Η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα να κυλά στο χιόνι κόκκινη μπάλα – για να μπορεί να διακρίνεται στον «στρωμένο» με πάλευκο χαλί αγωνιστικό χώρο, ήταν σε ένα παιχνίδι Έβερτον – Γουότφορντ με τον Έλληνα σπορτκάστερ να εκθειάζει εκστασιασμένος το σθένος και τις ικανότητες των Εγγλέζων παικτών να «χορεύουν» στο χιόνι και να προσφέρουν γκολ και συγκινήσεις στο φιλοθεάμον κοινό.
Βέβαια το ότι η μπάλα ήταν κόκκινη δεν μπορούσα να το δω ακριβώς, καθώς η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη, αλλά και την περιώνυμη ανωτερότητα του εγγλέζικου φουτμπόλ, δυσκολευόμουν κι αυτή (από τότε) να την διακρίνω, καθώς όποτε τυχόν βλέπαμε κανένα ευρωπαϊκό παιχνίδι της Ρεάλ Μαδρίτης ή της Γιουβέντους του Πλατινί, η σύγκριση ήταν καταλυτική.
Ανήκω βλέπεις, σε μια γενιά που έχει μεγαλώσει ποδοσφαιρικά σε κυριολεκτικά αλλοτινούς έως ανεξήγητους καιρούς, χωρίς διαδίκτυο και παγκοσμιοποίηση, αλλά με ψυχρό πόλεμο και με ελάχιστες προσλαμβάνουσες παραστάσεις του διεθνούς (αθλητικού και μη) στερεώματος – κυρίως από αγγλικό ποδόσφαιρο σε «κονσέρβα» και γεμάτη ποδοσφαιρικά κλισέ και δοξασίες που σήμερα θα φάνταζαν παραδοξότητες.
Ένα κλασσικό στερεότυπο που αναπαραγόταν κατά κόρον από τους σπορτκάστερ της ΕΡΤ, ήταν αυτό περί της ανωτερότητας του αγγλικού ποδοσφαίρου που δεν τη σκίαζε φοβερά καμιά και φυσικά ούτε οι καιρικές συνθήκες. Γιατί την ώρα που αεροπλάνα, τρένα και λεωφορεία καθηλώνονταν σε μέρες έντονων χιονοπτώσεων, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες στο νησί διεξάγονταν κανονικά, καθώς τόσο οι φροντιστές των σταδίων, όσο και δεκάδες εθελοντών οπαδών ή ακόμη και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, φτυάριζαν και καθάριζαν με τις ώρες τους αγωνιστικούς χώρους, για να εξασφαλίσουν ότι θα γίνει το ματς, όσο χιόνι και να έπεφτε.
Το πιο γνωστό όμως κλισέ που παντρεύει ποδόσφαιρο με χιονιά, είναι αυτό του «παγωμένου Ούλεβι». Είναι Μάρτιος του 1985, ο Παναθηναϊκός έχει φτιάξει μια τρομερή ομάδα όπου δέσποζε η αρχοντική μορφή του Βέλιμιρ Ζάετς στο κέντρο και η δεινότητα του Δημήτρη Σαραβάκου μπροστά και αντιμετωπίζει τη Σουηδική Γκέτεμποργκ στον προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (προπομπός του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ).
Αυτή θρυλείται ότι είναι και η πρώτη φορά που ο Παναθηναϊκός συνάντησε χιόνι (αν και ο αγωνιστικός χώρος είχε καθαριστεί πριν το ματς) και παράλληλα συστήθηκε στο ελληνικό κοινό, το «παγωμένο Ούλεβι», μια φράση που εκείνες τις ημέρες πρέπει να ακούστηκε στην τηλεόραση και να γράφτηκε στο τύπο περισσότερες από 365 χιλιάδες φορές.
Έκτοτε κανείς Έλληνας φίλαθλος δεν διανοήθηκε να φανταστεί ότι το γήπεδο του Γκέτεμποργκ θα μπορούσε ποτέ να μην είναι επικαλυμμένο από έναν υμένα χιονιού ή έστω το θερμόμετρο του σταδίου να μην δείχνει πολικές θερμοκρασίες και με τους θεατές να μην είναι τυλιγμένοι στα χοντρά μπουφάν τους και τη σκανδιναβική τους υπεροψία, περιμένοντας να τη θρυμματίσει το γκολ του Σαραβάκου.
Ήταν το 50ο λεπτό ενός παιχνιδιού, με την Γκέτεμποργκ να πιέζει ασφυκτικά αλλά τον Χρήστο Δημόπουλο να κάνει μια τρομερή κούρσα στην κόντρα που απέφερε ένα τραβηγμένο πέναλτι και τον Σαραβάκο στην άσπρη βούλα. Ο «μικρός» ήταν ψύχραιμος και έβαλε τον θεμέλιο λίθο για την πρόκριση στα ημιτελικά, όπου έμελλε να πέσει πάνω στην τελευταία παράσταση της μεγάλης Λίβερπουλ εκείνης της εποχής.
