7 Μαίου 1986. Ημέρα του τελικού του κυπέλλου πρωταθλητριών μεταξύ Μπαρτσελόνα και Στεάουα. Ένας Ισπανός οδηγός ταξί είναι αραχτός στο πάρκινγκ έξω από το γήπεδο της Σεβίλλης, ακούει στο ραδιόφωνο την εξέλιξη του αγώνα και περιμένει να ολοκληρωθεί η παράταση για να υποδεχτεί τους υποψήφιους πελάτες που θα θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους. Ξαφνικά στο ταξί του μπαίνει ένας ξανθός κύριος, ντυμένος με φόρμες και με μια αθλητική τσάντα στο χέρι. Ο σαστισμένος ταξιτζής τον κοιτάει, τον ξανακοιτάει και όταν πλέον πείθεται ότι δεν φαντάζεται αυτό που βλέπει, του λέει κάπως διστακτικά: “Μα, δεν γίνεται να είσαι εδώ. Πριν λίγο άκουγα για σένα στο ράδιο”.
Ο σοκαρισμένος ταξιτζής, που μόλις είχε αποκτήσει μια ακόμα ιστορία που θα μπορούσε να διηγείται για χρόνια σε ανυποψίαστους πελάτες που πιθανόν δεν θα τον πίστευαν, δεν είχε άδικο. Κανονικά ο Σούστερ δεν θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα σε ένα ταξί όταν μερικά μέτρα μακριά η ομάδα του έπαιζε τα πιο κρίσιμα λεπτά της ιστορίας της έως τότε, σε μια παράταση που μπορούσε να της δώσει το πολυπόθητο, πρώτο κύπελλο πρωταθλητριών της. Αλλά οποιοσδήποτε είχε παρακολουθήσει την πορεία του Γερμανού έως εκείνη τη μέρα ήξερε πως με αυτόν τίποτα δεν είναι δεδομένο και προβλέψιμο.
O Μπερντ Σούστερ μετακόμισε στην Ισπανία για χάρη της Μπαρτσελόνα το καλοκαίρι του 1980 στα 21 του, έχοντας στο βιογραφικό του έως τότε μόλις δυο σεζόν στην Κολωνία. Την εποχή εκείνη οι Γερμανοί που έφευγαν από τη Μπουντεσλίγκα για να αγωνιστούν σε κάποια μεγάλη ομάδα του εξωτερικού ήταν ελάχιστοι αλλά ο Σούστερ εκμεταλλεύτηκε τη φήμη που είχε φτιάξει και με τη φανέλα της εθνικής Γερμανίας στο κερδισμένο Euro του 1980. Στη Βαρκελώνη βρήκε μια καλή, ανταγωνιστική ομάδα που είχε κερδίσει ένα χρόνο πριν το κύπελλο κυπελλούχων αλλά δεν μπορούσε να επιστρέψει στην κορυφή της Ισπανίας και να επαναλάβει τις μαζεμένες επιτυχίες της δεκαετίας του 50′. Από το 1960 έως το 1980 οι Καταλανοί είχαν κερδίσει μόνο ένα πρωτάθλημα, το 1974, κι αυτό χάρη κυρίως στα μαγικά του Γιόχαν Κρόιφ.
Τα έξι αυτά χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τον τελικό της Σεβίλλης, ο Σούστερ εδραίωσε τη θέση του στο κέντρο της Μπάρτσα, κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, δυο κύπελλα κι ένα Κυπελλούχων, έκανε μερικά τρομερά παιχνίδια και αγαπήθηκε πολύ από τους οπαδούς: “Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Με αγάπησαν εξ αρχής και τους αγάπησα κι εγώ. Με έκαναν να νιώθω σαν Θεός και μου συμπεριφέρονταν σαν να είμαι Θεός. Όσοι είχαν ξανθά μαλλιά έκαναν το ίδιο κούρεμα με μένα ή τους έδιναν σαν παρατσούκλι το όνομα μου. Εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου ανθρώπους να κλαίνε για την ομάδα τους μετά από κάποιο παιχνίδι και αυτό με συγκλόνισε γιατί συνειδητοποίησα τι σήμαινε γι’αυτούς. Δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχα ζήσει στη Γερμανία, όλα ήταν πιο έντονα, πιο μεγάλα, γι’αυτό και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την περίοδο της ζωής μου”.
