Αϊτή, Καναδάς, Ευρώπη: η ιστορία του υποτιμημένου Τζόναθαν Ντέιβιντ

Σε ένα σύγχρονο ποδόσφαιρο γεμάτο μεταγραφές πολλών εκατομμυρίων, ατζέντηδες που φουσκώνουν τιμές και παίκτες που με μία ή μισή σεζόν μετακομίζουν σε μεγαλύτερους συλλόγους, είναι πολύ σπάνιο για ποδοσφαιριστές που ξεχωρίζουν να μένουν σε μια ομάδα για καιρό, ειδικά όταν δεν υπάρχει κάποιο συναισθηματικό δέσιμο, μια αγάπη για τη φανέλα και τον σύλλογο. Στα βόρεια της Γαλλίας, εκεί κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, υπάρχει μια τέτοια περίπτωση στην ομάδα της Λιλ. Ένας παίκτης που δεν τον πήραν τα χρόνια, κάθε άλλο, βρίσκεται σε μια πολύ καλή ηλικία, ξεχωρίζει σταθερά, τα νούμερά του είναι εξαιρετικά και όμως φαίνεται να είναι υποτιμημένος, να προκαλεί μεν το ενδιαφέρον, αλλά κανείς να μην κάνει το βήμα παραπάνω. Σαν να μην εμπιστεύεται ότι ο Τζόναθαν Ντέιβιντ είναι αρκετά καλός για το μεγαλύτερο επίπεδο. Για κάποιο άλλο πρωτάθλημα.

Η ιστορία μας ξεκινά στο Μπρούκλιν. Η έγκυος μαμά Ντέιβιντ βρέθηκε εκεί για να επισκεφτεί συγγενείς και τελικά γέννησε στις ΗΠΑ. Δεν είναι σίγουρο αν έγινε κατά τύχη ή σκοπός ήταν ο Τζόναθαν να αποκτήσει την υπηκοότητα. Η οικογένεια πάντως δεν σκόπευε να μείνει στις ΗΠΑ και όταν ο μικρούλης μπόρεσε να ταξιδέψει, επέστρεψαν πίσω στην Αϊτή, τον τόπο τους. Στο Πορτ-ο-Πρενς πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του και, όπως λέει, κρατάει μέσα του κάτι από την Αϊτή, την εργατικότητα, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες. Επόμενος σταθμός της ζωής του ο Καναδάς και η πρωτεύουσα Οττάβα, το μέρος στο οποίο μετανάστευσε η οικογένεια Ντέιβιντ, όταν ο Τζόναθαν ήταν έξι ετών. «Δεν γνωρίζω ακριβώς γιατί ο Καναδάς έγινε ο τελικός μας προορισμός. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η ασφάλεια και ότι είναι μια από τις πιο φιλόξενες χώρες στον κόσμο. Οι Καναδοί είναι φιλικοί και έτοιμοι πάντα να σε βοηθήσουν. Δεν θα πω ότι δεν υπάρχει ρατσισμός, υπάρχει παντού στον κόσμο, αλλά εγώ δεν τον βίωσα», θα δηλώσει χρόνια μετά σε βελγικό μέσο.

«Έζησα για έξι χρόνια συνολικά στην Αϊτή, αλλά ήμουν μικρός και δεν έχω πολλές αναμνήσεις. Όταν ήμουν 12 ετών ταξίδεψα ξανά εκεί για πρώτη φορά και μου έμειναν ορισμένα πράγματα. Η ζέστη, το μποτιλιάρισμα και οι πανέμορφες παραλίες. Δεν έχω επισκεφτεί ξανά την Αϊτή, αλλά πάντα τη θεωρώ σπίτι μου. Κουβαλώ τη χώρα μέσα μου, δεν τη χάνω ποτέ. Οι Ευρωπαίοι συνδέουν την Αϊτή με φτώχεια και σεισμούς. Δεν είναι το πιο ασφαλές και ευχάριστο μέρος να μένει κανείς, αλλά κάθε χώρα έχει τα θετικά της»