Και έτσι μας έμεινε το παγωμένο Ούλεβι της καρδιάς μας, ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης. Γιατί ανήκει στις παρυφές μιας εποχής – άλλο παράδοξο αυτό – που όλοι πανηγυρίζαμε ομόθυμα τις διάσπαρτες επιτυχίες των ομάδων μας στην Ευρώπη, χωρίς να έχει φωλιάσει ακόμη το τυφλό οπαδικό σαράκι που κατέφαγε τα σωθικά του ποδοσφαίρου μας στις δεκαετίες που ακολούθησαν
Γιατί σε μια πρόχειρη και προφανώς επιλεκτική και άκρως υποκειμενική ανθολογία της μνήμης, οι ανεξίτηλες στιγμές δεν έχουν την παραμικρή οπαδική χροιά. Θυμάμαι τον εαυτό μου να πανηγυρίζει έξαλλα την απίθανη γκολάρα του Χρήστου Δημόπουλου, του λεγόμενου και «Φονιά» στο Κομουνάλε του Τορίνο (που αν δεν είχε αποκτήσει ήδη το παρατσούκλι, θα το έπαιρνε δικαιωματικά εκείνο το βράδυ), αλλά συνάμα να χοροπηδάω και να ουρλιάζω παρέα με τον Χελάκη, «τον ξεφτίλισε», στην αλησμόνητη λόμπα του Τζιοβάνι στον Μοντραγκόν στη Ριζούπολη…
Όπως πχ εύχομαι να πανηγυρίζω και τον άλλο μήνα ένα πολύ μεγάλο αποτέλεσμα του Ολυμπιακού μέσα στο Μπέργκαμο επί της Αταλάντα για την φάση των “16” του Europa League και γιατί όχι, μια πορεία, που να μπορεί να φτάσει μέχρι και την κατάκτηση του τροπαίου.
Μου σηκώνεται ακόμη η τρίχα όταν αφουγκράζομαι ένα ασφυκτικά γεμάτο ΟΑΚΑ να αναφωνεί σε κάθε γωνιά του, σε μια παράδοξη και εντελώς “spooky” ευκτική «φύγε ρε Λύμπε», δευτερόλεπτα πριν ο Σέζαρ κάνει το 1-0 της ΑΕΚ επί της Μίλαν με απευθείας εκτέλεση φάουλ.
Έχω κοιμηθεί με μάτια κόκκινα από το κλάμα, ίσως περισσότερο κόκκινα και από του Μλάντεν Φορτούλα, μετά το χαμένο (ένατο) πέναλτι του Κώστα Μαλιούφα στην «ρώσικη ρουλέτα» του Μονάχου κόντρα στην Μπάγερν.
Θυμάμαι ακόμη ένα μεσημέρι να γυρίζω από το σχολείο και η τηλεόραση να παίζει μια ματσάρα που όμοια της είναι ζήτημα να είδα ξανά μέχρι σήμερα πάνω από δέκα φορές – κάποιος Πλατινί να κάνει μαγικά στο Χαριλάου, αλλά κάθε φορά ο Άρης να ισοφαρίζει και να πιέζει ασφυκτικά για την μεγάλη ανατροπή. Εξάλλου δεν είχαν περάσει παρά λίγες εβδομάδες από το ιστορικό 0-3 επί της Περούτζια του Πάολο Ρόσι και λίγες μόλις εβδομάδες πριν βγει στην αγορά ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής (PC) της Hewlett Packard…
Προφανώς η παράθεση αντίστοιχων μυθικών στιγμών δεν εξαντλείται σε δυο αράδες και είναι διαφορετική για τον καθένα μας, ανάλογα με τα βιώματα του και συγκυρίες. Ποιος μπορεί εξάλλου να ξεχάσει το γκολ του Βαζέχα στο Άμστερνταμ, τις μαγικές βραδιές του Ολυμπιακού στο Λονδίνο με την Άρσεναλ ή τα γκολ του Μαύρου (του Θεού) στην επική ανατροπή επί της ΚΠΡ για τους παλιότερους κοκ
Η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα να κυλά στο χιόνι κόκκινη μπάλα, ήταν πριν από σχεδόν 40 χρόνια. Από τότε έχουν αλλάξει τόσα πολλά και σε τόσο κατακλυσμιαίο βαθμό που ενίοτε τρομάζω. Όσο όμως η γοργόνα συνεχίζει να ρωτάει τις ίδιες δύο ερωτήσεις στους ποντοπόρους των θαλασσών των αθλητικών γεγονότων και μεταδόσεων, μια ασφάλεια τη νοιώθω:
– Παραμένει το εγγλέζικο το καλύτερο στον κόσμο;
Το εγγλέζικο φουτμπόλ ζει και βασιλεύει και τα Μουντιάλ κυριεύει έσπευσα να της απαντήσω χωρίς υπόνοια δισταγμού και με φωνή Αλέκου Θεοφιλόπουλου…
– Είναι ακόμη παγωμένο το Ούλεβι;
Αλίμονο όμως σε εκείνον που δεν δώσει την σωστή απάντηση…
Maestro