Αγιόθε Πέρεθ: το νέο αστέρι της Λέστερ

«Είναι ένας παίκτης που μπορεί να παίξει με επιτυχία σε όλες τις θέσεις της επίθεσης. Στη μοναξιά της κορυφής, πίσω από τον επιθετικό (αυτό που λέμε στην τρύπα) και φυσικά στα άκρα. Και εννοείται μπορεί να σκοράρει, αλλά και να δημιουργήσει, από όλες αυτές τις θέσεις – και σε όλες τις συνθήκες. Αυτός είναι ο λόγος που τον κάναμε δικό μας». Η δήλωση που διαβάσατε ανήκει στον, προπονητή της Λέστερ, Μπρένταν Ρότζερς και έγινε για τον Ισπανό, μέχρι πριν λίγες μέρες παίκτη της Νιουκάστλ, Αγιόθε Πέρεθ. Ένας ποδοσφαιριστής που ανάγκασε τη διοίκηση των «αλεπούδων» να βγάλει απ’ τα ταμεία της 30 εκατομμύρια λίρες, για να τον κάνει δικό της, μιας και ο Ρότζερς βλέπει, και καλά κάνει, στο πρόσωπό του, κάποιον ικανό για το όμορφο στυλ που αρέσκεται να παρουσιάζουν οι ομάδες του. Με τους ευέλικτους και υπερκινητικούς επιθετικούς και την καλή κυκλοφορία της μπάλας σε όλες τις γραμμές. Το είδαμε στην Σουόνσι. Το είδαμε στην Λίβερπουλ. Το είδαμε στην Σέλτικ. Από πέρσι το είδαμε και στην Λέστερ, έστω για λίγο, και να είστε σίγουροι πως θα το δούμε, σε μεγαλύτερο βαθμό, τη σεζόν που έρχεται.

Ο Αγιόθε Πέρεθ Γκουτιέρεθ, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του ’93 στην Σάντα Κρουζ της Τενερίφης, στην Ισπανία, από γονείς μετανάστες, της μεσαίας τάξης, με καταγωγή από τη Δυτική Αφρική, και από πολλή μικρή ηλικία αγάπησε το ποδόσφαιρο. Τόσο αυτός όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σάμι. Τα δύο αδέρφια έπαιζαν όλη τη μέρα ποδόσφαιρο. Στο δρόμο αλλά και στο προαύλιο του σχολείου, στα διαλείμματα. Φυσικά και συνέχιζαν να κλωτσούν το τόπι και όταν έμπαιναν στο σπίτι, κάνοντας αφόρητη την κατάσταση για τους γονείς τους και προκαλώντας ένα σωρό ζημιές, κυρίως, στο σαλόνι όπου και είχαν φτιάξει, λόγω του μεγέθους του δωματίου, το δικό τους γήπεδο. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει όλο αυτό ήταν ο συμβιβασμός. Ο πατέρας, μετά από μεγάλη και ώριμη σκέψη, κάλεσε τα δύο παιδιά στο χώρο δράσης τους, το σαλόνι, και τους είπε: Θα σας γράψω σε ακαδημία ποδοσφαίρου αλλά με έναν όρο. «Κομμένη η μπάλα στο σαλόνι». Κάπως έτσι τα δύο αχώριστα, και άκρως ταλαντούχα αδέρφια, βρέθηκαν στη φημισμένη ακαδημία της Τενερίφης, CD Σαν Αντρές με τη μητέρα τους, ανακουφισμένη, να σώζει τα αγαπημένα της βάζα και γυαλικά. Ακουγόταν, και ήταν, δίκαιο για όλους.

Αφού πέρασαν εκεί μια γεμάτη τετραετία, μαθαίνοντας τα πολύ βασικά του αθλήματος και απολαμβάνοντας τη χαρά του παιχνιδιού, που είναι και το σημαντικότερο σε αυτές τις ηλικίες, τα δύο αδέρφια έφυγαν για την ακαδημία της Σάντα Κρουζ, εκεί όπου, προπονητές, γονείς, αλλά και ο ίδιος ο «Άγιο» (όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν) κατάλαβαν πραγματικά το ταλέντο του. Δύο χρόνια αργότερα, στα 11 του χρόνια, ο Πέρεθ έφυγε για την ακαδημία πλέον μιας μεγάλης και «κανονικής» ομάδας, της Τενερίφης. Το νερό είχε πλέον μπει στο αυλάκι. Η καταπληκτική του πρώτη σεζόν, στη δεύτερη ομάδα, για το 2011/2012, του έδωσε το εισιτήριο για την πρώτη ομάδα, όπου και εκεί συνέχισε τις εκπληκτικές εμφανίσεις σκοράροντας, αλλά και δημιουργώντας για τους συμπαίκτες του.

