Κάποτε στην Αυστραλία

Το φετινό Australian Open είναι το πιο παράξενο τουρνουά στην ιστορία και θα το θυμόμαστε για πολλά χρόνια, ή μάλλον ελπίζουμε να το θυμόμαστε για πολλά χρόνια, έχοντας επιστρέψει δηλαδή σε μια (πιο) κανονική ζωή, χωρίς “social distancing” και αθλητικά γεγονότα κεκλεισμένων των θυρών. Παράλληλα, ελπίζουμε να περάσει στην ιστορία σαν το πρώτο «Γκραν Σλαμ» που θα έχει κερδίσει Έλληνας, αν και στην περίπτωση του Στέφανου Τσιτσιπά, ταιριάζει γάντι η ιστορική δήλωση του Νίκου Γκάλη: «η μεγαλύτερη νίκη μέχρι την επόμενη» – για την ακρίβεια, το πρώτο “Γκραν Σλαμ”, μέχρι τα επόμενα. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Σε μια χώρα-ήπειρο που ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική στην αντιμετώπιση του Covid-19 από την Ευρώπη και περιόρισε τον αριθμό των κρουσμάτων μόλις στις 27.000 η προοπτική να βρεθεί εκτεθειμένη στη νέα βρετανική μετάλλαξη του ιού μέσω των 370 παικτών και συνολικά 1.270 μαζί με προπονητικά τιμ ξένους ήταν εξαρχής εκτός κουβέντας και αυτό ουσιαστικά «μετάλλαξε» και το τουρνουά. Οι Αυστραλοί τήρησαν σκληρή καραντίνα για τέσσερεις μήνες, πέρασαν τις γιορτές μακριά απ’ τους δικούς τους και έβλεπαν τους τενίστες που καταφθάνουν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κυριολεκτικά με μισό μάτι.

Η δε ανώριμη συμπεριφορά πληθώρας παικτών που δεν τήρησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα ούτε κατά την διάρκεια της πτήσης τους, ούτε κατά την παραμονή τους στο “Γκράν Χάγιατ”, σε συνδυασμό με τα συνεχή παράπονα τους για την ποιότητα του φαγητού και τους περιορισμούς (“είναι σαν φυλακή που απλά έχει wifi”) προκάλεσαν ανεπανόρθωτα την τοπική κοινή γνώμη και όταν κατά τη δεύτερη εβδομάδα η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να επιστρέψει το σχήμα «κεκλεισμένων των θυρών», δεν άνοιξε μύτη – κανείς εξάλλου δεν θα θυσίαζε την βόλτα του ή το μπάνιο του για την εμπορική επιτυχία ενός τουρνουά. Γιατί τα αθλητικά γεγονότα όσο συναρπαστικά και θεαματικά κι αν είναι, παραμένουν το ωραιότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή.

Η καραντίνα, η καραντίνα όλα τα σβήνει

Όλες αυτές οι ιδιαιτερότητες καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό, την ίδια την πορεία του τουρνουά, για να φτάσουμε τόσο στους δύο ημιτελικούς των αντρών όσο και στον τελικό των γυναικών να έχουν προκριθεί οι παίκτες και παίκτριες με το βέλτιστο συνδυασμό πνευματικής δύναμης και φυσικής κατάστασης. Γιατί τόσο τα αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα και η καραντίνα 14 ημερών με υποτυπώδεις (ή και χωρίς καθόλου) προπονήσεις πριν το ξεκίνημα του τουρνουά, όσο και σε συνδυασμό με την διεξαγωγή των κρισιμότερων αγώνων χωρίς το μπιζάρισμα των θεατών, σε σχεδόν εργαστηριακές συνθήκες (ακόμη και οι επόπτες γραμμών, έχουν αντικατασταθεί από συστήματα αυτομάτου ελέγχου), λειτούργησαν σαν ανυπέρβλητο ανάχωμα για αθλητές που δεν βρίσκονταν ήδη στο 110% φυσικής κατάστασης (καθώς σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν προβλήματα τραυματισμών, ακόμη και ο βιονικός Ναδάλ) ή/και που δεν ήταν αρκούντως προετοιμασμένοι πνευματικά.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που τόσο το ζευγάρι του τελικού των γυναικών όσο και οι τρεις στους τέσσερεις «ντεμί-φιναλίστ» των ανδρών, ώρες, ώρες σου δίνουν την αίσθηση ότι παρακολουθείς «ανδροειδή» με άψογα προγραμματισμένες τενιστικές κινήσεις και πλήρη αποστασιοποίηση από τα συναισθήματα τους. Γιατί όπως έχουμε ξαναπεί, το Τένις είναι κατεξοχήν άθλημα ψυχολογίας και σταθερότητας – δεν έχει σημασία ο τέλειος πόντος, αλλά η ικανότητα να παίζεις κάθε πόντο αξιόπιστα στο μέτρο των δυνατοτήτων σου, χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις στην απόδοση σου και χωρίς να επηρεάζεσαι από την κρισιμότητα του. Η σταθερότητα και η ψυχραιμία, είναι πιο σημαντικά από το υπερχειλίζον ταλέντο, χωρίς καλούπι συνέπειας και εγκαρτέρησης.

