Υπήρξε μια εποχή που το ποδήλατο ήταν το βασικό μέσο μετακίνησης του ανθρώπου εντός της περιοχής του. Όχι πολύ παλιά, όχι όμως και πολύ πρόσφατα. Μάλιστα, επειδή το ποσό για την απόκτηση ενός ποδηλάτου (μιας «Μαρίκας» όπως τα έλεγαν πριν από δεκάδες χρόνια) ήταν αρκετά υψηλό, το ποδήλατο, για μια περίοδο, υπήρξε αντικείμενο διαχωρισμού των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων με εκείνα των «από πάνω», των πλούσιων που συνήθως ήταν και κάπως πιο καλλιεργημένοι, κι αν δεν ήταν, ο κόσμος έτσι τους έβλεπε. Η Ιταλία ήταν μία από εκείνες τις χώρες που μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της λάτρεψε κυριολεκτικά το ποδήλατο και το έβαλε, από πολύ νωρίς, για τα καλά στην κουλτούρα της. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο σπουδαίος Ιταλός καλλιτέχνης Λουίτζι Μπαρτολίνι έγραψε το 1946 το βιβλίο «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» που πάνω του στηρίχθηκε δύο χρόνια αργότερα το αριστούργημα του σκηνοθέτη Βιτόρια ντε Σίκα, με τον ίδιο τίτλο, που θεωρείται ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του Ιταλικού νεορεαλισμού. Εκεί ένας φτωχός καλλιτέχνης πέφτει θύμα κλοπής του ποδηλάτου του στη μεταπολεμική Ρώμη και όλοι εμείς γινόμαστε μάρτυρες, και συνοδοιπόροι, της αναζήτησης αυτού καθώς ο ήρωας συναναστρέφεται με κάθε καρυδιάς καρύδι για να βρει αυτό το τόσο πολύτιμο, για τον ίδιο, αντικείμενο.
Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 9 Δεκεμβρίου του 1953, γεννιέται στο Μπάρι ο Βίτο Κιμέντι. Το όνομά του ίσως λέει ελάχιστα πράγματα στους περισσότερους (ίσως μόνο το όνομα του ανιψιού, τερματοφύλακα Αντόνιο Κιμέντι που πέρασε από Ρόμα-Γιουβέντους), αλλά έχει σχέση με τον πρόλογο αυτού του κειμένου και μάλιστα για ποδοσφαιρικούς λόγους. Ίσως να μπερδευτήκατε και γι’ αυτό θα σας ζητήσω να κάνετε λίγη υπομονή και να συνεχίσετε την ανάγνωση. Το μυστήριο θα λυθεί. Υπήρξε μια εποχή που για να παίξει κάποιος ποδόσφαιρο αρκούσε να έχει ταλέντο σε αυτό. Δεν χρειαζόταν να έχει το εξωπραγματικά γυμνασμένο σώμα ή να μπορεί να τρέχει επί 90 (τουλάχιστον) λεπτά εντός των τεσσάρων γραμμών. Με λίγα (ακόμα και πολλά) περιττά κιλά, με κοιλίτσα, με τα τσιγάρα στην εσωτερική πλευρά της κάλτσας και με ταχύτητα που στο ποδόσφαιρο των ημερών μας την συναντάμε μόνο όταν ο διαιτητής πάει να εξετάσει μια φάση επειδή του το είπε το VAR, μπορούσες να κάνεις καριέρα. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν να έχεις ταλέντο στο ποδόσφαιρο. Να ξέρεις τι να την κάνεις τη ρημάδα την μπάλα όταν φτάνει στα πόδια σου. Ο Κιμέντι ήταν μια τέτοια περίπτωση. Κοντούλης, με πολλά παραπανίσια κιλά και μια φάτσα που θύμιζε περισσότερο δάσκαλο μαθηματικών στο Γυμνάσιο στα τιμημένα 80s, έπαιζε ποδόσφαιρο, ως επιθετικός, επειδή είχε εξαιρετικά δυνατό σουτ και επειδή η τεχνική του θύμιζε δεκάρι που το έσκασε από φτωχογειτονιά της Μπόκα και που αν δεν είχε γίνει ποδοσφαιριστής μάλλον θα είχε ακολουθήσει καριέρα κομπαδρίτο, από εκείνους που σύχναζαν στα κακόφημα στέκια και προκαλούσαν σε καυγά αγνώστους με την τρομερή πρόφαση «γιατί με κοίταξες ρε φίλε».