Ο Πέρεθ είχε γίνει, μόλις στα 19 του, ένας απ΄τους πλέον περιζήτητους επιθετικούς της Ισπανίας, αναγκάζοντας ακόμα και τις δύο μεγαλύτερες ομάδες της χώρας, την Ρεάλ Μαδρίτης και την Μπαρσελόνα, να ασχοληθούν σοβαρά με την περίπτωσή του, εξετάζοντας κάθε πτυχή του ταλέντου του, και αν θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτές. Την ίδια περίοδο η Νιουκάστλ θα ενδιαφερθεί για το νεαρό και θα κινηθεί αστραπιαία δίνοντας ένα αστείο για το σύγχρονο ποδόσφαιρο ποσό, γύρω στα τρία εκατομμύρια ευρώ, και θα εντάξει στο δυναμικό της τον άκρως ταλαντούχο, νεαρό ποδοσφαιριστή. Το ταξίδι στην Αγγλία ξεκινούσε με όνειρα και πολλές φιλοδοξίες για έναν άγνωστο στο δύσκολο και απαιτητικό αγγλικό κοινό παίκτη που είχε όμως όλα τα απαραίτητα εφόδια για να πετύχει. Το σημαντικότερο εξ αυτών, πλην του απαιτούμενου ταλέντου, ήταν φυσικά η στήριξη της ίδιας της οικογένειάς του.

Ο αδερφός του Αγιόθε ήταν, και αυτός, ένας αρκετά καλός ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε πολύ άνετα να βρει μια ομάδα και να κάνει μια αξιοσέβαστη -είναι η αλήθεια- καριέρα στην Β’ κατηγορία της Ισπανίας. Κι όμως δεν το έκανε. Θυσιάζοντας την δική του καριέρα ώστε να σταθεί δίπλα στον μικρό του αδερφό που θα ξεκινούσε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο καλύτερο και δυσκολότερο πρωτάθλημα του πλανήτη, έχοντας ως όνειρο -τι άλλο- την καταξίωση στο κορυφαίο επίπεδο. Το σπάνιο άλλωστε ταλέντο που είχε του έδινε αυτό το δικαίωμα στο όνειρο και η Νιουκάστλ, ακόμα και αν δεν βρισκόταν στις καλύτερες μέρες της, παρέμενε μια απ’ τις πιο ιστορικές ομάδες στο Νησί, με πολλούς και φανατικούς οπαδούς σε κάθε γωνιά αυτού εδώ του πλανήτη. Το ξεκίνημα, όπως αναμένονταν, ήταν σκληρό και δύσκολο. Ο νεαρός Ισπανός όμως δούλεψε και τα κατάφερε.

«Δεν είχα ιδέα για την ομάδα και την περιοχή που αυτή βρισκόταν. Γνώριζα ελάχιστα για το αγγλικό ποδόσφαιρο και για τι ακριβώς σημαίνει για τους οπαδούς της κάθε ομάδας. Αυτή την απίστευτη σχέση αγάπης και αφοσίωσης που την συναντάς ακόμα και στις τελευταίες κατηγορίες. Σε ομάδες που δεν έχουν καν δικό τους σύγχρονο γήπεδο και εγκαταστάσεις. Ευτυχώς, για μένα, ο αδερφός μου με ακολούθησε και μου στάθηκε σε αυτό το νέο και δύσκολο ξεκίνημα. Δεν του το ζήτησα. Το έκανε μόνος του, απλά για να με βοηθήσει, και αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορέσω να το ξεπληρώσω ποτέ στον ίδιο. Τον ευχαριστώ και θα τον ευχαριστώ για πάντα.»

Η πρώτη φορά που τον είδαμε να φοράει τη φανέλα της Νιουκάστλ, όταν και πέρασε ως αλλαγή στη θέση του Ριβιέρ, στα τελευταία λεπτά της αναμέτρησης με την Μάντσεστερ Σίτι το 2014, δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Ήταν υπερβολικά αδύνατος και ήταν πολλοί αυτοί που θεωρούσαν πως δεν γίνεται να σταθεί στο επίπεδο της Πρέμιερ Λιγκ. Ο ρυθμός έγινε ξαφνικά για τον ίδιο τρομακτικά γρήγορος (σκεφτείτε πως υπάρχει διαφορά με την Λα Λίγκα πόσο μάλλον με την Β’ κατηγορία). Τα μαρκαρίσματα ήταν απίστευτα δυνατά και πολλές φορές βίαια. Οι ελεύθεροι χώροι που είχε στην Ισπανία για να «σουλατσάρει» δεν υπήρχαν, ή υπήρχαν για ελάχιστα δευτερόλεπτα, και φυσικά υπήρχε και η αφόρητη πίεση του κόσμου.

