«Πριν έρθω στη Γουέστ Χαμ θεωρούσα τον Μποντς ακόμα ένα φωνακλά, από αυτούς που τρέχουν ασταμάτητα στον αγωνιστικό χώρο, καλύπτοντας όλο το γήπεδο και τρομάζοντας τους αντιπάλους με τα φοβερά τους τάκλιν. Απ’ το 1979 που φόρεσα τη φανέλα της ομάδας κατάλαβα ότι ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Βλέποντάς τον μπροστά μου σε τόσα πολλά παιχνίδια, είτε στην άμυνα, είτε στο χώρο της μεσαίας γραμμής να καθοδηγεί τους συμπαίκτες του, σαν ένας προπονητής που μπορούσαν όμως να παίξουν μαζί του, αντιλήφθηκα τη σπουδαιότητά του. Ο Μίλι Μποντς έκανε ακόμα και τα πιο δύσκολα πράγματα να φαίνονται τόσο απλά». Τα λόγια που μόλις διαβάσατε ανήκουν στον παλιό τερματοφύλακα των «σφυριών» Φιλ Παρκς και αφορούν έναν εκ των σπουδαιότερων παικτών που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα της ομάδας. Τον σπουδαίο αρχηγό (και μετέπειτα προπονητή) της Γουέστ Χαμ (και της Μίλγουολ) και κάποιον που πολλοί οπαδοί της τον θεωρούν πιο σημαντικό ακόμα κι απ’ τον αιώνιο κάπτεν, τον Μπόμπι Μουρ. Υπήρξε μια εποχή που οι αρχηγοί, οι σπουδαίοι παίκτες της κάθε ομάδας, ήταν και οι πιο σκληροί. Σκληροί αλλά όχι βίαιοι και βρώμικοι. Ο Μποντς ήταν ο ορισμός αυτού του παίκτη. Κι ας λένε οι εχθροί του ότι τα τάκλιν του ήταν πιο κοφτερά κι απ’ το Χατόρι Χάνζο της Ούμα Θέρμαν στο Kill Bill.
Γέννημα-θρέμμα Λονδρέζος ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1964 στην Τσάρλτον, μένοντας στο Valley μέχρι και το 1967 όταν και η Γουέστ Χαμ έβγαλε από τα ταμεία της το ποσό των 50.000 για να τον φέρει στο Άπτον Παρκ, σε μια περίοδο που στην ομάδα υπήρχαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές με κορυφαίο όλων, φυσικά, τον Μπόμπι Μουρ. Τα «σφυριά» υπό τις οδηγίες του Ρον Γκρίνγουντ προερχόταν από μια μέτρια σεζόν (στην 16η θέση – σε 22 ομάδες) και στο πρόσωπο του νεαρού αμυντικού (ο Μποντς ήταν τότε μόλις 21 ετών) έβλεπαν κάποιον που μπορούσε να δώσει ενέργεια, πάθος και φυσικά ταλέντο στην αμυντική τους γραμμή. Ο Γκρίνγουντ έπεσε απολύτως μέσα σε αυτό που είχε στο μυαλό του, με τον Μποντς να παίρνει αμέσως θέση βασικού στο δεξί άκρο της άμυνας, παίζοντας με τρομερή ένταση και ενέργεια, 124 συνεχόμενα παιχνίδια για το πρωτάθλημα Αγγλίας πριν τραυματιστεί τον Οκτώβριο του 1970. Ήταν η περίοδος που είχε πάρει την αναγνώριση, όχι ως κάποιος νέος και υποσχόμενος ποδοσφαιριστής αλλά ως ένας από τους κορυφαίους στη θέση του, συνθέτοντας με τον Φρανκ Λάμπαρντ τον πρεσβύτερο ένα εξαιρετικό δίδυμο πλάγιων μπακ. Την ίδια περίοδο, κι αφού ο ποδοσφαιριστής έχει επιστρέψει από τον τραυματισμό του, φτάνοντας και στο βραβείο του παίκτη της σεζόν για την ομάδα του, ο Γκρίνγουντ θα υποκύψει στις επιθετικές του αρετές αλλάζοντάς του θέση και φέρνοντάς τον στον άξονα. Φυσικά και ο «Μπόνζο» τον δικαίωσε πολύ γρήγορα, φτάνοντας μάλιστα να σκοράρει 13 τέρματα τη σεζόν 1973-1974 αν και δεν αγωνιζόταν στην επιθετική γραμμή. Όπως είχε δηλώσει και ο Τρέβορ Μπρούκιν «με τον Μπίλι πίσω μου ένιωθα μια τρομερή σιγουριά. Από τη μία ήξερα ότι θα καλύψει το λάθος μου αν χάσω τη μπάλα κι από την άλλη με έβρισκε λες και ήταν δεκάρι. Ο τέλειος συμπαίκτης».