Ο Κιμέντι ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1972 στην Ματέρα, ομάδα της Γ’ κατηγορίας Ιταλίας, σκοράροντας 16 γκολ σε 36 αναμετρήσεις, στρέφοντας πάνω του τα βλέμματα πολλών ομάδων, λαμπερών και άσημων. Μία από αυτές ήταν η Λάτσιο του Τομάσο Μαεστρέλι και του ασταμάτητου επιθετικού Τζόρτζιο Κινάλια. Ο Κιμέντι έγινε παίκτης της Λάτσιο και μετακόμισε στην Αιώνια Πόλη σε μια περίοδο που οι «γαλάζιοι» της πόλης έπαιζαν στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ και είχαν την ποιότητα να παλέψουν για το πρωτάθλημα Ιταλίας. Ο ανταγωνισμός ήταν τεράστιος και με την Λάτσιο να κάνει πορεία πρωταθλητισμού, ο νεαρός και άγουρος Κιμέντι δεν μπορούσε -με τίποτα- να βρει χώρο στην ενδεκάδα. Κάπως έτσι, έφυγε στη μέση της σεζόν για την Λέκο, ομάδα της Γ’ κατηγορίας, για να μπορέσει να βρει την ευκαιρία να αγωνιστεί, χάνοντας παράλληλα την ευκαιρία να είναι μέλος της ομάδας της Λάτσιο που κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, αφήνοντας 2η τη Γουβέντους, γράφοντας παράλληλα (ακόμα) μία μαύρη σελίδα στο ιταλικό ποδόσφαιρο καθώς μπορεί να κατέκτησε το πρωτάθλημα, λόγω όμως των σοβαρών επεισοδίων που έκαναν οι οπαδοί της, στον ευρωπαϊκό αποκλεισμό από την Ίπσουιτς, της αφαιρέθηκε το δικαίωμα να αγωνιστεί στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης για τη σεζόν 1974-1975. Την εποχή εκείνη ξεκίνησαν οι σπουδαίες εμφανίσεις του Κιμέντι, κυρίως σε ομάδες της Β’ και Γ’ κατηγορίας, σκοράροντας πολλά γκολ με δυνατά σουτ εκτός της περιοχής, τελειοποιώντας παράλληλα και το σήμα κατατεθέν του, την ντρίμπλα bicicletta, δηλαδή «το ποδήλατο».
Η ντρίμπλα – ποδήλατο φυσικά και δεν ήταν δική του ανακάλυψη καθώς η ιστορία λέει ότι γεννήθηκε, όπως οι περισσότερες ποδοσφαιρικές «ομορφιές», στις παραγκουπόλεις της Βραζιλίας, με τον Κιμέντι όμως να την κοπιάρει τόσο τέλεια που στις συνειδήσεις πολλών Ιταλών φίλων του ποδοσφαίρου έχει μείνει ως δική του έμπνευση και εκτέλεση. Η ντρίμπλα, για όσους δεν το κατάλαβαν, είναι αυτή που όταν η μπάλα βρίσκεται πίσω μας και είμαστε σε κίνηση, την βρίσκουμε με αντίθετη φορά, και με τα δύο πόδια, κάνοντας ουσιαστικά ένα μοναδικής ομορφιάς «σομπρέρο» ικανό να εκνευρίσει ακόμα και τον πιο ήρεμο αντίπαλο, αφήνοντας άφωνο το κοινό. Όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος ο Κιμέντι «Ξέροντας ότι δεν είμαι ούτε ο πιο γρήγορος, ούτε ο πιο δυνατός, έπρεπε να βρω κάτι που να με χαρακτηρίζει και να με κάνει δύσκολα αντιμετωπίσιμο και αυτό δεν ήταν άλλο από την ντρίπλα – ποδήλατο που με διαχώρισε από πολλούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής». Τα θύματά του ήταν πολύ περισσότερα από τους τερματοφύλακες που μάζεψαν την μπάλα από τα δίχτυα τους μετά από δικό του σουτ και αυτό λέει πάρα πολλά αν σκεφτούμε πως ο Κιμέντι είχε μια πολύ καλή σχέση με τα αντίπαλα δίχτυα. Κάπως έτσι, κι αφού μοιράζει «ποδιές» με το κιλό, το 1977 η Παλέρμο, που αγωνίζεται στη Β’ κατηγορία, θα τον κάνει δικό της, μένοντας μαζί της για δύο μαγικές σεζόν που συζητιούνται ακόμα και σήμερα από τους πραγματικούς φίλους της ομάδας. Ο Κιμέντι σκόραρε σε δύο σεζόν 29 τέρματα, μόνο για το πρωτάθλημα, φτάνοντας με την ομάδα της Σικελίας το 1979 μέχρι και τον τελικό του Κόπα Ιτάλια απέναντι στο μεγαθήριο της Γιουβέντους.