Κάπως έτσι μας προέκυψε και η μεγάλη έκπληξη του τουρνουά, που δεν είναι φυσικά ο καταξιωμένος πια Στέφανος, αλλά ο 27χρονος Ρώσος Ασλάν Καρατσέφ που ενώ μέχρι πριν 6 μήνες δεν είχε καν κάνει την παραμικρή νίκη σε οποιοδήποτε ATP τουρνουά, έγινε μόλις ο 4ος παίκτης στον 21ο αιώνα που καταφέρνει να φτάσει σε προημιτελικό στην πρώτη του εμφάνιση σε “Γκραν Σλαμ”, πριν βρεθεί στον ημιτελικό με τον Τζόκοβιτς, επιδεικνύοντας πρωτόγνωρη για Ρώσο αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στα χτυπήματα του. Ο Καράτσεφ βέβαια δεν είναι ακριβώς Ρώσος, καθώς μπορεί να γεννήθηκε στο Βλαδικαφκάζ, αλλά είναι Εβραϊκής καταγωγής και μεγάλωσε στο Τελ Αβίβ, για να επιστρέψει στη Μόσχα στα δώδεκα του μαζί με τον πατέρα του, όταν αποφάσισε ότι θέλει να γίνει επαγγελματίας τενίστας, καθώς οι αντίστοιχες υποδομές στο Ισραήλ ήταν ανεπαρκείς για πρωταθλητισμό και στη συνέχεια δεν δίστασε να μετακομίσει σε Γερμανία, Βαρκελώνη και Λευκορωσία για να βρει τις βέλτιστες συνθήκες για το (συγκριτικά) πενιχρό του μπάτζετ

Το πιο εντυπωσιακό είναι η πλήρης απουσία συναισθηματισμού στο παιχνίδι του, η μόνιμη (μη) έκφραση απόλυτης απάθειας στο πρόσωπο του, θαρρείς και παρακολουθείς να παίζει ένα ανέκφραστο ρομπότ με τερατώδη ψυχραιμία και εντελώς ανεπηρέαστο από τις εξωτερικές συνθήκες και την κρισιμότητα των πόντων. Κάθε πόντος παιγμένος με χειρουργική ακρίβεια και πλήρη αποστασιοποίηση από το διακύβευμα, θαρρείς και είναι πράκτορας της KGB σε ψυχροπολεμική αποστολή που θα κοιμηθεί με τον εχθρό χωρίς υποψία σύσπασης προσώπου που θα μπορούσε να προδώσει τις πραγματικές του προθέσεις. Το παιχνίδι του είναι άκρως επιθετικό, με δυνατό σερβίς και εξαιρετικό ντράιβ που με την πρώτη ευκαιρία καραδοκεί να αναλάβει τα ηνία του κάθε πόντου και να υπαγορεύει τον ρυθμό στον εκάστοτε αντίπαλο.

Ο δρόμος, ο Χρόνος και ο πόνος

Όλα τα παραμύθια βέβαια έχουν ένα τέλος και κάπως έτσι και του Καράτσεφ σταμάτησε πάνω στην παροιμιώδη ικανότητα του Νόβακ Τζόκοβιτς να αναπαράγει τον ιδανικό (όχι σε κομψότητα, αλλά σε αποτελεσματικότητα) πόντο, ξανά και ξανά, μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Εντούτοις και ο ίδιος ο Τζόκοβιτς φέτος μοιάζει να έχει μια απροσδόκητη «αχίλλειο πτέρνα» που δρα ύπουλα και υπόγεια και με αντιπάλους του διαμετρήματος του Στέφανου Τσιτσιπά μπορεί να αποδεχθεί καθοριστική – η ιδέα της αναποδογυρισμένης κλεψύδρας, η αταβιστική αίσθηση ότι ο πανδαμάτωρας χρόνος, τον έχει πια βάλει στο καρνέ του.