Το τέλος εκείνης της σεζόν είχε βρει τη Γουέστ Χαμ στην 18η θέση αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Ο Μπόμπι Μουρ άφηνε την ομάδα για τη Φούλαμ, στη 2η κατηγορία, και το περιβραχιόνιο έμενε ξαφνικά ορφανό μετά από 12 ολόκληρα χρόνια. Όλοι γνώριζαν πως το «βάρος» εκείνης της αρχηγίας δεν είχε καμία σχέση με άλλων ομάδων. Ο Μουρ δεν ήταν απλώς ο ηγέτης, ο παικταράς, ο θρύλος ήταν και ο αρχηγός ενός ολόκληρου ποδοσφαιρικού έθνους που λίγα χρόνια πίσω είχε σηκώσει στο Γουέμπλεϊ το τρόπαιο του Μουντιάλ. Το περιβραχιόνιο ουσιαστικά έγραφε το όνομά του. Το να φορέσει κάποιος το δικό του περιβραχιόνιο δεν ήταν καθόλου εύκολο και αυτός που του ζητήθηκε να το φορέσει δεν ήταν άλλος από κάποιον που το έλεγε η καρδιά του. Ο Μποντς δηλαδή. Η μοίρα μάλιστα τα έφερε έτσι ώστε η Γουέστ Χαμ, με αρχηγό τον Μποντς, να αντιμετωπίσει τη Φούλαμ, με αρχηγό τον Μουρ, στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας μπροστά σε 100.000 κόσμου στο Γουέμπλεϊ. Τα «σφυριά», με τον Τζον Λίγιαλ πλέον στο τιμόνι, επικράτησαν εύκολα με 2-0 με τα τέρματα του Άλαν Τέιλορ και έφτασαν στο δεύτερο Κύπελλο της ιστορίας τους παίρνοντας και τη ρεβάνς για τον αποκλεισμό από τη Φούλαμ στο Λιγκ Καπ της ίδιας σεζόν. Για την ιστορία, εκείνη η ομάδα ήταν η τελευταία που κατέκτησε τον αρχαιότερο ποδοσφαιρικό θεσμό έχοντας μόνο Άγγλους ποδοσφαιριστές. Πέντε χρόνια αργότερα, η Γουέστ Χαμ, αν και έπαιζε τότε στη 2η κατηγορία, έφτασε και πάλι στον τελικό του Κυπέλλου κερδίζοντας αυτή τη φορά, με το γκολ-κεφαλιά του σπουδαίου Τρέβορ Μπρούκιν, με 1-0 την Άρσεναλ, με τον Μποντς να σηκώνει -ως αρχηγός και πάλι- το τρόπαιο στον Λονδρέζικο ουρανό του Γουέμπλεϊ.
Ήταν τότε 34 ετών κι όμως ήταν αυτός που έτρεχε περισσότερο από όλους, αυτός που έβγαζε απίστευτη ενέργεια, αυτός που όσα σκληρά μαρκαρίσματα και να δεχόταν (γινόταν και αυτό) δεν είχε παραπονεθεί ποτέ για κανένα πόνο. Ο σπουδαίος αρχηγός που δεν κρύφτηκε ποτέ και έμπαινε πάντα πρώτος για το καλό της ομάδας. Μιλάμε για κάποιον που τη χρονιά που η Γουέστ Χαμ ανέβηκε, ως πρωταθλήτρια, και πάλι στη μεγάλη κατηγορία (το 1980-1981) είχε αγωνιστεί σε συνολικά 59 παιχνίδια, σε όλα ως βασικός, φτάνοντας μέχρι και τον τελικό του Λιγκ Καπ, όπου και τα «σφυριά» γνώρισαν την ήττα από την κορυφαία ομάδα της Ευρώπης, την απίστευτη Λίβερπουλ, με 2-1 αν και είχαν προηγηθεί νωρίς με το γκολ του Πολ Γκοντάρ (καμία σχέση με τον σκηνοθέτη). Το Μάη του 1984, στα 38 του χρόνια, κι αφού έχει καταφέρει να σπάσει το ρεκόρ εμφανίσεων του Μπόμπι Μουρ για τη Γουέστ Χαμ, θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση γεμάτος από όμορφες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις, τρόπαια, και αμέτρητα βραβεία και χιλιόμετρα, αλλά και πάλι, λόγω των πολλών τραυματισμών που είχε η ομάδα, την επόμενη σεζόν θα του ζητηθεί να επιστρέψει. Το δέχτηκε μιας και η αγάπη του για την ομάδα δεν καταλάβαινε από πόνους και κούραση. Το παράδοξο ήταν πως ακόμα και τότε ήταν ο κορυφαίος σε φυσική κατάσταση και δυνάμεις κάτι που τον ώθησε να συνεχίσει, ακόμα και μετά από έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό μέχρι και τη σεζόν 1987-88, πριν βάλει οριστικό τέλος στα 42 του χρόνια, με 799 εμφανίσεις, και αφού πρώτα είχε προλάβει τα κερδίσει το τρίτο του βραβείο ως Παίκτης της Χρονιάς (για την ομάδα) στα 41 του χρόνια.