Ο πιτσιρικάς Τζόναθαν λάτρευε την μπάλα από την Αϊτή, κόλλησε το “μικρόβιο” από τον πατέρα του, βλέποντάς τον να παίζει και συχνά παίζοντας μαζί του  ή με φίλους στον δρόμο. Παρότι πήγε σε μια χώρα που το ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο δημοφιλές, η επιλογή του σχολείου ήταν άριστη. Το γυμνάσιο Λουί Ριέλ έχει πολύ καλές εγκαταστάσεις και ένα εξαιρετικό αθλητικό πρόγραμμα. Είναι ένα σχολείο που έχει βγάλει αρκετούς επαγγελματίες παίκτες του χόκεϊ, μιλάμε για Καναδά και ένα άθλημα που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές εκεί, αλλά στην περίπτωση του Τζόναθαν Ντέιβιντ είχε στις τάξεις του ένα ποδοσφαιρικό ταλέντο. Ο Ντέιβιντ λέει ότι οφείλει πολλά στο πρόγραμμα του σχολείου που τον άφηνε να ασχοληθεί, να “συνδεθεί” με την μπάλα, να παίξει πολύ. Λάτρευε να βλέπει ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, είχε ερωτευτεί τον Ροναλντίνιο, αλλά και την ποιότητα του Ανρί. Δεν σκεφτόταν όμως σοβαρά ακόμα την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Στην εφηβεία ήθελε απλά να βγαίνει έξω με φίλους, να παίζει στο PlayStation. Έπαιζε σε τοπικές ομάδες, αλλά δεν προσπαθούσε ιδιαίτερα στις προπονήσεις, μέχρι που ο προπονητής του τον πήρε κοντά του και του είπε ότι έχει μεγάλο ταλέντο και μπορεί να γίνει σπουδαίος ποδοσφαιριστής. «Ήρθε η ώρα να πάρεις στα σοβαρά το ποδόσφαιρο», του είπε ο Χάνι Ελ-Μαγκράμπι. Και πράγματι αυτό έγινε και ο Ντέιβιντ μέχρι σήμερα ευχαριστεί τον κόουτς.

Πέρασε από διάφορους συλλόγους της Οττάβας και σιγά σιγά άρχισε να καταλαβαίνει ότι όντως το ταλέντο του ήταν για παραπάνω, να γίνει ένας αξιόλογος σέντερ φορ. Το όνειρο της μετακόμισης στην Ευρώπη άρχισε να μεγαλώνει μέσα του. Ίσως σε άλλες εποχές δεν θα ήταν εύκολο να γίνει πραγματικότητα. Αλλά στην εποχή μας οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί χάρη στην τεχνολογία. Χάρη σε σκάουτ και στον ατζέντη του Νίκο Μαυρομάρα, το όνομα του Ντέιβιντ πέρασε και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Τα πράγματα δεν ήταν όμως τόσο εύκολα. Ο Ντέιβιντ δοκιμάστηκε σε Σάλτσμπουργκ και Στουτγκάρδη, αλλά απορρίφθηκε. Δεν το έβαλε κάτω όμως, δεν έχασε την πίστη του. Ήταν αποφασισμένος να κάνει το πέρασμα στην Ευρώπη. Το μέλλον του τελικά ήταν στο Βέλγιο. 18 χρονών αφήνει τον Καναδά και πάει στην 4η χώρα στη ζωή του, το Βέλγιο. Τον Ιάνουριο του 2018 η Γάνδη τον αποκτά.

Ο Ντέιβιντ από τη σεζόν 2018-19 μπαίνει για τα καλά στην πρώτη ομάδα, η διαφορά στο επίπεδο ανάμεσα στις ομάδες της Οττάβας και το βελγικό πρωτάθλημα είναι χαώδης, αλλά ο ίδιος είναι αποφασισμένος να πετύχει. Θα σκοράρει 12 φορές στο πρωτάθλημα και άλλες 2 στην Ευρώπη. Έρχονται έτσι και οι κλήσεις στην εθνική του Καναδά. Η 2η σεζόν του είναι ακόμα καλύτερη, εντυπωσιακή. Θα παίξει 27 φορές και θα σκοράρει 18 γκολ, θα ισοβαθμήσει στην 1η θέση των σκόρερ. Και όλα αυτά εν μέσω ενός προσωπικού δράματος. Η μητέρα του μετά από μάχη με τον καρκίνο χάνει τη ζωή της. «Ήταν πολύ δύσκολο για μένα», θα πει. Φεύγει από το Βέλγιο για να πάει στην κηδεία και να μείνει μερικές μέρες με τους συγγενείς του. «Το ξέρω ότι θα ήθελε να συνεχίσω να βάζω τα δυνατά μου, να προχωρήσω». Ο Ντέιβιντ γυρίζει αποφασισμένος να τα καταφέρει για τη μαμά του και τα όσα έκανε για εκείνον. Και όπως είδαμε τα κατάφερε.

Μπορεί να μην είναι ο σταρ του Καναδά, αυτόν τον ρόλο τον έχει ο Αλφόνσο Ντέιβις, αλλά έστω και σε ένα δευτερεύον ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, όπως αυτό του Βελγίου, ο Τζόναθαν ξεχωρίζει. Ένας εργάτης με καλή τεχνική, καλά τελειώματα και με τα δύο πόδια, έφεση στο σκοράρισμα, συγκεντρωμένος στο παιχνίδι, μπορεί να κουβαλήσει την μπάλα. Ένα ολοκληρωμένο σύγχρονο φορ. Φαίνεται ότι το Βέλγιο είναι μικρό γι’ αυτόν. Η Λιλ, όπως είπαμε, είναι πολύ κοντά στο Βέλγιο. Τον παρακολουθεί και το καλοκαίρι του 2020 τον αποκτά με 30 εκατομμύρια Ευρώ.  Η κατάσταση στη Λιλ είναι περίεργη. Είναι ένα πρότζεκτ που ανακαλύπτει παίκτες και αγωνιστικά λειτουργεί πολύ καλά, εξελίσσοντάς τους. Από την άλλη αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά θέματα, όλες τις πληγές του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Εκείνη την εποχή γράψαμε για τη Λιλ που ταυτόχρονα κινδυνεύει με τιμωρία και δίνει μάχη για το πρωτάθλημα (αν ενδιαφέρεστε πατήστε εδώ). Η Λιλ αγοράζει, πουλάει, παίζει καλά ή άσχημα, πάντα με τον Τζόναθαν Ντέιβιντ να είναι εκεί.

