Είχε για λίγο καιρό όλο τον κόσμο στα πόδια του. Στο αριστερό κυρίως. Αλλά δεν κατάφερε να τον σηκώσει γιατί έπεσε στην τρύπα της ψυχής του. Αυτή που του άνοιξε ο θάνατος του πατέρα του και δεν έκλεινε ούτε με τα λεφτά, ούτε με ωκεανούς από αλκοόλ, ούτε με τίποτα, γι’ αυτό
και -τελικά- χάθηκε μέσα της για πάντα.
Εκείνο το σουτ σε έκανε να αλληθωρίσεις. Η δύναμη και η ακρίβειά του ήταν στοιχεία τρομακτικά. Όπως τρομακτικός ήταν και ο ίδιος ο Αντριάνο, στα λιγοστά τελικά, χρόνια της αγωνιστικής κυριαρχίας του.
Δεν ήταν εύκολο να εισχωρήσεις στην ελίτ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, με όρους Εθνικής ομάδας στις αρχές του 2000. Ο Ριβάλντο ήταν ακόμα πανίσχυρος, ο Ρονάλντο και πάλι Φαινόμενο και ο Ροναλντίνιο έτοιμος για την εκτόξευση. Ο χώρος ήταν ελάχιστος για έναν τύπο που ούτως ή αλλώς είχε σωματικό εκτόπισμα πολύ μεγαλύτερο του ανταγωνισμού. Ο Αντριάνο τον βρήκε, χώρεσε ανάμεσα σε κολοσσούς, πολύ απλά γιατί σε κάποια στιγμή το ίδιο το κοινό τον είχε βάλει στο ίδιο ύψος με αυτούς.
Η Ιταλία, έγινε η ευχή και η κατάρα του, η χώρα που τον υποδέχθηκε, του έδωσε χώρο να λάμψει, αλλά έμελλε να είναι και η αφετηρία για την αρχή του αγωνιστικού τέλους.
Ο Αντριάνο συναντήθηκε με πολλούς εχθρούς, προσωπικούς, μέσα στη μαύρη ψυχολογική τρύπα στην οποία έμπαινε μέρα με τη μέρα όλο και πιο βαθιά.
Για κάποιον που στα 26 εκδιώκεται ως παρίας από την Ίντερ για τον αλκοολισμό του, είναι σαφές ότι η τροχιά δεν είναι η σωστή. Και δεν ήταν.
Όταν ήρθε η ώρα να κατέβει από τη σκηνή, ο Αντριάνο δεν ήταν παρά ένα απαξιωμένο ποδοσφαιρικό απομεινάρι.
Οι στιγμές όμως που χάρισε στον κόσμο την εποχή της ακμής του, δεν θα σβηστούν ποτέ.
Απολαύστε την αφήγηση του Κώστα Βαϊμάκη και του Γιάννη Τσαούση σε ένα ακόμα επεισόδιο El Sombrero Stories στο Spotify της Stoiximan.