Αν υπάρχει κάτι που τον πόνεσε στην τεράστια καριέρα του αυτό είναι ο χαμένος τελικός από την Άντερλεχτ, το 1976, στο Κύπελλο Κυπελλούχων, σε μια διοργάνωση που τα «σφυριά», και φυσικά ο ίδιος, πραγματοποίησαν επικές εμφανίσεις για να φτάσουν στον τελικό και φυσικά το γεγονός πως δε τον εμπιστεύτηκαν ποτέ για να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο, μένοντας στις συνειδήσεις πολλών ποδοσφαιρόφιλων της χώρας ως «Ο καλύτερος Άγγλος ποδοσφαιριστής που δεν φόρεσε ποτέ τη φανέλα με τα Τρία Λιοντάρια».
Στις 2 Μαρτίου του 2019 στον αγώνα απέναντι στη Νιούκαστλ οι οπαδοί της Γουέστ Χαμ έζησαν μια μοναδική στιγμή. Ο αγαπημένος τους Μπίλι Μποντς βρέθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου για να δει την κεντρική εξέδρα να παίρνει το δικό του όνομα. Ο σπουδαίος πρώην αρχηγός, ο ποδοσφαιριστής με το ρεκόρ εμφανίσεων, αυτός που ανέλαβε -και πέτυχε- και ως προπονητής, σε μία πολύ δύσκολη περίοδο για την ομάδα στις αρχές των 90s, με την ομάδα να μοιάζει με ασανσέρ που ανεβοκατέβαινε στις δύο πρώτες κατηγορίες, βρέθηκε στο γήπεδο όπου και περπάτησε μαζί με την οικογένειά του προς την κεντρική εξέδρα προκαλώντας ντελίριο στους οπαδούς που τον χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι και βουρκωμένοι. Ήταν η στιγμή που ο δικός τους σκληρός κατάφερε να λυγίσει και να νιώσει ακόμα και δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του. Ήταν η στιγμή που γνωστός Άγγλος δημοσιογράφος έγραψε πως σε κάθε γήπεδο θα πρέπει να υπάρχει έστω μια μικρή κερκίδα με το όνομά του.
Στις μέρες μας ο αρχηγός της Γουέστ Χαμ δεν έχει καμία σχέση με τον Μποντς, κι ας είναι ο Ντέκλαν Ράις ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής με σπάνιο ήθος που το δείχνει και εκτός γηπέδου. Άσε που είναι δύσκολο να παραμείνει στην ομάδα. Η Γουέστ Χαμ επίσης δεν είναι η ομάδα που ήταν στα χρόνια του Μποντς μιας και συνήθως δεν διεκδικεί τίτλους. Φέτος (όπως και πέρσι) δείχνει πάντως ικανή να καταφέρει κάτι πραγματικά καλό στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις και συγκεκριμένα στο Κόνφερενς Λιγκ. Η ομάδα του Μόγιες έχοντας το υπέρ της 2-1 αγωνίζεται σήμερα στην έδρα της Άλκμααρ με μοναδικό σκοπό να διατηρήσει το προβάδισμα ώστε να βρεθεί αυτή στον τελικό της Πράγας στις 7 Ιουνίου. Οι οπαδοί της (αλλά και οι φίλοι της) έχουν ήδη κλείσει εισιτήρια για την Πράγα και ονειρεύονται τον Ράις να σηκώνει το τρόπαιο. Κι ας φύγει μετά. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο άλλωστε δεν υπάρχει ο ρομαντισμός του παρελθόντος και οι παίκτες αλλάζουν φανέλες αρκετά εύκολα. Ακόμα και οι αρχηγοί. Για την ιστορία, αν αυτό συμβεί και η Γουέστ Χαμ κατακτήσει το τρόπαιο, ο Ντέκλαν Ράις θα γίνει μόλις ο τρίτος αρχηγός στην ιστορία της ομάδας, μετά τους Μουρ και Μποντς, που θα σηκώσει κάποιο τρόπαιο.