Τασμάνια: Η χειρότερη και πιο γραφική ομάδα της Μπουντεσλίγκα

Όταν η Χέρτα υποδέχτηκε τη Σάλκε στις αρχές του μήνα, έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου συγκεντρώθηκαν κάποιοι οπαδοί, που αψήφισαν τα μέτρα κατά της πανδημίας, με στόχο να υποστηρίξουν την προσπάθεια των φιλοξενούμενων να κερδίσουν επιτέλους ένα παιχνίδι μετά από 29 σερί αποτυχημένες προσπάθειες. Το τρομερό είναι ότι αυτοί δεν ήταν οπαδοί της Σάλκε αλλά φίλοι μιας ομάδας του Βερολίνου που κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων σερί αγώνων χωρίς νίκη στη Μπουντεσλίγκα. Τα πλακάτ που κρατούσαν έγραφαν “Αυτό είναι δικό μας ρεκόρ” και “Σώστε το ρεκόρ της Τασμάνια”. Η επιθυμία τους να κρατήσει η ομάδα τους ένα τέτοιο στίγμα μπορεί να ακούγεται παράλογη αλλά η αλήθεια είναι ότι η σύντομη παρουσία της Τασμάνια στη μεγάλη κατηγορία της Γερμανίας ήταν ένας μικρός θρίαμβος του παραλογισμού.

Μιλάμε άλλωστε για μια ομάδα που ακόμα και το όνομα της προκαλεί ερωτηματικά. Τι δουλειά έχει η Τασμανία με μια ομάδα που εδρεύει στο νοτιοανατολικό Βερολίνο; Σύμφωνα με το θρύλο οι ιδρυτές του συλλόγου επέλεξαν αυτό το όνομα το μακρινό 1900 εξαιτίας της κοινής τους επιθυμίας να μεταναστεύσουν κάποια στιγμή προς το εξωτικό αυτό νησί που βρίσκεται νότια της Αυστραλίας. Δεν γνωρίζουμε αν το όνειρο τους πραγματοποιήθηκε ποτέ αλλά ξέρουμε ότι η ομάδα που δημιούργησαν κατάφερε να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, να επιβιώσει από δυο μεγάλους πολέμους και στα 50s και 60s να αναδειχθεί σε μια από τις πιο δυνατές ομάδες του Βερολίνου, τερματίζοντας συχνά στις πρώτες θέσεις του τοπικού πρωταθλήματος.

Δυστυχώς για αυτούς, όταν δημιουργήθηκε η Μπουντεσλίγκα η Τασμάνια είχε τερματίσει 2η στο περιφερειακό τουρνουά του Βερολίνου και γι’αυτό την πόλη εκπροσώπησε στο πρώτο πρωτάθλημα Γερμανίας το 1963 η Χέρτα. Δυο χρόνια αργότερα όμως, η τύχη της χτύπησε την πόρτα, τόσο αναπάντεχα που στην αρχή δεν υπήρχε κανένας μέσα για να… ακούσει το κουδούνι.

Ήταν καλοκαίρι του 1965 όταν η Μπουντεσλίγκα βίωνε το πρώτο σκάνδαλο της. Ένας ελεγκτής της ομοσπονδίας ανακάλυψε κάποιες ασυμφωνίες στα οικονομικά στοιχεία της Χέρτα και η έρευνα που ακολούθησε έδειξε πως η ομάδα του Βερολίνου είχε αποκρύψει κάποιες παράνομες πληρωμές στους παίκτες της. Αν και υπήρχαν ενδείξεις ότι παρόμοια τακτική ακολουθούσαν και άλλες ομάδες, η μόνη που την πλήρωσε ήταν η Χέρτα που υποβιβάστηκε. Η κάλυψη του κενού της όμως δεν ήταν τόσο εύκολη διαδικασία. Για πολιτικούς και όχι μόνο λόγους, η ομοσπονδία αλλά και η κυβέρνηση ήθελαν να υπάρχει στην πρώτη κατηγορία μια ομάδα της πρωτεύουσας.