Η υπομονή ενός απαιτητικού φιλάθλου στην Αγγλία δεν είναι μεγάλη για κάποιον νεαρό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός και που φυσικά δεν έχει και καμία σχέση με το «Local lad», τον τοπικό ήρωα δηλαδή, που θα έχει σίγουρα ειδική μεταχείριση μιας και στην κερκίδα υπάρχουν συγγενείς, φίλοι και συνοπαδοί. Οι Άγγλοι θα δυσκολευτούν για να αγαπήσουν τον άγνωστο, τον ξένο. Αν όμως τους κερδίσεις, θα σε αγαπούν για πάντα. Ο Πέρεθ το κατάφερε και αυτό, και από νωρίς μάλιστα. Στις πέντε σεζόν που βρέθηκε στο Νιουκάστλ (μία εξ αυτών στην Τσάμπιονσιπ όπου στέφθηκε και πρωταθλητής) λατρεύτηκε από το κοινό της ομάδας και εξελίχθηκε σε ηγέτη. «Η ομάδα, οι φίλαθλοι και η πόλη θα έχουν περίοπτη θέση στην καρδιά μου» δήλωσε την μέρα που έφυγε για το Λέστερ και οι αληθινοί οπαδοί της ομάδας ξέρουν πως το εννοεί. Άλλωστε το πρόβλημα της Νιουκάστλ, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι άλλο από τον ιδιοκτήτη της που απλά διατηρεί την θέση του στην ομάδα χωρίς να κάνει, αν και μπορεί, καμία οικονομική υπέρβαση.

Τι κερδίζει όμως ο Ρότζερς με αυτή την προσθήκη; O Μπενίτεθ χρησιμοποιούσε τον παίκτη σε πολλές θέλεις. Στην κορυφή, και την μοναξιά, της επίθεσης. Ως δεύτερο επιθετικό, πίσω από τον εξαιρετικό Ροντόν, και, κυρίως, στο δεξί άκρο της επίθεσης. Από αυτή τη θέση μάλιστα ο Πέρεθ σκόραρε 11 τέρματα σε 20 παιχνίδια την περσινή σεζόν. Αν εξετάσουμε το στυλ παιχνιδιού που λατρεύει ο Ρότζερς μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα πως ταιριάζει πάρα πολύ σε αυτή τη θέση και στην Λέστερ. Εκεί θα μπορεί να απειλεί τόσο ως εξτρέμ όσο και να συγκλίνει στον άξονα ως δεύτερος επιθετικός, δίνοντας τη δυνατότητα στον δεξιό μπακ, τον εξαιρετικό Περέιρα να πάρει όλη τη γραμμή. Υπό προϋποθέσεις αυτό μπορεί να γίνει και απ’ την αριστερή πλευρά. Το γεγονός επίσης πως ο Πέρεθ βρίσκεται συνεχώς στους κορυφαίους επιθετικούς σε επιτυχημένα τάκλιν και κλεψίματα, τον κάνει απαραίτητο σε μια ομάδα που θα έχει σε μεγάλο βαθμό αυτό το στοιχείο στο παιχνίδι της. Την πίεση στον αντίπαλο, ψηλά, στην αμυντική του γραμμή, σε μεγάλα διαστήματα του παιχνιδιού. Αν συνυπολογίσουμε τον Τίλεμανς, αλλά και τον εξαιρετικά ταλαντούχο Μάντισον, η φορμαρισμένη επιθετική γραμμή της Λέστερ, φαντάζει ικανή να τρομάξει τις περισσότερες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, χωρίς αυτό να ακούγεται καθόλου ως υπερβολή.

Να δούμε και κάποιους αριθμούς απ’ την περσινή σεζόν για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι κερδίζει η Λέστερ με τον Πέρεθ στην εντεκάδα της. Ο Πέρεθ σουτάρει σχεδόν δύο φορές προς την εστία, ανά αγώνα. Έχει 76% ποσοστό επιτυχίας στις πάσες και 1,2 πάσες που μπορεί να οδηγήσουν σε ασίστ ανά αγώνα. Όπως είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό δεν μιλάμε για κάποιον επιθετικό «φονιά» που θα σκοράρει +20 γκολ (τα ποσοστά του μάλιστα σε σουτ εκτός περιοχής είναι πολύ άσχημα) αλλά για κάποιον που δουλεύει για ολόκληρη την ομάδα, σε όποια θέση χρειαστεί να αγωνιστεί στην επιθετική γραμμή της. Ένας παίκτης-εργάτης υπερβολικά χρήσιμος δηλαδή για ομάδες που έχουν ως στόχο, όχι να κερδίσουν το πρωτάθλημα, αλλά να παλέψουν για ένα όσο δυνατόν πιο καλό πλασάρισμα και -υπό προϋποθέσεις- ένα Ευρωπαϊκό εισιτήριο. Για το Γιουρόπα Λιγκ.  Το ξεκίνημα πάντως για τον ίδιο στην προετοιμασία της ομάδας ήταν το ιδανικό μιας και σκόραρε στο ντεμπούτο του, κόντρα στην Σκάνθορπ, και έχει κάθε λόγο να ονειρεύεται για μια καλή σεζόν που ίσως τον οδηγήσει και στην πραγματοποίηση του μεγαλύτερου ονείρου του. Να κληθεί δηλαδή και στην εθνική Ισπανίας.