Οι ώρες περνούν βασανιστικά για τους οπαδούς των Ρίβερ και Μπόκα στην Αργεντινή και ολόκληρο τον κόσμο. Το Κόπα Λιμπερταδόρες δεν είναι άγνωστος τίτλος γι’ αυτούς. Μόνο που όταν αγωνίζονται σε έναν τελικό μεταξύ τους, γίνεται πιο σημαντικό από κάθε άλλη φορά. Το 2-2 του πρώτου αγώνα, άφησε τους λογαριασμούς ανοιχτούς και το, κατά πολλούς, σημαντικότερο Σούπερκλάσικο όλων των εποχών είναι πολύ κοντά μας. Το παιχνίδι που θα εκτοξεύσει την μια πλευρά και θα βυθίσει στην κατάθλιψη την άλλη. Στο Μονουμεντάλ, ένα γήπεδο με τεράστιο ιστορία, ένα ναό του ποδοσφαίρου. Εκεί που έχουν παρελάσει σπουδαίοι παίκτες.
Ανάμεσα σ’ αυτούς κι η ίσως σπουδαιότερη ομάδα που έβγαλε ποτέ η Ρίβερ Πλέιτ. Αυτή της δεκαετίας 1940, που έμεινε γνωστή ως “Η Μηχανή”, η περιβόητη Λα Μάκινα. Μια ομάδα που δεν κέρδισε απλά αρκετούς τίτλους, αλλά ήταν πρωτοπόρος στον τρόπο παιχνιδιού της. Στην Αργεντινή, πολλοί θεωρούν ότι αυτή ήταν η πρώτη ομάδα του “τόταλ φούτμπολ”, πριν ακόμα την Ουγγαρία των 50s και φυσικά τους Ολλανδούς αργότερα. Μια ομάδα με ευελιξία στις θέσεις και τις κινήσεις των παικτών μέσα στο γήπεδο. Μεταξύ τους κι ο Άνχελ Λαμπρούνα ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στην ιστορία του συλλόγου.
Το παρατσούκλι του Λαμπρούνα ήταν “άσχημος”, αλλά δεν τον ένοιαζε.
Ο Λαμπρούνα ήταν φανατικός οπαδός της Ρίβερ και μέλος της από τα 8 του. Έφευγε με τα πόδια από τη γειτονιά του, εκεί που ο πατέρας του ήταν ωρολογοποιός, για να πάει να παίξει μπάσκετ στις ομάδες της Ρίβερ. Μέχρι που τον κέρδισε το ποδόσφαιρο. Πολύ γρήγορα έφτασε στην ανδρική ομάδα κι από τη στιγμή που πρωτοέπαιξε, πήρε θέση βασικού. Αρκετά κοντός (περίπου 1.70), με απίστευτη τεχνική, ταχύτητα και μοναδικές κινήσεις, έπαιζε στην κορυφή της επίθεσης και δεν σταματούσε να σκοράρει. Βαθιά προληπτικός, δεν πατούσε ποτέ τις γραμμές του γηπέδου με το αριστερό του πόδι. Μια άλλη συνήθεια ήταν στην είσοδο των ομάδων, να πάρει αμέσως την μπάλα και να τη σουτάρει βάζοντας γκολ. Τα γούρια πολλά. Η αγαπημένη του ιστορία είναι όταν οι συμπαίκτες του άνοιξαν μια βαλίτσα που νόμιζαν ότι είναι του γιατρού της ομάδας και πέταξαν από το παράθυρο του λεωφορείου μια γραβάτα. Η βαλίτσα ήταν όμως του προληπτικού Λαμπρούνα, που έβαλε τον οδηγό να γυρίσει πίσω όταν το έμαθε, υπολόγισε περίπου πού την είχαν πετάξει, σταμάτησε και άρχισε να ψάχνει στον δρόμο μέχρι να τη βρει.
“Δεν χάναμε ποτέ το στιλ μας. Τη φιλοδοξία να επιτεθούμε. Η επιθετική νοοτροπία δεν έφευγε ποτέ. Είναι η προσωπικότητα της Ρίβερ.”