Κατακτά στην πρώτη του σεζόν το πρωτάθλημα, σκοράροντας 13 φορές. Στα επόμενα πρωταθλήματα η Λιλ θα τερματίσει από 10η μέχρι 4η. Αλλά η σταθερά της είναι ο Καναδός. 15, 24 και 19 γκολ. Φέτος βρίσκεται στα 11 στο πρωτάθλημα και έχει ήδη 7 στο ανανεωμένο και διαφορετικό Τσάμπιονς Λιγκ στην προσπάθεια της Λιλ για το καλύτερο δυνατό. Είναι πλέον στην 5η του σεζόν στην ομάδα και δεν έχει φύγει. Πώς γίνεται να βρίσκεται ακόμα εκεί; Παίζει σε καλό πρωτάθλημα, πρωτάθλημα που όσοι ξεχωρίζουν θα φύγουν αργά ή γρήγορα. Παίζει σε ομάδα που ξέρει να πουλάει και την εμπιστεύονται οι μεγάλοι για αγορές. Τα τελευταία χρόνια έχει δώσει τον Γιορό με πάνω από 60 εκατομμύρια στη Γιουνάιτεντ, τον Γουεά στη Γιουβέντους, Ονάνα και Μπότμαν σε Έβερτον και Νιούκαστλ με περίπου 40 εκατομμύρια έκαστο, Μενιάν και Ικονέ σε Μίλαν και Φιορεντίνα, τον Όσιμεν με περίπου 80 εκατομμύρια στη Νάπολι και τον Πέπε με άλλα τόσα στην Άρσεναλ. Εκατοντάδες εκατομμύρια. Ο Ντέιβιντ είναι σταθερά στους τοπ παίκτες της. Δεν έχει θέματα συμπεριφοράς (το αντίθετο), δεν τραυματίζεται πολύ. Δεν υπάρχει κάποιο “red flag” που να τον κάνει μη επιθυμητό. Κι όμως είναι ακόμα εκεί.

Ήδη, από τότε που ήταν στο Βέλγιο, είχαν ακουστεί μεγαλύτερα ονόματα της Λιλ. Αυτό συνεχίζεται σταθερά. Όσοι δεν τον ήξεραν, τον άκουσαν σίγουρα, καθώς σκόραρε απέναντι σε Ρεάλ και Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά και Γιουβέντους στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τα πράγματα σίγουρα είναι πιο εύκολα φέτος. Η Λιλ δεν τον πούλησε, αλλά δεν κατάφερε και να τον ανανεώσει. Ο Ντέιβιντ μένει ελεύθερος το καλοκαίρι. Το ρίσκο είναι σχεδόν μηδενικό πλέον για οποιαδήποτε ομάδα και θα είναι ένα μικρό θαύμα αν ο Καναδός δεν μετακομίσει το καλοκαίρι για κάπου αλλού. Οι ομάδες που έχουν ενδιαφερθεί είναι ίσως και δεκάδες. Πιο ζεστές φαίνονταν οι Γιουνάιτεντ και η Μπάγερν τον τελευταίο καιρό, αλλά και ομάδες όπως η ΠΣΖ, η Τότεναμ και η Λίβερπουλ ακούγονται. Ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα ξανά την αγάπη του για την Μπαρσελόνα, την ομάδα που όπως λέει υποστηρίζει από μικρός. Δεν φαίνεται να ανησυχεί ή να αγχώνεται. Τα αντιμετωπίζει όλα με την ίδια ψυχραιμία. Για παράδειγμα, είπε ότι δεν βρίσκεται στο καλύτερο επίπεδο της καριέρας του. Συνεχίζει να πιστεύει ότι η δεύτερη σεζόν του στο Βέλγιο ήταν η καλύτερή του. Πιστεύει ότι μπορεί να βελτιωθεί ακόμα στον αέρα, δεν είναι τόσο καλός όσο θα ήθελε. Με ύψος 1.78 σίγουρα κανείς δεν τον κατηγορεί γι’ αυτό, αλλά δεν έχει σημασία. Η λογική λέει ότι από του χρόνου θα μάθουμε αν ο Ντέιβιντ ήταν απλά υποτιμημένος ή όντως τελικά το επίπεδό του δεν ήταν για μεγαλύτερο σύλλογο.