτυχίας είναι γνήσια ποδοσφαιρικός. Νέοι παίκτες και όχι γκαλάκτικος, εγκαταστάσεις ώστε να βγουν καλοί παίκτες, γήπεδα που σέβονται τον κόσμο, εξέλιξη και πώληση νέων παικτών. Ένα αμιγώς ποδοσφαιρικό πλάνο που ο κόσμος του συλλόγου φαίνεται να αγκαλιάζει. Σίγουρα πολύ πιο υγιές από τους Καταριανούς και λοιπούς ιδιοκτήτες ομάδων. Αρκεί όμως αυτό; Τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα για πολλούς όταν τα σκορπάει ο Φλορεντίνο Πέρεθ ή οι Γκλέιζερ. Αν δεν ήταν η Red Bull ιδιοκτήτρια της Μπραγκαντίνο, αλλά π.χ. ο ζάμπλουτος βασιλιάς του λουκάνικου της Μπραγκάνσα, θα κλείναμε αυτό το κείμενο μιλώντας για μια συμπαθή ομάδα με όραμα. Τελικά, αυτό που μας πειράζει περισσότερο, όσοι τέλος πάντων ενοχλούμαστε από τέτοια φαινόμενα, δεν είναι τόσο τα πολλά χρήματα, αλλά η franchiseοποίηση του ποδοσφαίρου. Η απώλεια της ιστορικής συνέχειας και του συναισθήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που κάνει η Red Bull τώρα, το έκανε παλιότερα για παράδειγμα η ENIC, φτάνοντας μέχρι και στην πατρίδα μας. Δεν προσπαθούσε να αλλάξει την ιστορία των συλλόγων. Η Red Bull το κάνει πολύ πιο σωστά ποδοσφαιρικά μεν, αλλά πολύ πιο άγαρμπα συναισθηματικά δε. Με έναν τρόπο τόσο “βίαιο” συναισθηματικά που μοιάζει να μη λογαριάζει το φίλαθλο αίσθημα, να το προσβάλλει. Κι αυτό είναι που κάνει πολλούς να μην χαίρονται με τέτοια φαινόμενα. Ότι ο φίλαθλος νιώθει παντελώς αδύναμος, όταν οι ομάδες δεν μπορούν να διατηρήσουν την ιστορική τους ταυτότητα.