Η πρώτη τους εναλλακτική, η Τένις Μπορούσια Βερολίνου που είχε τερματίσει 1η στο περιφερειακό πρωτάθλημα, απορρίφθηκε γιατί είχε λάβει μέρος στα πλέι οφ ανόδου και εκεί είχε αποτύχει να κερδίσει την άνοδο της. Η δεύτερη στη βαθμολογία του Βερολίνου, Σπαντάουερ, αρνήθηκε ευγενικά καθώς θεωρούσε ότι η Μπουντεσλίγκα ήταν εκτός των κυβικών της εκείνη την περίοδο. Η τρίτη επιλογή ήταν και η φαρμακερή. Η Τασμάνια αποδέχτηκε την πρόσκληση και ανέλαβε το δύσκολο έργο να εκπροσωπήσει το Βερολίνο στη μεγάλη κατηγορία. Και τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα…

Από τη στιγμή που οι άνθρωποι της ‘Τας’ (όπως είναι το παρατσούκλι της) είπαν το ναι στην πρόταση της ομοσπονδίας μέχρι την πρώτη σέντρα της σεζόν μεσολαβούσαν λιγότερες από 3 εβδομάδες και στο προπονητικό κέντρο της ομάδας δεν υπήρχε εκείνη την εποχή κανένας! Όλοι οι παίκτες ήταν σε διακοπές ενώ αρκετοί εξ αυτών βρίσκονταν εκτός χώρας. Για να τους συγκεντρώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται η διοίκηση χρησιμοποίησε ακόμα και το “Reiseruf” που σου έδινε τη δυνατότητα να στείλεις προσωπικό μήνυμα σε όποιον ήθελες μέσω του ραδιοφώνου. Όπως θυμάται ο αρχηγός της ομάδας, Χανς-Γκύντερ Μπέκερ, “ήμουν με την οικογένεια μου σε διακοπές στη Βαλτική και ενώ καθόμουν στην παραλία ήρθε τρέχοντας ένας γείτονας και μου είπε ότι στο ράδιο λένε πως πρέπει να επιστρέψω άμεσα στο Βερολίνο”.

Με την επιστροφή τους οι παίκτες έπρεπε να διευθετήσουν πρώτα κάποια άλλα θέματα. Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν ημι-επαγγελματίες, που σημαίνει ότι έβγαζαν το ψωμί τους κάνοντας ταυτόχρονα κάποια άλλη δουλειά. Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό στο επίπεδο που θα έπαιζαν τώρα. Κάποιοι αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις δουλειές τους και να αφοσιωθούν στο ποδόσφαιρο ενώ κάποιοι άλλοι, πιο προνοητικοί, έκαναν ειδικές συμφωνίες με τα αφεντικά τους με τη λογική ότι “σε 9-10 μήνες πάλι εδώ θα είμαστε”. Ένας από αυτούς ήταν και ο Μπέκερ που είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης από την αρχή: “Οι περισσότεροι είχαμε περάσει το ζενίθ μας σαν παίκτες όταν μας έτυχε αυτό. Δεν γίνεται να πάρεις ένα απλό άλογο φάρμας και να το μετατρέψεις τόσο εύκολα σε άλογο για τον ιππόδρομο”.

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καλύψει αυτό το τεράστιο ποιοτικό κενό με τις υπόλοιπες ομάδες, η διοίκηση έκανε βιαστικά κάποιες μαζεμένες μεταγραφές, αμφιβόλου όμως ποιότητας. Κάπως έτσι μετακόμισε στο Βερολίνο ο τερματοφύλακας Χάιντς Ρόχλοφ, που για χρόνια έπαιζε στη Βόννη, όπου ταυτόχρονα ήταν και υπεύθυνος στο μπαρ του συλλόγου, και ο δυναμικός αμυντικός Χέριμπερτ Φίνκεν, που έμεινε στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου όχι για τα κατορθώματα του με τη μπάλα αλλά για την… ποιητική φράση με την οποία καλωσόριζε τα θύματα τους αντίπαλους επιθετικούς. “Mein Name ist Finken, gleicht wirst du hinken” (σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, “με λένε Φίνκεν κι εσύ σύντομα θα κουτσαίνεις”).