Στη μεγάλη του καριέρα κέρδισε 9 πρωταθλήματα με τη Ρίβερ, έπαιξε πάνω από 500 παιχνίδια και σκόραρε πάνω από 300 φορές σε επίσημους κι ανεπίσημους αγώνες. Δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών στην Αργεντινή και φυσικά πρώτος σκόρερ της Ρίβερ Πλέιτ. Όπως λέει ο ίδιος, οι καλύτερες σεζόν του ήταν στα πρωταθλήματα του 1955-56-57. Από τα 37 του και μετά δηλαδή. Ο Λαμπρούνα έπαιξε μέχρι τα 41 του στη Ρίβερ, μια 20ετία στην πρώτη ομάδα, συνυφασμένος με την “αγία” φανέλα της, όπως την έλεγε. Και φυσικά καθόρισε αρκετά ντέρμπι με την Μπόκα. Είναι άλλωστε ακόμα και σήμερα, ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των Σούπερκλάσικο με 16 γκολ. Ο παίκτης της Ρίβερ που πλήγωσε τον μισητό αντίπαλο πιο πολύ. Ρεκόρ που με τους παίκτες να φεύγουν από μικρές ηλικίες πλέον, μοιάζει αδύνατο να καταρριφθεί. Αυτό που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι ότι στους 13 αγώνες που σκόραρε, η Ρίβερ κέρδισε την Μπόκα στους 12 και ήρθε μόλις μία φορά ισόπαλη.
Το άγαλμα σχεδόν 7 μέτρων έξω από το Μουσείο της Ρίβερ
Με την εθνική κέρδισε δύο πρωταθλήματα Ν. Αμερικής, αλλά έπεσε στην εποχή του πολέμου και στη συνέχεια στην απουσία της Αργεντινής από τα Μουντιάλ μέχρι και το 1958 όπου στα 40 του έδωσε το παρόν. Όταν έφυγε στα 41 του από τη Ρίβερ, νόμιζε ότι τελείωσε η ζωή του. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη στενοχώρια για μέρες. Έπαιξε για λίγο ακόμα και σταμάτησε. Η ζωή του μετά το ποδόσφαιρο, ήταν… και πάλι ποδόσφαιρο. Φυσικά στην αγαπημένη του ομάδα, τη Ρίβερ. Ο πρώτος του ρόλος ήταν “κατάσκοπος” της ομάδας. Θα παρακολουθούσε τον επόμενο αντίπαλο και θα αποκάλυπτε στον προπονητή τα μυστικά. Ο Ανχελίτο όμως δεν θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντική τη δουλειά του, τη βαριόταν. Μετά τη Ρίβερ, η δεύτερη αγάπη της ζωής του ήταν ο ιππόδρομος. Οι αντίπαλοι οπαδοί τον φώναζαν υποτιμητικά “αλογομούρη”. Έτσι λοιπόν, τις Κυριακές του πήγαινε στον ιππόδρομο για να δει τα άλογα και όχι την κάθε ομάδα που στο κάτω κάτω δεν ήταν κι η αγαπημένη Ρίβερ. Δευτέρα πρωί πρωί αγόραζε τις εφημερίδες, διάβαζε τα ρεπορτάζ και έκανε την αναφορά του στον κόουτς με αυτόν τον τρόπο. Σαν να είχε δει τον αγώνα.