Μπαρτσελόνα-Ρεάλ: Ο ημιτελικός του Supercopa με αμέτρητα ειδικά στη Stoiximan
Αυτή όμως είναι μόνο η μια όψη της ιστορίας, η ωραία, η ρομαντική. Η άλλη πλευρά περιλαμβάνει κάποιους τραυματισμούς, αρκετά τερτίπια και πολλούς τσακωμούς. Πάρα πολλούς τσακωμούς. Εκτός από σπουδαίος παίκτης, ο Σούστερ ήταν κι αυτό που συνήθως οι φίλοι αποκαλούν “ισχυρή προσωπικότητα” και οι εχθροί “προβληματικός χαρακτήρας”. Ένας ταλαντούχος αλλά ζόρικος παίκτης που από νωρίς… ήρθε και έδεσε με μια εξίσου έντονη προσωπικότητα, την Γκάμπι. Η, μετέπειτα Γκάμπι Σούστερ, ήταν ένα μοντέλο-call girl της Γερμανίας που όταν παντρεύτηκε τον 19χρονο άγουρο ακόμα Μπερντ, έκλεινε τα 27 της και ήξερε πολύ καλά τι θέλει από τη ζωή της και πως μπορεί να το αποκτήσει. Ο μύθος λέει ότι τη μέρα του γάμου τους έξω από την εκκλησία μπορούσες να αγοράσεις ημίγυμνες φωτογραφίες της από παλιότερες συνεργασίες της στο χώρο της μόδας.
Ο συνδυασμός αυτών των δυο χαρακτήρων ίσως να λειτουργούσε ιδανικά μέσα στη σχέση τους (κάτι που φυσικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε) αλλά παράλληλα προκαλούσε αρκετά προβλήματα στην επικοινωνία τους με τους γύρω τους. Όλα αυτά τα χρόνια ο Σούστερ μάλωσε ή ήρθε σε κάποιου είδους σύγκρουση με σχεδόν όλους τους προπονητές του, αρκετούς συμπαίκτες του, κάποιους δημοσιογράφους και μερικούς ανθρώπους της διοίκησης της Μπαρτσελόνα και της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Γερμανίας.
Το κεφάλαιο «εθνική Γερμανίας» από μόνο του μπορεί να προσφέρει αμέτρητες σελίδες γεμάτες συγκρούσεις, παρεξηγήσεις, συμβιβασμούς, επιστροφές και ξανά μανά κόντρες και ξεκατινιάσματα. “Ο Σούστερ είναι σαν ένα παιδί παγιδευμένο σε σώμα ενήλικα” είχε γράψει κάποτε μια γερμανική εφημερίδα στην προσπάθεια της να τονίσει την ανωριμότητα ενός παίκτη παγκόσμιας κλάσης που μέσα σε πέντε χρόνια βρέθηκε τρεις φορές στην πρώτη τριάδα της Χρυσής Μπάλας. Το ότι ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής αποχώρησε οριστικά από την εθνική το 1984, στα 25 του, αφού προηγουμένως είχε φορέσει τη φανέλα της μόνο 10 φορές από το Euro του 1980 και μετά, λέει τα πάντα για τη σχέση που είχε με την ομοσπονδία, με κάποιους από τους υπόλοιπους σταρ της ομάδας (κυρίως Μπράιτνερ και Ρουμενίγκε) και με τους προπονητές της (ανάμεσα τους και ο Μπεκενμπάουερ).
Ούτε στη Βαρκελώνη όμως έβρισκε ησυχία. Τις περιόδους που τα έβρισκε με τον εκάστοτε προπονητή, απολάμβανε το ποδόσφαιρο που έπαιζε και μαζί του ανέβαινε επίπεδο όλη η ομάδα, αφού οι τεχνικές και ηγετικές του ικανότητες ήταν αδιαμφισβήτητες. Σχεδόν πάντα όμως ακολουθούσαν κάποιες εποχές που το όνομα του εμπλεκόταν σε κάποια εσωτερική διαμάχη. Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιζε και η, επίσης ευέξαπτη, Γκάμπι που, έχοντας αναλάβει επίσημα το ρόλο του ατζέντη, δεν δίσταζε να κατηγορεί δημόσια όποιον προπονητή θεωρούσε πως αδικεί τον άντρα της ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε στο προπονητικό κέντρο με μόνο στόχο να ζητήσει εξηγήσεις για κάποια απόφαση που αφορούσε τον αγαπημένο της.