H μοναδική σημαντική ενίσχυση ήταν ο επαναπατρισμός του μέσου Χορστ Ζιμάνιακ. O 31χρονος διεθνής με την εθνική Γερμανίας ήταν στα νιάτα του ένας από τους καλύτερους μέσους της Ευρώπης, είχε ξεχωρίσει στο Μουντιάλ του 1958 ενώ κέρδισε και το Πρωταθλητριών με την Ίντερ του Ερέρα το 1964. Μετά από ένα πέρασμα από τη Βαρέζε όμως ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του και η Τασμάνια κατάφερε να τον κάνει δικό της δίνοντας του εκτός από έναν καλό για την εποχή μισθό και ένα ποσοστό από τις εισπράξεις των εισιτηρίων κάθε αγώνα! Ένας κούκος όμως δεν φέρνει την άνοιξη, όπως λέει ο σοφός λαός, κι αυτό φάνηκε από αρκετά νωρίς, παρ’ότι στην πρώτη αγωνιστική η Τασμάνια έφτασε στο ζενίθ του ονείρου της.

Ήταν 14 Αυγούστου 1965 όταν 81.524 Βερολινέζοι γέμισαν το Ολυμπιακό Στάδιο κυρίως από περιέργεια, για να δούνε τη μοναδική εκπρόσωπο της πόλης στο παρθενικό της παιχνίδι στη Μπουντεσλίγκα, απέναντι στην Καρλσρούη, μια από τις πιο αδύναμες ομάδες του προηγούμενου πρωταθλήματος. Με δυο γκολ του 22χρονου Ίνγκο Ουσμπεκ, τον οποίο όλοι φώναζαν ‘Ρίνγκο’ καθώς έμοιαζε αρκετά με τον Ρίνγκο Σταρ των Beatles, η Τασμάνια πέτυχε μια αναπάντεχη νίκη, η οποία γιορτάστηκε με τον κατάλληλο τρόπο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στα μπαρ της πόλης. Αυτό που δεν φανταζόταν πιθανόν κανείς ήταν ότι η επόμενη νίκη θα ερχόταν 9 μήνες μετά (!), στο προτελευταίο παιχνίδι της σεζόν, απέναντι στην προτελευταία ομάδα της βαθμολογίας, την Μπορούσια Νοϊνκίρχεν.

Στα 31 ιστορικά ματς που μεσολάβησαν, η Τασμάνια κατάφερε να μη χάσει μόνο σε 4. Η μοναδική ομάδα που δεν κατάφερε να την κερδίσει εκείνη τη χρονιά ήταν η Καιζερσλάουτερν, με την οποία έφερε δυο ισοπαλίες. Στο διάστημα αυτό το κοντέρ στην άμυνα έγραψε 4 τεσσάρες, 6 πεντάρες, 1 εξάρα, 1 εφτάρα και ένα εξευτελιστικό 0-9 από τη Ντούισμπουργκ. Τα αρνητικά ρεκόρ που δημιουργήθηκαν εκείνη τη σεζόν είναι τόσο εντυπωσιακά που τα περισσότερα δεν έχουν σπάσει ακόμα: Λιγότεροι κερδισμένοι πόντοι σε μια σεζόν (8), λιγότερες νίκες (2), περισσότερες ήττες (28), μεγαλύτερη εντός έδρας ήττα (0-9), λιγότερα γκολ υπέρ (15) και περισσότερα γκολ κατά (108!).

Το αρνητικό ρεκόρ προσέλευσης: 827 άνθρωποι σε ένα γήπεδο που χωρούσε πάνω από 80.000!