Παρ΄ότι έκανε τεράστια καριέρα, δεν έβγαλε χρήματα από το ποδόσφαιρο, είχε την αγάπη του κόσμου, τη δόξα, αλλά μέχρι εκεί. Άλλωστε αρνήθηκε προτάσεις από την Ιταλία και την Κολομβία για να μείνει στην αγαπημένη του Ρίβερ. Τα βιοποριστικά του δεν είχαν λυθεί. Έκανε διάφορες δουλειές. Άνοιξε ξενοδοχείο, πουλούσε μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, ένα λαστιχάδικο. Αλλά η μπάλα ήταν η λατρεία του. Μέχρι που κοουτσάρισε. Ανέλαβε την Ντεφενσόρες ντε Μπελγκράνο (μέσα στο συμβόλαιό του ήταν και μια πιτσαρία, στην οποία έγινε ιδιοκτήτης), την πήρε τελευταία στην κατηγορία και την έφερε στην 5η θέση. Την επόμενη χρονιά συνέχισε, αλλά έγινε το αμίμητο. Ήταν την ίδια στιγμή προπονητής της Ντεφενσόρες στη Β’ εθνική (κατακτώντας το πρωτάθλημα) και της Πλατένσε στην Α’ εθνική με την οποία παραλίγο να κατακτήσει το πρωτάθλημα, χάνοντας στα ημιτελικά από την Εστουδιάντες.
Με τον δεύτερο γιο του, παίκτη φυσικά της Ρίβερ.
Ο Ομάρ Λαμπρούνα έγινε ο πρώτος γιος σκόρερ Σούπερκλάσικο που σκόραρε κι αυτός σε ντέρμπι.
Ήταν προφανές, ότι ο σπουδαίος επιθετικός και… διπλοθεσίτης κόουτς, είχε μέσα του τελικά και την προπονητική. Το κακό όμως τον χτύπησε. Ο ένας γιος του, ο Ντανιέλ, που ήταν εξαιρετικός ποδοσφαιριστής και αγωνιζόταν στη Ρίβερ, πέθανε από λευχαιμία μόλις στα 20 του. Ήταν ένα τεράστιο πλήγμα. Ο Λαμπρούνα επανήλθε, κατέκτησε πρωτάθλημα με τη Ροσάριο Σεντράλ, έκανε σπουδαίες πορείες και με άλλες ομάδες και το 1975 χτύπησε το τηλέφωνό του και έγινε το όνειρό του. Η Ρίβερ ήθελε να τον φέρει πίσω ως προπονητή. [Μία ακόμα φοβερή ιστορία είναι όταν ως προπονητής της Σεντράλ κέρδιζε με 4-0 την αγαπημένη Ρίβερ. Ένας παίκτης της Ρίβερ περπατούσε. Τότε ο Λαμπρούνα έξαλλος του φώναξε να αρχίσει να τρέχει και να δείξει ότι αξίζει τη φανέλα που ο ίδιος φόρεσε για 20 χρόνια]. Η Ρίβερ είχε 18 ολόκληρα χρόνια χωρίς τίτλο. Σαν σενάριο ταινίας, ο Λαμπρούνα όχι απλά έσπασε την κακοδαιμονία, αλλά κατέκτησε 6 πρωταθλήματα ως κόουτς των Μιγιονάριος και πέρασε οριστικά και αμετάκλητα στο πάνθεον του συλλόγου.
Η κίνηση που έμεινε στην ιστορία.