Σε εκείνο τον τελικό υπήρχε φαβορί και αουτσάιντερ, υπήρχε πλούσιος και φτωχός, υπήρχε ισχυρός και αδύναμος και όλα τα προγνωστικά ήταν υπέρ της Γιουβέντους. Η Παλέρμο θα ήταν απλώς η ομάδα που θα συμπλήρωνε το κάδρο. Αυτή που ήρθε για να χάσει. Ο Βίτο Κιμέντι και οι συμπαίκτες του ήταν οι μόνοι που είχαν διαφορετική άποψη και το έδειξαν μόλις από το πρώτο λεπτό όταν ο βραχύσωμος επιθετικός άνοιξε το σκορ, γράφοντας τις πρώτες λέξεις σε ένα πανέμορφο ποδοσφαιρικό σενάριο που η εχθρική διαιτησία προς την ομάδα του και ένα δολοφονικό μαρκάρισμα στον ίδιο από τον Αντόνιο Καμπρίνι στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, έβαλαν τις βάσεις για να φτάσει η Γιουβέντους στη νίκη με 2-1 στην παράταση. Όπως έχει παραδεχτεί ο τωρινός πρόεδρος της Παλέρμο, Ντάριο Μίρι «Ο Βίτο Κιμέντι εκείνη τη μέρα έγινε το είδωλό μου. Χρόνια μετά είχα την απόλυτη χαρά να γίνουμε και πραγματικοί φίλοι. Η πιο γενναία ψυχή που φόρεσε ποτέ την φανέλα της ομάδας μας και γι’ αυτό θα τον αγαπάμε για πάντα στην πόλη μας». Μετά από μια τριετία που τον βρήκε σε μικρές ομάδες της Β’ και Α’ κατηγορίας έφτασε το 1982 στην Ταράντο, που είχε ανέβει μετά από 12 χρόνια στην Β’ κατηγορία, από την Αβελίνο, με τον πρόεδρο της ομάδας να ρίχνει πολλά χρήματα (που μάλλον δεν είχε) για να ανέβει η ομάδα στην Α’ κατηγορία. Στο πρόσωπο του Βίτο Κιμέντι έβλεπαν κάποιον που είχε την εμπειρία και φυσικά το ταλέντο ώστε να ηγηθεί. Η πρώτη του σεζόν ήταν εξαιρετική αν και η άνοδος δεν ήρθε ποτέ με τον ίδιο να πέφτει αισθητά στις δύο τελευταίες του σεζόν. Το 1985, στα 32 του χρόνια, θα βάλει τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, «παρκάροντας» για πάντα το «ποδήλατο» που είχε χαρίσει στο κοινό της Ιταλίας ξέροντας πως η (ποδοσφαιρική) διαδρομή του είχε γίνει τόσο δύσβατη όσο εκείνη του πρωταγωνιστή στις σελίδες του Μπαρτολίνι και στο φιλμ του ντε Σίκα, στις κακόφημες γειτονιές της Ρώμης.
Από το 1995 μέχρι και πριν ένα χρόνο δούλευε ως προπονητής σε μικρές ομάδες και ειδικά σε ακαδημίες με παιδιά μαθαίνοντας τους τα μυστικά της μπάλας δίνοντας πάντα έμφαση στο κομμάτι του χαρακτήρα. Άλλωστε πόσα παιδιά από μία ακαδημία θα παίξουν επαγγελματικά; Ελάχιστα έως κανένα. Πόσα θα βγουν να ζήσουν σε μία δύσκολη όμως κοινωνία; Αυτό ήταν και το σημαντικότερο για τον ίδιο. Η διάπλαση σωστών και δυνατών χαρακτήρων. Στις 29 Ιανουαρίου του 2023, ως προπονητής της ομάδας Κ-19 της Πομαρίκο, λίγη ώρα πριν από αναμέτρηση της ομάδας, θα μπει να κάνει ένα γρήγορο ντους. Εκεί θα νιώσει μια μικρή αδιαθεσία και πριν προλάβει να φτάσει στο νοσοκομείο θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Ήταν 69 ετών. Ο παλιός επιθετικός Φράνκο Σελβάτζι, πρωταθλητής κόσμου με την Ιταλία το 1982 και παλιά δόξα της Ταράντο στα 70s, θεωρεί ακόμα και σήμερα πως ο Βίτο Κιμέντι είναι ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής που φόρεσε ποτέ την φανέλα της ομάδας. Μπορεί επίσης να είναι και ο κορυφαίος παίκτης της Λάτσιο από εκείνους που δεν κατάφεραν να σκοράρουν ποτέ με την φανέλα της. Η αρχική φωτογραφία είναι από ένα παιχνίδι στο Παλέρμο, με τους θρύλους της ομάδας. Ο Κιμέντι ζει για πάντα στην ιστορία του συλλόγου.