Με την πάροδο του χρόνου, μαζί με τα θετικά αποτελέσματα χάθηκαν και οι φίλαθλοι. Από τους 85.000 ενθουσιασμένους θεατές της πρεμιέρας, φτάσαμε στους 827 (!) σε ένα παιχνίδι με τη Γκλάντμπαχ στα μέσα Γενάρη, ένα νούμερο που φυσικά αποτελεί κι αυτό αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα. “Το θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνο το ματς γιατί ήταν το μόνο που κράτησα το μηδέν στην εστία μου” λέει ο Ρόχλοφ και συμπληρώνει γελώντας “Έπαιξε βέβαια ρόλο ότι το χιόνι έφτασε κάποια στιγμή τα 10 εκατοστά και εμπόδιζε την κίνηση της μπάλας”. Οι λίγοι αλλά πιστοί οπαδοί της πάντως άρχισαν από ένα σημείο και μετά να το παίρνουν στο χαβαλέ και να βρίσκουν ικανοποίηση στον αυτοσαρκασμό. Στον αγώνα με την Άιντραχτ στα τελειώματα του πρωταθλήματος, όταν και η ομάδα τους δέχτηκε το 100ο γκολ της σεζόν, οι οπαδοί σήκωσαν ένα μεγάλο στεφάνι κηδείας με το 100 γραμμένο με χρυσά γράμματα. Όσο για τους παίκτες; Η πλάκα και η χαλαρή διάθεση δεν έλειψε ούτε από αυτούς.

Όταν κατάλαβαν όλοι πως το πέρασμα τους από τη μεγάλη κατηγορία θα είναι σύντομο και κάπως εφιαλτικό, το ενδιαφέρον τους στράφηκε σε άλλες χαρές. Όπως θυμάται ο Ρόχλοφ: “Από ένα σημείο και μετά αφήσαμε στην άκρη τον επαγγελματισμό και ζούσαμε κάθε μέρα με τη λογική ‘Ας πιούμε λίγο ακόμα για να ξεχαστούμε’. Πριν και μετά από τις προπονήσεις πίναμε λίγο από τα κρασιά που είχε φέρει από την Ιταλία ο Ζιμάνιακ και τα συνοδεύαμε με κεφτεδάκια με σάλτσα κάρυ. Ακόμα και μετά από τις ήττες το βλέπαμε χαλαρά και σχολιάζαμε χιουμοριστικά ‘μόνο 3 σήμερα, υπάρχει βελτίωση’.” Από τα μέσα της χρονιάς και μετά οι παίκτες έβλεπαν τα εκτός έδρας ματς περισσότερο ως χρυσή ευκαιρία να γνωρίσουν τη νυχτερινή ζωή μιας άλλης πόλης, παρά ως δύσκολες εξόδους για το πρωτάθλημα.

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επηρέασε τους πάντες, ακόμα και τους θεωρητικά πιο επαγγελματίες, όπως ο Ζιμάνιακ, που σύμφωνα με κάποιες πηγές είχε απελπιστεί τόσο από την απόδοση της νέας του ομάδας που κάποια στιγμή άρχισε να εμφανίζεται σε κάποιες προπονήσεις αλλά και σε παιχνίδια πιωμένος. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά (ή και εξαιτίας όλων αυτών), τα οικονομικά του συλλόγου είχαν ανάλογη πτωτική πορεία, με αποτέλεσμα τους τελευταίους μήνες της σεζόν η διοίκηση να ανακοινώσει στους παίκτες ότι δεν μπορεί πλέον να τους πληρώνει. Οι τελευταίοι μισθοί τους πληρώθηκαν από ένα ταμείο αλληλεγγύης που είχε δημιουργήσει η ομοσπονδία. Σε ένα χαρακτηριστικό δείγμα της όλης κατάντιας, στο φινάλε του πρωταθλήματος η ομάδα πήγαινε στα εκτός έδρας παιχνίδια αυθημερόν και οδικώς, ανεξαρτήτως της απόστασης. Έτσι οι παίκτες έπρεπε να αντέξουν μια διαδρομή 500 χιλιομέτρων σε μια θέση λεωφορείου, να κάνουν ένα γρήγορο ζέσταμα, να παίξουν έναν αγώνα για τη Μπουντεσλίγκα και μετά να επιστρέψουν κατ’ευθείαν πίσω!