Και σαν προπονητής όμως, φαινόταν στα ντέρμπι με την Μπόκα. Όχι μόνο εξαιτίας των νικών, αλλά και μιας κίνησής του. Τότε που περπατούσε στο Μπομπονέρα, με το κοινό της Μπόκα να τον αποδοκιμάζει. Ο Ανχελίτο με τα δάχτυλά του έκλεισε τη μύτη του, για να δείξει ότι η μυρωδιά των Μποστέρος και της… κοπριάς τον ενοχλούσε. Η κίνηση αυτή έγραψε ιστορία. Την επανέλαβαν αργότερα κι άλλοι προπονητές της Ρίβερ, όπως ο Ραμόν Ντίας, αλλά κι ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο για να πικάρουν τον εχθρό μέσα στο σπίτι του. Ο Λαμπρούνα που έζησε δεκάδες τέτοια ντέρμπι, περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά των δύο, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μας εξηγήσει τους δύο διαφορετικούς κόσμους: “Η Μπόκα είναι ομάδα φτιαγμένη για να κερδίζει, όχι για να χαρίζει θέαμα.” Η “ποιότητα” της Ρίβερ, το “καλό” της ποδόσφαιρο, η επίθεση, η τέχνη, σε αντίθεση με την Μπόκα του πάθους και της νίκης, έστω και όχι με όμορφη μπάλα, αλλά με κατάθεση ψυχής. Ο Λαμπρούνα συνέχισε: “Γι’ αυτό, οι παίκτες που επιλέγω δεν θα πήγαιναν ποτέ στην Μπόκα. Αν είχα εγώ τους παίκτες της Μπόκα, θα έχανα σε κάθε ματς. Θα είχα υποβιβαστεί”. Από την άλλη όμως, μιλούσε και με κολακευτικά λόγια για τις διαφορές των οπαδών:
“Η Μπόκα είναι ένας σπουδαίος σύλλογος, με ένα κοινό που αξίζει σεβασμού. Δεν κοιτάζουν το πρόσωπο του ποδοσφαιριστή. Μπορούν να αποθεώσουν ένα κομμάτι ξύλο, ένα δέντρο που φοράει τη φανέλα της Μπόκα, γιατί γι’ αυτούς θα είναι παίκτης της ομάδας.”
Ο Ανχελίτο γνώριζε καλά ότι το κοινό του Μονουμεντάλ ήταν πάντα πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό. Πολλές φορές θα αποδοκίμαζε την ομάδα. Τελικά, ο Λαμπρούνα έμεινε προπονητής στη Ρίβερ μέχρι το 1981, όταν η διοίκηση του πρότεινε να γίνει τεχνικός διευθυντής με κόουτς τον ντι Στέφανο. Αυτός αρνήθηκε. Λάτρευε τους πάγκους, ήθελε να είναι κοντά στην μπάλα. Κι έφυγε. Συνέχισε την προπονητική του καριέρα αλλού κι ανέλαβε τους Αρχεντίνος Τζούνιορς. Αναγκάστηκε όμως να κάνει μία επέμβαση στον προστάτη και έμεινε στην κλινική. Οι γιατροί έλεγαν ότι όλα πήγαιναν καλά.
Κάποτε ρώτησαν τον Ανχελίτο Λαμπρούνα τι θα διάλεγε. Τη ζωή του ή τη Ρίβερ. Αυτός απάντησε: “Τη Ρίβερ γιατί η Ρίβερ είναι η ζωή μου”.
Ήταν 19 Σεπτεμβρίου του 1983 και ήταν μόλις 64 ετών. Ο παίκτης του και τεράστιος τερματοφύλακας “Πάτο” Φιλιόλ, ίνδαλμα κι αυτός της Ρίβερ όπου κι έπαιξε για 10 χρόνια τον επισκέφτηκε. Ο Λαμπρούνα σηκώθηκε να περπατήσει μαζί με το φίλο του. Ξαφνικά, έχασε τις αισθήσεις του, ο Φιλιόλ έκανε την πιο άσχημη επέμβαση της ζωής του, έπιασε τον Λαμπρούνα πριν πέσει. Ήταν ήδη όμως αργά. Ο Ανχελίτο είχε σβήσει από ανακοπή καρδιάς. Ο μεγαλύτερος επιθετικός της Ρίβερ πέθανε στην αγκαλιά του μεγαλύτερου τερματοφύλακά της. Σε μία συνέντευξή του είχε δηλώσει ότι “θα πεθάνει στη Ρίβερ” κι ίσως έμμεσα, να έγινε αυτό τελικά. Ο Ανχελίτο δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Η καθιερωμένη “Ημέρα των Οπαδών” της Ρίβερ γίνεται κάθε χρόνο ανήμερα των γενεθλίων του. Κι απόψε, οι παίκτες που θα αγωνιστούν στο πιο Σούπερκλάσικο από τα Σούπερκλάσικο, θα πατήσουν το χώμα στο οποίο ο Λαμπρούνα κι άλλοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές έδωσαν δεκάδες μάχες δύο διαφορετικών κόσμων.