Με δεδομένα όλα αυτά, τα όσα έγιναν στον τελικό του 1986 δεν προκαλούν τόση εντύπωση. Ο Σούστερ είχε έρθει αρκετές φορές σε ρήξη με τον προπονητή της Μπαρτσελόνα, Τέρι Βέναμπλς, παρά το γεγονός ότι τον πρώτο καιρό του Άγγλου στο Καμπ Νου οι δυο τους τα πήγαιναν περίφημα, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να κερδίσει επιτέλους η Μπάρτσα το πρωτάθλημα το 1985. Δυστυχώς για τους Καταλανούς η κόντρα τους κορυφώθηκε στο χειρότερο δυνατό σημείο, στον τελικό ενός κυπέλλου πρωταθλητριών. Ο Βέναμπλς, που αν δεν συναντούσε την αντίδραση της διοίκησης (που ήξερε ότι ο κόσμος λατρεύει τον παίκτη) θα είχε διώξει τον Σούστερ από τη Βαρκελώνη αρκετό καιρό πριν τον τελικό, τον έβγαλε αλλαγή στο 85ο λεπτό, με το σκορ στο 0-0, μια κίνηση που σόκαρε τους πάντες αφού ο Γερμανός εκτός από κομβικός παίκτης ήταν και ένας από τους καλύτερους εκτελεστές πέναλτι που είχε, με 10/11 εύστοχες προσπάθειες έως τότε.
Ο Άγγλος υποστήριξε αργότερα ότι του φάνηκε πως ήταν κουρασμένος και δεν ήθελε η ομάδα του να μείνει από δυνάμεις στην παράταση. Ο Γερμανός όμως είναι πεπεισμένος πως αντικαταστάθηκε για να καρπωθεί την πιθανή κατάκτηση του κυπέλλου ο Βέναμπλς και κατ’επέκταση να μπορεί να διώξει αργότερα τον Σούστερ λέγοντας πως ο σύλλογος μπορεί και χωρίς αυτόν. Κάπως έτσι ο “ξανθός άγγελος”, όπως ήταν το παρατσούκλι του, πήγε στα αποδυτήρια, άλλαξε γρήγορα ρούχα και έφυγε από το γήπεδο με ταξί, πριν καν ολοκληρωθεί ο αγώνας. “Ήμουν τόσο εκνευρισμένος και απογοητευμένος που πήρα ένα ταξί και γύρισα αμέσως στο ξενοδοχείο. Είδα τα πέναλτι στο δωμάτιο μου με τη Γκάμπι. Ήθελα φυσικά η Μπάρτσα να κερδίσει αλλά τελικά χάσαμε. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι θα έπρεπε να είχα εκτελέσει εγώ το πρώτο ή το τελευταίο πέναλτι, ανάλογα με τη στρατηγική μας. Την επόμενη μέρα γύρισα στη Βαρκελώνη με αεροπλάνο μόνος μου.”
Η αντίδρασή του προκάλεσε κακό χαμό στη Μπαρτσελόνα, που έτσι κι αλλιώς βρισκόταν ήδη σε τραγική κατάσταση μετά την αναπάντεχη απώλεια του τίτλου, σε έναν τελικό που ήταν το απόλυτο φαβορί και διεξαγόταν σε ένα γήπεδο γεμάτο από οπαδούς της. Ο πρόεδρος του είπε ότι δεν πρόκειται να φορέσει ξανά τη φανέλα των μπαλουγκράνα, ο Σούστερ, ως γνωστό αγύριστο κεφάλι, του απάντησε ότι δεν έχει πρόβλημα να περιμένει μέχρι να ολοκληρωθεί το συμβόλαιο του και οι δυο πλευρές κατέληξαν στα δικαστήρια, σε μια ιστορική υπόθεση που επηρέασε όλο το ισπανικό ποδόσφαιρο, καθώς μέσα στο μπάχαλο αποκαλύφθηκαν παράνομες, μυστικές συμφωνίες ανάμεσα στην ομάδα και τον παίκτη, μια τακτική που ακολουθούσαν οι περισσότερες ομάδες της εποχής για να γλιτώσουν τη φορολογία.