Ο Ζιμάνιακ εν δράσει (άγνωστο αν σε αυτή τη φάση είναι νηφάλιος ή όχι)

Στα κωμικοτραγικά κατορθώματα εκείνης της πορείας συμπεριλαμβάνεται και μια κλοπή παλτού! Λίγες εβδομάδες πριν τη λήξη της σεζόν, ένας επισκέπτης στο εστιατόριο του συλλόγου κατηγόρησε τον Φίνκεν ότι του έκλεψε το πανάκριβο παλτό του από δέρμα καμήλας. Παρ’ότι η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, η Τασμάνια έλυσε με συνοπτικές διαδικασίες το συμβόλαιο του αμυντικού της που με το όνομα του πλέον στιγματισμένο, βρήκε καταφύγιο στις ΗΠΑ και στο αμερικάνικο πρωτάθλημα.

Μετά τον υποβιβασμό της, η Τασμάνια επέστρεψε στο επίπεδο που ήταν πριν από τη παρένθεση εκείνης της χρονιάς, τερματίζοντας σταθερά στις πρώτες θέσεις του περιφερειακού πρωταθλήματος του Βερολίνου. Η αδυναμία της όμως να κερδίσει αγωνιστικά αυτή τη φορά την άνοδο στη Μπουντεσλίγκα σε συνδυασμό με το οικονομικό άνοιγμα που είχε κάνει τη σεζόν 65-66′ την ανάγκασαν σε πτώχευση το 1973. Οι γονείς κάποιων παιδιών που έπαιζαν στις ακαδημίες σε συνεργασία με κάποια μέλη του συλλόγου ίδρυσαν εκείνη τη χρονιά μια νέα ομάδα με όνομα Τασμάνια 1973, η οποία συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και σήμερα, αγωνιζόμενη πλέον στην 5η κατηγορία.

Ακόμα και εκεί όμως, η αύρα της υπάρχει ακόμα στη μεγάλη κατηγορία της Γερμανίας χάρη σε εκείνη την αξέχαστη παρουσία της. Κάθε φορά που μια αδύναμη ομάδα ξεχωρίζει αρνητικά στη Μπουντεσλίγκα, το όνομα της Τασμάνια επανέρχεται στο προσκήνιο. Πιστοί στη φιλοσοφία “δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση” οι άνθρωποι και οι οπαδοί της ομάδας το απολαμβάνουν, το εκμεταλλεύονται (σύμφωνα με τον πρόεδρο η ομάδα πουλάει αναμνηστικά ακόμα και σε ανθρώπους από άλλες χώρες, με πρόσφατο παράδειγμα έναν Νορβηγό που διάβασε την ιστορία της λόγω Σάλκε και έσπευσε να παραγγείλει προϊόντα της) και όπως είδαμε στην αρχή κάνουν ό,τι μπορούν για να το κρατήσουν ζωντανό. Όπως λέει και ο ιδιοκτήτης της, Αλμιρ Νούμιτς: “Αυτή η ιστορία είναι μέρος της ταυτότητας της Τας. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα γι’αυτή τη διαφήμιση, είμαστε μόνιμα θέμα συζήτησης σε όλη τη χώρα κι αυτό μας κάνει πιο ελκυστικούς για χορηγίες. Σχεδόν κανένας δεν ξέρει για παράδειγμα τη Βικτόρια Βερολίνου ή την Μπερλίνερ ΑΚ που είναι στο ίδιο επίπεδο με εμάς αλλά όλοι ξέρουν την Τασμάνια.”