Ο Τζόκοβιτς είναι στοιχειωμένος από την ιδέα ότι ίσως δεν του φτάσει ο χρόνος να κατακτήσει τα τέσσερα παραπάνω γκραν σλαμ που υπολείπεται για να περάσει μπροστά από τους Ναδάλ και Φέντερερ σε συγκομιδή τίτλων. Είναι συνειδητοποιημένος και γι’ αυτό κατά τι πιο ανήσυχος. Γιατί ξέρει ότι ενώ του πήγαιναν όλα πρίμα και είχε αρχίσει να φαντάζει στους αντιπάλους του σαν ανίκητος, ξαφνικά προέκυψε η πανδημία του Covid-19 που έκανε μπάχαλο ολόκληρη τη σεζόν και παράλληλα εξέθεσε ανεπανόρθωτα τη δημόσια εικόνα του με τις αμφιλεγόμενες παρέες του με ψεκασμένους γκουρού  και την παλινωδία των απόψεων του περί εμβολιασμού και πανδημίας.

Ξαφνικά λοιπόν εξαφανίστηκε από το καλεντάρι το περσινό Γουίμπλεντον και ακολούθησαν ο απίστευτος αποκλεισμός του (με ντισκαλιφιέ που θα έλεγαν οι σπορτκάστερ παλιάς κοπής) με το χτύπημα της επόπτριας γραμμών στο US Open και το «πετσόκομμα» από τον Ναδάλ στο Ρολάν Γκαρός για να θεριέψει ο σπόρος της αμφιβολίας.

Θεωρητικά έχει αρκετά χρόνια μπροστά του για να ξεπεράσει Φέντερερ και Ναδάλ, αλλά η φωνή μέσα του έχει αρχίσει να θεριεύει και να του υπαγορεύει ότι το τρέχον τουρνουά είναι η τελευταία του ευκαιρία. Παράλληλα η προετοιμασία στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ελέω καραντίνας δεν ήταν ότι καλύτερο με συνέπεια να προκύψουν ενοχλήσεις στην κοιλιακή χώρα και για πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια, να δείχνει ευάλωτος, παραχωρώντας σετ από τους πρώιμους γύρους του τουρνουά.

«Μα τι σκατά μου συμβαίνει, τα τουρνουά παρέρχονται, το σκαρί μου χρειάζεται όλο και καλύτερη προετοιμασία και καθίσταται όλο και πιο ευάλωτο σε τραυματισμούς, έχω ακόμη αρκετά χρόνια μπροστά μου για να κερδίσω τους τέσσερεις τίτλους γκραν σλαμ που χρειάζομαι για να γράψω ιστορία;» Για έναν χαρακτήρα σαν τον Τζόκοβιτς, η υστεροφημία είναι εξίσου σημαντική με το παρόν και αυτό ίσως αποδειχθεί το μεγαλύτερο μειονέκτημα του, η αχίλλειος πτέρνα του, όπως εξάλλου συνέβη με τη Σερένα Γουίλιαμς.

Δεν χωρά καμιά αμφιβολία ότι σε τούτο το Αυστραλέζικο Όπεν, η Σερένα βρέθηκε στην καλύτερη φυσική της κατάσταση την τελευταία τριετία και η άνεση της κίνησης της στο τερέν δεν πρόδιδε με τίποτα τα 39 της χρόνια. Μετά την επιστροφή της στα κορτ από την «άδεια» (sic) μητρότητας της την Άνοιξη του 2018, βρέθηκε πολλάκις προδομένη από το σώμα της, μετά όμως από μια τερατώδη προσπάθεια στον τομέα της φυσικής κατάστασης ξαναβρήκε τα πατήματα και την κίνηση που είχε πριν από πέντε χρόνια και έδειχνε πιο έτοιμη από ποτέ να κατακτήσει τον διαφυγόντα 24ο τίτλο της Γκραν Σλαμ και να ισοφαρίσει το ισόβιο ρεκόρ της Μάργκαρετ Κορτ. Δεν τα κατάφερε και ο λόγος δεν ήταν το σκαρί της, ούτε τα χτυπήματα της που ήταν πιο δυνατά από ποτέ. Ο λόγος ήταν ότι ενίοτε όταν η ανάγκη γίνεται ιστορία, η ιστορία γίνεται σιωπή.