Μετά από ένα ολόκληρο χρόνο εκτός αγώνων στην καλύτερη θεωρητικά ηλικία για έναν παίκτη και μετά από μια εξέλιξη που κλασικά δεν περίμενε κανείς, ο Σούστερ επέστρεψε την επόμενη σεζόν στην 11αδα της Μπαρτσελόνα και την οδήγησε στην κατάκτηση ενός ακόμα κυπέλλου Ισπανίας το 1988. Αυτή ήταν και η τελευταία πινελιά του στο Καμπ Νου, αφού λίγες εβδομάδες μετά ανακοινώθηκε αυτό που κυκλοφορούσε ως φήμη τους προηγούμενες μήνες: Ο Μπερντ Σούστερ θα συνέχιζε την καριέρα του στη Ρεάλ Μαδρίτης!
“Είχα λάβει μια πρόταση από τη Γιουβέντους τον Φεβρουάριο. Με ήθελαν για αντικαταστάτη του Πλατινί και μου έδιναν καλά λεφτά. Βρεθήκαμε στην Ελβετία, συζητήσαμε αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να συνεχίσω την καριέρα μου στην Ιταλία. Τότε με κάλεσαν από τη Ρεάλ, συναντήθηκα με τον πρόεδρο και τα βρήκαμε εύκολα.”
Στη Ρεάλ ο Γερμανός βρήκε μια πανέτοιμη ομάδα που κυριαρχούσε εντός συνόρων τα προηγούμενα χρόνια, έδεσε εύκολα και γρήγορα με το καλοκουρδισμένο κέντρο της και στις δυο σεζόν που έκατσε εκεί κατέκτησε ισάριθμα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Ισπανίας. Αυτή η φάση ηρεμίας και ειρήνης με τους γύρω του δεν κράτησε πολύ και μετά από μια παρεξήγηση πριν από την καλοκαιρινή περιοδεία των Μαδριλένων στην Αμερική (ήθελε να ταξιδέψει μαζί με την οικογένεια του για να το συνδυάσουν με διακοπές), η Ρεάλ έλυσε το συμβόλαιο του. Ο διαβόητος Χεσούς Χιλ δεν έχασε την ευκαιρία και λίγο καιρό μετά ο Σούστερ έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία που έχει αγωνιστεί και στη Μπαρτσελόνα και στη Ρεάλ και στην Ατλέτικο Μαδρίτης.
Αν και η Ατλέτικο εκείνης της εποχής απείχε πολλά σκαλοπάτια από το επίπεδο της συμπολίτισσας, με τον Σούστερ στο δυναμικό τους οι ‘ροχιμπλάνκος’ δυνάμωσαν αισθητά, διεκδίκησαν με αξιώσεις το πρωτάθλημα και έφτασαν δυο φορές σε τρία χρόνια στην κατάκτηση του Κυπέλλου, τη δεύτερη μάλιστα μετά από νίκη επί της Ρεάλ με 2-0 μέσα στο Μπερναμπέου, με τον Γερμανό να ανοίγει το σκορ με εκτέλεση φάουλ. Στα 34 του, και αφού πρώτα εννοείται πως μάλωσε και με τον εξίσου ιδιότροπο Χιλ, είπε τελικά αντίο στο ισπανικό ποδόσφαιρο και επέστρεψε στη Μπουντεσλίγκα για λογαριασμό της Λεβερκούζεν.
Όταν τελικά κρέμασε τα παπούτσια του ασχολήθηκε με την προπονητική, χάρη στην οποία επέστρεψε στη Μαδρίτη τη σεζόν 2007-08 για να οδηγήσει τη Ρεάλ σε ένα ακόμα πρωτάθλημα, αυτή τη φορά δίνοντας οδηγίες από τον πάγκο και χωρίς να έχει τη Γκάμπι στο πλευρό του (χώρισαν στις αρχές του 2008). Παρά το πέρασμα του κι από τις δυο μεγάλες ομάδες της χώρας και τα αμέτρητα κουσούρια του, οι περισσότεροι οπαδοί τον θυμούνται με νοσταλγία, κυρίως για τον υπέροχο τρόπο με τον οποίο κουμάνταρε τους συμπαίκτες του από το κέντρο του γηπέδου. Η καριέρα του συνδέθηκε τόσο με τα δυο ισπανικά μεγαθήρια που εντελώς συμπτωματικά και με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα και με τη φανέλα της Ρεάλ το τελευταίο του παιχνίδι ήταν ένα el clasico.