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

Φαίνεται πως ο ετερόκλητος τρόπος με τον οποίο ήρθαν οι δύο τελευταίοι αποκλεισμοί του Στέφανου σε Γκραν Σλαμ (τόσο ο πρόωρος από τον Τσόριτς στο Αμερικανικό Οπεν, όσο και η μη ολοκλήρωση της απίθανης ανατροπής στον ημιτελικό με τον Τζόκοβιτς στο Παρίσι), μπορεί να ήταν μεν αδυσώπητα σκληροί, αλλά συνάμα πολύτιμοι για τον Στέφανο, ο οποίος δούλεψε πολύ το “mental” σκέλος και τη διαχείριση των συναισθημάτων του και στη Μελβούρνη απέδειξε ότι έχει πλέον προσεγγίσει τέτοια δυσθεώρητα επίπεδα αυτοσυγκέντρωσης και διαχείρισης συναισθημάτων που μόνο τα «ιερά τέρατα» του (κάθε) αθλήματος μπορούν να αγγίξουν.

Ο Τσιτσιπάς έδειχνε κι αλλιώς να είναι ο πρώτος Έλληνας και Ρώσος που τείνει να συνδυάσει αντίστοιχης εμβέλειας ταλέντο με πίστη και συνέπεια για την κατάκτηση της κορυφής. Στην πραγματικότητα το να κερδίσει το πρώτο του Γκραν Σλαμ, δεν είναι παρά minimum στόχος για τον Στέφανο, δεδομένου του «χωρίς ταβάνι» potential του, ακριβώς γιατί τα συνδυάζει όλα: είναι φυσικό ταλέντο με απαράμιλλη τεχνική και πλαστικότητα που θυμίζει Φέντερερ στις κινήσεις και τα πατήματα του (εδώ ασφαλώς, δεν είναι άμοιρο το Ρωσικό γονίδιο των πρωταθλητών μαμάς/παππού) και παράλληλα έχει νοοτροπία νικητή και λυσσαλέο «ναδαλικό» πείσμα, μαζί με ένα εκρηκτικό μεσογειακό ταπεραμέντο και θεατρικότητα που έχουν από πολύ νωρίς πλαστεί πάνω στις αρχές της ακαδημίας του Μουράτογλου.

Οι μπουκμέικερ βέβαια διαφωνούν και ακόμη και σήμερα χρίζουν ξεκάθαρο φαβορί του ημιτελικού τον Ντανίλ Μεντβέντεφ, αυτή η ξερακιανή, σχεδόν ασκητική φιγούρα με την σφιγμένη όψη και τα ανορθόδοξα χτυπήματα, βγαλμένη θαρρείς από μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκη, που όσο περισσότερο καταφέρνει να βελτιώσει την διαχείριση των συναισθηματικών του διακυμάνσεων (με μια παραπάνω δόση πεσιμισμού), τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να είναι το επόμενο νούμερο ένα, μπαίνοντας σφήνα στους «Big 3». Το μόνο σίγουρο είναι ότι Τσιτσιπάς και Μεντβέντεφ έχουν όλα τα εχέγγυα να μας προσφέρουν ένα ημιτελικό που θα αφήσει ιστορία. Όχι μόνο γιατί κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθεί μια επική μονομαχία με καταπληκτικό θέαμα, αλλά γιατί θα σηματοδοτήσει την οριστική αλλαγή φρουράς στο παγκόσμιο στερέωμα του Τένις.

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς έχει ήδη καλέσει τους γκουρού και τους πνευματικούς του για να αναλύσουν τον ομόδοξο αντίπαλο του, αλλά παράλληλα έχει ζητήσει ήδη από την Γελένα να έχει έτοιμα δίπλα στο τζάκι δυο ποτήρια και να ανεβάσει από το υπόγειο το πιο ακριβό του παλαιωμένο ουίσκι, εκείνο που έχει φυλαγμένο για μεγάλες χαρές και ανείπωτες λύπες. Γιατί κατά βάθος το ξέρει καλύτερα από τον καθένα – οι μέρες της αφθονίας του είναι μετρημένες…

Maestro